Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Εκείνος ο κοντούλης και παχουλός Σάντσο Πάντσο, εκείνος ο Χιώτης, εκείνος ο Ζιρόνδος, εκείνος ο γιος του Διαφουαρούς, ο ηθοποιός Χρήστος Ευθυμίου είχε γεννηθεί στις 3 Αυγούστου 1900, στο Κωσταλέξι Φθιώτιδας. Όσοι όμως τον απόλαυσαν στο θέατρο, στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση νομίζουν πως ήταν μόλις χθες που χαμογελούσε με τον γνωστό αγαθό τρόπο φωτίζοντας ακόμη περισσότερο τα μονίμως κόκκινα μάγουλά του. Τον είχαν ρωτήσει κάποτε να πει το μυστικό του και εκείνος απάντησε: «Δεν υπάρχει μυστικό. Απλά βάψε, βάψε τόσα χρόνια έγιναν πια κόκκινα τα μάγουλά μου…»[1].
«Ένας βλάκας και μισός»
Υπήρξε ένας από τους μορφωμένους και αξιόλογους Έλληνες κωμικούς ηθοποιούς. Διπλωματούχος της Νομικής Σχολής και αριστούχος της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου, με τον θίασο της οποίας πρωτοεμφανίστηκε το 1925. Εκείνος ωστόσο θεωρούσε πως η σημαντική πρώτη εμφάνισή του ήταν με τον θίασο Κυβέλης, το 1929. Πάντως, το 1965 πολλοί φίλοι του γιόρτασαν τα σαράντα χρόνια της καλλιτεχνικής του προσφοράς.
Σύντομα κλήθηκε να πρωταγωνιστήσει σε παραγωγές του Βασιλικού Θεάτρου, όπου εργάστηκε από το 1931 έως το 1955. Η ευρεία δημοφιλία που γνώρισε τις μεταπολεμικές δεκαετίες κάλυψε τις σπουδαίες ερμηνείες του σε έργα Μολιέρου και Σαίξπηρ.
Καθώς και το γεγονός ότι η γαλλική κυβέρνηση τον τίμησε με το Παράσημο των Ακαδημαϊκών Δαφνών. Το ευρύ κοινό τον γνώρισε και τον αγάπησε κυρίως από δύο ταινίες. Η μία ήταν «Ο Γυναικάς» (1957) και η άλλη η ταινία «Ένας βλάκας και μισός» (1959). Στην πρώτη πρωταγωνιστούσε ως Πασχάλης και κατόρθωσε να ξεδιπλώσει το ταλέντο του και να εκμεταλλευθεί με τον καλύτερο τρόπο τις σωματικές του ιδιομορφίες[2].
Ήταν ήδη 57 ετών, κοντός, ευτραφής, με αραιωμένα τα μαλλιά και προτεταμένη την κοιλιά. Φλερτάριζε με ωραίες κοπέλες, τσιμπούσε γυναίκες στον δρόμο, χόρευε, τραγουδούσε και πλασαριζόταν ως γόης!
Στα μέτρα του
Πέραν των άλλων, η ταινία παρουσιάζει σπουδαία τεκμήρια για την περιοχή της Αρχαίας Αγοράς με την νεοανεγερθείσα Στοά του Αττάλου και το Θησείο, όπου ο πρωταγωνιστής μας τσιμπούσε τις περαστικές για να καταλήξει στα δικαστήρια.
Στην ταινία «Ο Γυναικάς», ο σύλλογος «Οι Γλεντζέδες της Πιάτσας» οργάνωνε καλλιστεία όπου μεγαλούργουσε ο Χρ. Ευθυμίου. Τριγυρνούσε στα καμαρίνια για να απολαύσει τα κάλλη των κοριτσιών που συμμετείχαν, πλημμυρίζοντας την οθόνη με τα χαρακτηριστικά σκέρτσα του προσώπου του[3].
Εκεί βεβαίως βρέθηκε η γυναίκα του Πασχάλη, δηλαδή του Χρ. Ευθυμίου, την οποία ερμήνευσε η ταλαντούχος Μάρω Στεφανίδου. Εμφανίστηκε με μαγιό και καλτσόν. Στην ταινία αυτή θα ακουστεί κι ένα τραγούδι που «χτίστηκε» από τον Ν. Τσιφόρο και τον Μ. Σουγιούλ στα μέτρα του Χρ. Ευθυμίου. Το τραγούδι έμελε να κατακτήσει τα σοκάκια και τις ρούγες σε όλη την Ελλάδα και να ακούγεται επί πολλούς μήνες. Αποδόθηκε με θαυμάσιο τρόπο, μπρίο και χάρη από τη Λόλα, την οποία ερμήνευε η Μπέμπα Κυριακίδου, δεύτερη σύζυγος του Μανώλη Χιώτη.
