Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τον Σεπτέμβριο του 1978 έφευγε από τη ζωή ο Λαυρέντης Διανέλλος. Ο καρατερίστας ηθοποιός που εκπροσώπησε στον κινηματογράφο, τον ευγενή νοικοκύρη του ελληνικού λαού. Γεννήθηκε το 1911 στον Άγιο Λαυρέντιο, χωριό κτισμένο στις νότιες πλαγιές του Πηλίου, ανατολικά από τον Βόλο. Το όνομα του χωριού, απ’ όπου και το όνομα του ηθοποιού, οφείλεται στη Μονή του Αγίου Λαυρεντίου που ανήγειραν ρωμαιοκαθολικοί την εποχή των Σταυροφοριών (11ος αιώνας).
Ηθοποιός ήταν και ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιωάννης. Ο Λαυρέντης σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Κάρολου Κουν και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη «Λαϊκή Σκηνή» του, το 1936.
Από τότε και για τέσσερις δεκαετίες κατόρθωσε να κατακτήσει εξέχουσα θέση στο πάνθεον των επιτυχημένων ηθοποιών αλλά και στην ψυχή των Ελλήνων θεατών. Εκεί κοντά στον Κ. Κουν θα γνωρίσει και θα νυμφευτεί (1938) την, κατά τρία χρόνια, νεότερη συνάδελφό του και ερμηνεύτρια δημοτικών τραγουδιών στο θέατρο και στο ραδιόφωνο Φρόσω Κοκκόλα (1912-1999).
Έζησαν μαζί μέχρι το τέλος αποκτώντας δύο κορίτσια. Είναι γνωστές περισσότερο οι συμμετοχές του στις κινηματογραφικές παραγωγές, όχι όμως και η τετραετής προπολεμική θητεία του στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη.
Ήταν μια γενιά ηθοποιών που άφησε έντονα τα ίχνη της στον χώρο του θεάτρου. Άνθρωποι αυτοδημιούργητοι, αγκάλιασαν την τέχνη τους με πάθος και υπευθυνότητα και απόλαυσαν την αναγνώριση, αφού κοπίασαν διαθέτοντας και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών τους. Ακόμη και οι δοκιμές των παραστάσεων που ετοίμαζαν, αποτελούσαν γεγονός. Γι’ αυτό έσπευδαν οι δημοσιογράφοι να περιγράψουν τον τρόπο που νυχθημερόν εργάζονταν για ένα καλύτερο αποτέλεσμα.
Όπως συνέβαινε το 1939, όταν ο Κάρολος Κουν σκηνοθετούσε τον «Ταξιδιώτη χωρίς αποσκευές» του Ανουίγ. Συμμετείχαν οι ηθοποιοί Ρίτα Μυράτ, Μαίρη Αρώνη, Άννα Λώρη, Ελένη Χαλκούση, Αγγέλα Λαλαούνη, Θ. Αρώνης, Σπύρος Μουσούρης, Παντελής Ζερβός, Λυκούργος Καλλέργης και ο Λαυρέντης Διανέλλος. Και μόνον η παράθεση των ονομάτων αρκεί για να κατανοήσουμε το θέαμα που παρακολουθούσαν οι Αθηναίοι στο θέατρο.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής θα συνεργαστεί με τον θίασο Μιράντας Μυράτ – Γ. Παππά και θα συγκροτήσει δικό του θίασο με τον Γιάννη Αργύρη. Μεταπολεμικά διακρίθηκε σε ρόλους ηθογραφικούς, εκφράζοντας τον μέσο καθημερινό Έλληνα, ως πατέρας, αδελφός κ.λπ. Πάντα σε δεύτερο ρόλο, ήταν ο αγαπημένος των συγγραφέων, με την ανθρώπινη παρουσία και τη χαρακτηριστική φωνή.
Θαυμάσιος ηθοποιός και άνθρωπος, δεν υστέρησε σε συμμετοχές στις επιθεωρήσεις, ενώ συνεργάστηκε με τον Μίμη Φωτόπουλο επί μία ολόκληρη 25ετία.
Ο Λαυρέντης Διανέλλος διήνυσε έναν πραγματικό μαραθώνιο συμμετοχής σε ελληνικές ταινίες, παρά το γεγονός ότι οι πρώτες του ταινίες ήταν η «Μαντάμ Σουσού» και «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948). Ποιος δεν τον θυμάται ως ασπριτζή στην «Κάλπικη Λίρα» (1955) ή να οδηγεί το τρίκυκλο όταν τραγουδά η Αλίκη Βουγιουκλάκη στην ταινία «Το πιο λαμπρό αστέρι» (1967).
Εμφανίστηκε σε περισσότερες από 220 ταινίες, σε χρονικό διάστημα 27 ετών, συμμετέχοντας ταυτοχρόνως σε δύο και τρία γυρίσματα ημερησίως. Πάντα προετοιμασμένος, συνεπής, ευγενής και ευχάριστος με τους συναδέλφους του.
Στο Μάτι Αττικής πολεμούσε την ασθένειά του
Περιέργως έχει γραφεί ότι αυτοεξορίστηκε κατά τη διάρκεια του επταετούς στρατιωτικού καθεστώτος, ενώ την περίοδο αυτή (1967-1973) συμμετείχε σε τουλάχιστον εκατό κινηματογραφικές παραγωγές. Ανάμεσά τους η ταινία «Η Αρχόντισσα και ο Αλήτης» (1967), «Δραπέτες του Μπούλκες» (1969) αλλά και η καταπληκτική ερμηνεία του στον «Παπαφλέσσα» του Τζέιμς Πάρις (1971).
Τέσσερα χρόνια βασανίστηκε από ασθένεια και περνούσε τον καιρό του, στο σπίτι του, στην οδό Παπαφλέσσα, στο Μάτι Αττικής. Ωστόσο έφυγε ευτυχισμένος, στις 16 Σεπτεμβρίου 1978, στην αγκαλιά της οικογένειάς του και της αγαπημένης του κόρης Μαρίας Λαυρέντη Διανέλλου, στην κλινική Παγώνη της οδού Καποδιστρίου.