Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στην Κομοτηνή στέκει αποκατεστημένο ένα κτίριο – σύμβολο της πόλης, το κτίριο της περίφημης Τσανακλείου Σχολής ή Αστικής Σχολής Τσανακλή ή Παλιά Πρυτανεία όπως το γνωρίζουν οι νεώτεροι. Το πανέμορφο αυτό κτίριο κρύβει στα σπλάχνα του το ελληνικό όνειρο, όπως εκφράστηκε από τον ακάματο Θράκα Νέστορα Τσανακλή (1850-1932), ο οποίος πλήρωσε την ανέγερσή του. Οι φιλίστορες Θράκες, τα τοπικά έντυπα και οι φορείς τιμούν συχνά τον ευεργέτη, ο οποίος ξεκίνησε παιδί ακόμη, 14 χρόνων, για να κατακτήσει τον κόσμο. Βρέθηκε απλός καπνεργάτης στην Αίγυπτο και έγινε ο πιο κραταιός καπνέμπορος. Η μάρκα των τσιγάρων του (Nestor) έγινε περιζήτητη σε όλο τον κόσμο. Ευεργέτησε την πατρίδα του και τον ελληνισμό της Αιγύπτου αλλά στάθηκε μάλλον άτυχος στην προσωπική του ζωή.
Ξεκίνησε πουλώντας χειροποίητα τσιγάρα αλλά έφθασε να αγοράσει το Παλάτι ενός πασά και να το μετατρέψει σε πρότυπο εργοστάσιο τσιγάρων. Το κτίριο σώζεται μέχρι σήμερα και στεγάζει το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐρου. Κοντά του είχε την Αθηνά Μπελαμόρε, την γυναίκα που αγάπησε. Γνώρισε μαζί του την θριαμβευτική άνοδο, την αριστοκρατία και τον πλούτο. Γεννημένη στην Αλεξάνδρεια, κόρη φτωχής ελληνίδας που πωλούσε τσιγάρα, ορφανή από πατέρα, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση αλλά προικισμένη με ομορφιά.
Πορεύτηκαν πολλά χρόνια μαζί. Εκείνος δημιουργούσε αδιάκοπα. Λόγω της υψηλής φορολογίας που επιβαλλόταν στην εισαγωγή τσιγάρων στις ΗΠΑ, επεκτάθηκε στην Βοστώνη, διέθετε υποκαταστήματα σε Φραγκφούρτη και Λονδίνο[1], ενώ πολλά χρόνια νωρίτερα είχε επεκτείνει τις δραστηριότητές του στη Γενεύη. Ο αείμνηστος Μάνος Χαριτάτος και η Πηνελόπη Γιακουμάκη στο έργο τους για την ιστορία του ελληνικού τσιγάρου περιγράφουν την ιλιγγιώδη πορεία του και τις εμπορικές επιτυχίες του.
Ανάλογες ήταν και οι προσφορές του στην πατρίδα και δεν έχουν ακόμη καταγραφεί σε όλη τους την έκταση. Ωστόσο, η γυναίκα του, η Αθηνά φαίνεται πως υπέκυψε στους πειρασμούς προκαλούσαν η ομορφιά και τα πλούτη της. Πολυσυζητημένα τα ταξίδια της στις λουτροπόλεις, ενώ «αι ερωτικαί της περιπέτειαι φερόμεναι επί των πτερύγων της φήμης έκαναν τον γύρον της Ευρώπης δια να ελκύσουν γύρω της και άλλους θαυμαστάς».[2] Ο γάμος τους διαλύθηκε το 1911 με απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών.[3] Ο Ν. Τσανακλής συνέχισε την επιτυχημένη πορεία του επεκτείνοντας τις επιχειρήσεις του στον τομέα της αμπελουργίας. Επλήγη ωστόσο οικονομικά στις αρχές της δεκαετίας 1930 λόγω των υπέρογκων δασμών και εξαγοράστηκε από την εταιρεία «Παπαστράτος».
Εκείνος, ο Νέστορας Τσανακλής, έφυγε από τη ζωή στην Αλεξάνδρεια το 1932, σε ηλικία 82 ετών, τιμημένος από την ελληνική κυβέρνηση με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με το οφφίκιο του Μεγάλο Άρχοντα. Με τη διαθήκη του, την οποία είχε συντάξει πέντε χρόνια νωρίτερα, άφησε γενική κληρονόμο του την ανεψιά του σύζ. Πιερράκου, δηλώνοντας πως δεν άφηνε κληροδοτήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς «διότι δεν επέτρεπε τούτο η θέσις του».[4] Όσο για εκείνη, την Αθηνά Μπελαμόρε, τα χρόνια είχαν σβήσει πλέον την ακτινοβολία της ομορφιάς της και τα κοσμήματα είχαν πάρει και αυτά την οδό της απωλείας. Έφυγε μόνη, χωρίς φίλους, άπορη και φιλοξενούμενη στο Πτωχοκομείο Αθηνών[5], τον Ιούνιο 1939[6].