Στραβό καλούπι…
Ήταν μία από τις σημαντικότερες επιτυχίες της εποχής: «Έχει άγαρμπο σουλούπι / κι ούτε χάρι ούτε μπόϊ / βγήκ’ από στραβό καλούπι / παρασταίνει και το γόη»! Το εύθυμο τραγουδάκι συνέχιζε «Κι ούτε τα τρώει, ούτε χαλάει / κι’ ούτ’ είναι σόι και μου κολλάει / Δεν έχει μπράτσα, δεν έχει μέση / αλλά μ’ αρέσει, αλλά μ’ αρέσει»! Όσο για τα χαρακτηριστικά του Ευθυμίου ξεδιπλώθηκαν από το πενάκι του Τσιφόρου: «Αρχινάει να παχαίνει / αραιώνουν τα μαλλιά του / μήτε που τα πιάνει χτένι / και στρογγύλεψ’ η κοιλιά του»[4]!
Οι χαρακτήρες του έργου, βγαλμένοι όλοι από την καθημερινότητα των Αθηνών της δεκαετίας 1950, αγαπήθηκαν από το κοινό. Όσο για τον πρωταγωνιστή Χρ. Ευθυμίου, από το 1955 έως το 1964 εργάστηκε σαν θιασάρχης, συνθιασάρχης και διευθυντής θιάσων και συνέπραξε με τη Λυρική Σκηνή και το Ραδιόφωνο. Ο δημοφιλής ηθοποιός, με τη χαρακτηριστική φωνή και άρθρωση, το 1960, τέθηκε επικεφαλής του θιάσου του Βασίλη Λογοθετίδη, όταν ο τελευταίος έφυγε από τη ζωή (1960)[5]. Δύο χρόνια αργότερα τιμήθηκε από τον βασιλέα Παύλο, ενώ πολλά χρόνια νωρίτερα είχε τιμηθεί και με το Αριστείον της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου[6].
«Δεν είναι τίποτα…»
Οπερέτα, επιθεώρηση, πρόζα, παντού ο Χρ. Ευθυμίου έδωσε το παρόν και απέσπασε χειροκροτήματα. Τον απασχόλησε και ο κινηματογράφος και πρωταγωνίστησε ή συμπρωταγωνίστησε σε δεκάδες ταινίες. Ήταν γιος θεατρίνου και η στρατιωτική του θητεία συνέπεσε με τη Μικρασιατική εκστρατεία. Ανήκε στις μονάδες που αποβιβάστηκαν στην Σμύρνη το 1919 και τιμήθηκε από την ελληνική πολιτεία για τη συνεισφορά του[7].
Από τις δημιουργίες του, που άφησαν εποχή, ήταν η συμμετοχή του στην ραδιοφωνική παρουσίαση της κωμωδίας «Μαντάμ Σουσού» το 1958. Με συμπρωταγωνίστρια την Γεωργία Βασιλειάδου κρατούσε συντροφιά στους ακροατές, οι οποίοι καθηλώνονταν στους δέκτες τους για να απολαύσουν την σειρά που παρουσιαζόταν σε συνέχειες, κάθε Σάββατο, δέκα και τέταρτο το βράδυ[8].
Ευχάριστος, κοινωνικός, ευπροσήγορος και αγαπητός στην αθηναϊκή κοινωνία συμμετείχε και σε διάφορα δρώμενα, στα οποία τον καλούσαν, διότι λειτουργούσε ως «μαγνήτης» για το κοινό. Όπως συνέβη το 1956, όταν ο λογοτέχνης Δημήτρης Σιατόπουλος παρουσίαζε στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» το θέμα «Η θέα του κόσμου από τον βράχον της Αθήνας»[9].
Την ενδιαφέρουσα εκείνη ομιλία, γεμάτη από ιστορική και εθνική υπερηφάνεια, ποίκιλαν με ερμηνείες τους ο Χρήστος Ευθυμίου και η Αλέκα Κατσέλη. Ο Χρ. Ευθυμίου έφυγε από την ζωή στις 4 Μαΐου 1971 από συγκοπή της καρδιάς σε ηλικία 71 ετών[10]. Δύο εβδομάδες νωρίτερα είχε νιώσει ενοχλήσεις και εισήλθε για νοσηλεία. Δεν πίστευε ή δεν ήθελε να πιστέψει πως επρόκειτο για κάτι σοβαρό και γι’ αυτό έλεγε στους δικούς του: «Δεν είναι τίποτα… Σε δεκαπέντε ημέρες θα είμαι περδίκι…»[11].
Κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο Νέας Φιλαδέλφειας.