Ο Κωνσταντινουπολίτης στιχουργός Πωλ Μενεστρέλ

Ο «Γιαννάκης» που έγραψε τον «Μπάρμπα Γιάννη Κανατά»

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

 

Ο Πωλ Μενεστρέλ σε νεανική ηλικία

Σχεδόν επί μισόν αιώνα το όνομά του υπήρξε συνώνυμο της χαράς και του κεφιού. Οι στίχοι του «Μπάρμπα Γιάννη Κανατά» και 850 ακόμη τραγούδια του απλώθηκαν στον απανταχού της γης Ελληνισμό. Αλλά ελάχιστα γράφτηκαν έως σήμερα για την περιπετειώδη ζωή του. Πρόκειται για τον Ιωάννη Χιδίρογλου, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Πωλ Μενεστρέλ, του ευαίσθητου και γεννημένου το 1903 στιχουργού[1], ο οποίος ξεκίνησε, όπως τόσοι άλλοι Έλληνες, από την Κωνσταντινούπολη για να ζήσει, να δημιουργήσει και να αγαπήσει την ελληνική πρωτεύουσα και τις γειτονιές της.

Καταγωγή

Γεννημένος στην Αντιγόνη των Πριγκιποννήσων ήταν το πέμπτο παιδί του Γρηγόρη και της Θάλειας Χιδίρογλου. Εσωτερικός στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης, όταν ξέσπασε πυρκαγιά (1913) μετεγγράφη στο Αυτοκρατορικό Λύκειο της Πόλης (Γαλατά Σεράϊ). Αλλά έναν χρόνο αργότερα, οι πολεμικές εξελίξεις οδήγησαν τη Θάλεια Χιδίρογλου με τα τέσσερα μικρότερα παιδιά της στην Αθήνα. Έφθασαν στον Πειραιά, μέσω Αλεξανδρούπολης και εγκαταστάθηκαν στην οδό Σόλωνος. «Το δεκατέσσερα άφησα το φέσι, τη βελάδα, / κι ήρθα γεμάτος όνειρα, να ζήσω στην Ελλάδα» έγραφε σε έμμετρη αυτογραφία του ο Γ. Χιδίρογλου, ο οποίος φοίτησε στην αρχή στο Λύκειο Κωνσταντινίδη και στη συνέχεια στο Λεόντειο της οδού Σίνα. Η μύησή του στη λογοτεχνία έγινε από τη Σοφία Σπανούδη (1878-1952), η οποία δημοσίευε διηγήματα και ποιήματά του στην εφημερίδα «Πρόοδο» της Πόλης.

Η γνωριμία του με τον Αττίκ, του άνοιξε διάπλατα τους δρόμους για να ψάλει το κέφι, την αισιοδοξία και το χαμόγελο. Δηλαδή τις ψυχικές αρετές που δαμάζουν τις καταστρεπτικές δυσκολίες της ζωής, όπως εύστοχα έγραψε ο Οκτάβιος Πιερ Μερλιέ (1897-1976) σε ανέκδοτο βιογραφικό του σημείωμα για τον Μενεστρέλ. Στη μεγάλη αντιπαράθεση βενιζελικών – βασιλικών η οικογένεια Χιδίρογλου τάσσεται με τους πρώτους, αντιμετωπίζοντας σημαντικά προβλήματα. Όταν ηττήθηκε ο Βενιζέλος (1920), ο 17χρονος Γιάννης φεύγει για την Κωνσταντινούπολη όπου εργάζεται ως τραπεζικός υπάλληλος με προϊστάμενο τον Φωκίωνα Δημητριάδη[2]. Επιστρέφει στην Αθήνα με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Διδάσκει Γαλλικά και γνωρίζεται με τους Γρηγόρη Ξενόπουλο, Παντελή Χορν, Τίμο Μωραϊτίνη και Κώστα Ουράνη. Κάνει τις μεταφράσεις των έργων που ανεβάζει η Κυβέλη και ξεχειλίζει τις στήλες του περιοδικού «Φαντάζιο» του Αλέκου Μυράτ. Ο Ξενόπουλος προλογίζει το βιβλίο του «Διηγήματα» (1928)[3].

 

«Τιριτόμπα»

Με το ψευδώνυμο «Γιαννάκης» έγραφε το 1923, με το Φοίβος Ατρείδης έγραψε ελληνικούς στίχους για τη διάσημη Paloma του Yradier και για την Poema του Mario Melfi και με το Πωλ Μενεστρέλ έγραψε ελληνικούς στίχους για τις περισσότερες διεθνείς επιτυχίες της περιόδου 1930-1950, καθώς και στίχους για τραγούδια Ελλήνων συνθετών, όπως οι Γ. Βέλλας, Γρ. Κωνσταντινίδης, Α. Μαρτίνος, Ζ. Κορίνθιος, Χρ. Χαιρόπουλος, Μ. Σογιούλ, Θ. Σπάθης, Τ. Φαρουγγιάς, Μ. Πορτοκάλλης κ.ά. Στις οθόνες των κινηματογράφων και στις ετικέτες των δίσκων καθιερώθηκε το περίφημο «Στίχοι Πωλ Μενεστρέλ»[4].

«Μπάρμπα-Γιάννη με τις στάμνες / και με τα σταμνάκια σου / να χαρής τα μάτια σου» τραγουδούσαν και ξεφάντωναν οι κυράδες. «Ξετρέλανε τον κόσμο το ντουνιά / ωραία μπα, μοιραία μμμ, / γιατί έχει νιάτα, χάρη γλύκα τσαχπινιά / και σαν φανεί από καμιά γωνιά / της τραγουδάει όλ’ η γειτονιά» τραγουδούσαν οι ερωτοχτυπημένοι. Είναι το τραγούδι που γνωρίσαμε αργότερα σε εκτέλεση του Λουκιανού Κηλαϊδόνη. «Θέλω μαμά έν’ αντρούλη / λίγο νοστιμούλη / με ξανθά μαλλιά / να μην έχει ερωμένη / και να μη φορεί γιαλιά / για να είμαι ευτυχισμένη / και να μη μου αντιμιλά» τραγουδούσε η Ελένη Παπαδάκη στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και ψιθύριζαν με τσαχπινιά τα κορίτσια[5].

Και ενώ όλος ο κόσμος απολαμβάνει από τη φωνή του Πέτρου Επιτροπάκη το περίφημο «Τιριτόμπα» (1934) και τραγουδά «Τιριτόμπα, Τιριτόμπα / το φιλί σου είναι ζάχαρι γλυκό / Τιριτόμπα, Τιριτόμπα / είσαι μούρλια θηλυκό», ο Χιδίρογλου μεταφράζει θεατρικές κωμωδίες και οπερέτες για τον θίασο Παρασκευά Οικονόμου[6]. Επίσης, μεταφράζει ορατόρια, όπως τη Μαρία Μαγδαληνή (Μασενέ), «Εποχαί του Έτους» (Χάϋντεν), «Ιησούς στο όρος των Ελαιών» (Μπετόβεν) και «Στάμπατ Μάτερ» του Ροσίνι[7].

«Ψηφίστε τον Κοτζιά»

Διατηρώντας προσωπική φιλία με τον Κώστα Κοτζιά, παραμένει σχεδόν άγνωστο το γεγονός, ότι υπήρξε από τους πρωτεργάτες της εκλογής του ως Δημάρχου Αθηναίων (1934). Έγραψε το τραγούδι «Ψηφίστε τον Κοτζιά» που εξελίχθηκε σε σουξέ της εποχής: «Ψηφίστε τον Κοτζιά στις εκλογές / Να κλείσουν της Αθήνας οι πληγές»! Εξάλλου, ο Κ. Κοτζιάς ήταν κουμπάρος του, το 1951, όταν παντρεύτηκε την Κλαίρη Ι. Δαπόλλα, τη γυναίκα που ύμνησε με δεκάδες στίχους. Ήταν ο δεύτερος γάμος του, αφού για πρώτη φορά παντρεύτηκε, το 1939, την Ειρήνη Διαμαντή Φιλιππίδου με κουμπάρο τον Μιλτιάδη Σινιόσογλου[8].

Θύμα της λογοκρισίας το 1939, την επόμενη χρονιά όταν ξέσπασε ο πόλεμος θα γράψει το «Πω πω τι έπαθε ο Μουσολίνι» και το «Αγγλοελληνική Συμμαχία» που τραγούδησε η Σοφία Βέμπο. Μεταπολεμικά συνεχίζει να σπέρνει το μεράκι του. Με τους «Τρεις Καμπαλέρος» με τον Τόνη Μαρούδα (1947) ή το «Ω Μαμά», τη σάμπα με τον Σώτο Παναγόπουλο (1950), κάνοντας όλους να τραγουδούν «Για μια γλυκειά κοπέλλα / θα κάνω κάθε τρέλλα / ναι μαμά / γιατί την αγαπώ»[9]. Ο τεράστιος όγκος των στίχων του που έχουν μελοποιηθεί, αλλά και εκείνων που παραμένουν ανέκδοτοι ή δημοσιευμένοι σε περιοδικά και εφημερίδες συγκεντρώνονται από τον Σύλλογο των Αθηναίων, του οποίου υπήρξε εκλεκτό μέλος για να παραδοθούν στους μελετητές.

Ο Πωλ Μενεστρέλ έφυγε από τη ζωή στις 10 Ιανουαρίου 1992, σε ηλικία 89 ετών, αφήνοντας πίσω την αγαπημένη του Κλαίρη. Κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου[10], όπου τον ακολούθησε περίπου ένα μήνα αργότερα η καλή του σύζυγος σε ηλικία 74 ετών[11].

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Στης Πλάκας τις ανηφοριές» του αξέχαστου Τίμου Μωραϊτίνη

ΜΟΥΣΙΚΗ

Μεταβείτε στο άρθρο: «Στης Πλάκας τις ανηφοριές» του αξέχαστου Τίμου Μωραϊτίνη

Η αγαπημένη «Ομόνοια Πλας» της αξέχαστης Ρένας Βλαχοπούλου

ΘΕΑΤΡΟ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η αγαπημένη «Ομόνοια Πλας» της αξέχαστης Ρένας Βλαχοπούλου