Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες της Τετάρτης 2 Νοεμβρίου 1960 από το Μιλάνο κυκλοφορούσε η είδηση του θανάτου του Έλληνα διευθυντή ορχήστρας, πιανίστα και συνθέτη Δημήτρη Μητρόπουλου. Μια είδηση που διαδόθηκε αστραπιαία σε όλη την υφήλιο και επί πολλές ώρες τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία διέκοψαν τις τακτικές εκπομπές τους για να μεταδίδουν κάθε πληροφορία σχετική με το θλιβερό συμβάν. Ιδιαίτερα οι φιλόμουσοι πληροφορούνταν με οδύνη ότι ο θάνατος συνάντησε τον μαέστρο με τη μπαγκέτα στο χέρι και πάνω στο πόντιουμ.
Ήταν ένδεκα παρά τέταρτο εκείνης της ημέρας στην αίθουσα του μεγαλύτερου λυρικού θεάτρου του κόσμου τότε, στη Σκάλα του Μιλάνου. Εκεί τον συνάντησε ο θάνατος τη στιγμή που διηύθυνε, σε πρώτη δοκιμή με την Ορχήστρα της Σκάλας, την Τρίτη Συμφωνία του αγαπημένου του Μάλερ. Είχε φθάσει στη Σκάλα περίπου μισή ώρα νωρίτερα, συνοδευόμενος από την Αμερικανίδα γραμματέα του Τρούντυ Γκοθ (1914-1974). Για την τελευταία, γνωστή μουσικοκριτικό και κορυφαία χορεύτρια, οι φίλοι του Μητρόπουλου έλεγαν ότι ήταν απλά ένθερμη θαυμάστριά του, που τον ακολουθούσε στις ανά τον κόσμο περιοδείες με δικά της έξοδα.
Όταν εισήλθε στο θέατρο, ο Δ. Μητρόπουλος παραπονέθηκε ότι αισθάνεται κουρασμένος, λέγοντας ότι «είμαι σαν ένα πολύ παλιό αυτοκίνητο που εξακολουθεί να εργάζεται ακόμη». Η πρόβα άρχισε κανονικά. Ωστόσο, είκοσι λεπτά αργότερα, ο Δ. Μητρόπουλος χλόμιασε, η μπαγκέτα έπεσε από τα χέρια του και σωριάστηκε καταγής. Ένα ασθενοφόρο που έφθασε τάχιστα ξεκίνησε για την Πολυκλινική του Μιλάνου. Αλλά στη διαδρομή ο Δ. Μητρόπουλος άφησε την τελευταία του πνοή. Οι γιατροί απλώς αρκέστηκαν να γνωματεύσουν πως ο θάνατός του προήλθε από εγκεφαλική αιμορραγία.
Τελικά εγκατέλειψε τα γήινα όπως επιθυμούσε και είχε εκμυστηρευτεί στον Ι. Βανδώρο: «Θέλω να πεθάνω πάνω στο πόντιουμ. Ζητάω πολλά;». Φαίνεται πως ο Θεός είχε ακούσει και εκπλήρωσε την επιθυμία του. Ο μεγαλοφυής, ασκητικός, φιλόσοφος και βαθιά προσηλωμένος στην τέχνη του Δ. Μητρόπουλος θεωρούσε ότι «καμία υπόθεση δεν ήταν πολύ μεγάλη και κανένας άνθρωπος πολύ μικρός». Απέφευγε τις κοινωνικές συγκεντρώσεις και τη δημοσιότητα και ονόμαζε τις επιτυχίες του ηθικούς θριάμβους και πνευματικές νίκες. Κέρδιζε χιλιάδες δολάρια ετησίως αλλά έδιδε τα περισσότερα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και εκπαιδευτικά έργα.
Γεννημένος το 1896 στην Αθήνα, αποφοίτησε από τη Βαρβάκειο Σχολή χωρίς ιδιαίτερες επιδόσεις και ακολούθως αφιερώθηκε στις μουσικές σπουδές.
Έμελλε να δημιουργήσει σταθμό στη σύγχρονη ελληνική μουσική και να αφήσει το αποτύπωμά του στην διεθνή μουσική σκηνή. Υπήρξαν χρονιές που κατόρθωσε διευθύνοντας τη Φιλαρμονική, να διατρέξει το μισό της περιμέτρου της γης!
Με τον ίδιο παλμό και την ίδια ένταση συνέχισε να διευθύνει ορχήστρες έως το τέλος. Μόλις τρεις μήνες πριν από τον θάνατό του ο διάσημος μαέστρος βρισκόταν στο Σάλτσμπουργκ και συνέχισε διευθύνοντας τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης στις αρχές Σεπτεμβρίου. Στα μέσα Οκτωβρίου μετέβη στην Κολωνία διευθύνοντας τέσσερις συναυλίες με τη Συμφωνική Ορχήστρα της πόλης για να καταλήξει στην πρωτεύουσα των Λομβαρδών, όπου ο μύστης της μουσικής επρόκειτο να πέσει μαχόμενος.
Η τελευταία επιθυμία και το «αντίο» στο Ηρώδειο
Σύμφωνα με την επιθυμία του Δημήτρη Μητρόπουλου, την οποία είχε εκφράσει γραπτά, η σορός του αποτεφρώθηκε στο Λουγκάνο της Ελβετίας. Η σποδός του τοποθετημένη σε λήκυθο και περιβεβλημένη με την ελληνική σημαία μεταφέρθηκε στην Αθήνα με αεροπλάνο της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας. Ήταν από τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η ελληνική Πολιτεία στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και του επιφύλαξε την ύστατη θερμή υποδοχή. Η σποδός του μεταφέρθηκε στο κατάμεστο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, όπου τελέστηκε πνευματικό μνημόσυνο. Στη συνέχεια, παραδόθηκε στον Αριστείδη Κυριακίδη, πρόεδρο του Ωδείου Αθηνών, όπου και παρέμεινε έως τον Ιούλιο της επόμενης χρονιάς, οπότε και ενταφιάστηκε στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών.