Ο κεφάτος και ανεξάντλητος Θεόφραστος Ι. Σακελλαρίδης

Ανέβασε περίπου εκατό έργα και διακόσιες επιθεωρήσεις!

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

«Διάβολε! Ο Σακελλαρίδης είναι ελληνική μουσική δόξα» είχε αναφωνήσει το 1919 ο Τιμολέων Σταθόπουλος ακούγοντας τον 36χρονο τότε Θεόφραστο Σακελλαρίδη στον «Βαφτιστικό» του [1]. Πράγματι, εξελίχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες της χώρας. Καταγόμενος από το Λιτόχωρο, αλλά γεννημένος στην Αθήνα το 1883, ήταν γιος του διαπρεπούς μουσικοδιδάσκαλου Ιωάννη Σακελλαρίδη (1853-1938), ενώ η μητέρα του καταγόταν από την Ύδρα.

 

Θεόφραστος Σακελλαρίδης (1883-1950)

 

Πατρικές διδαχές

Τον Θεόφραστο μύησε στα μυστήρια της τέχνης της μουσικής ο πατέρας του. Ήταν προικισμένος και εκείνος με θαυμάσια φωνή και πέραν της φιλολογίας που σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, φρόντισε να καλλιεργήσει τις γνώσεις του στην νεώτερη αλλά και στην βυζαντινή μουσική. Παρά τις αντιδράσεις που σημειώθηκαν, ο πατέρας Σακελλαρίδης, ο οποίος δίδαξε στα σημαντικότερα σχολεία των Αθηνών, εξέδωσε και δικές του παραλλαγές στους εκκλησιαστικούς ύμνους και υπήρξε επί πολλά έτη ιεροψάλτης.

Ελάχιστα αναφέρονται για τον Ι. Σακελλαρίδη που προίκισε τον γιο του με ταλέντο. Δίδαξε επί μακρά σειρά ετών στην Ριζάρειο Σχολή, στο Διδασκαλείο και στο Αρσάκειο και χρημάτισε ιεροψάλτης στους σημαντικότερους ναούς των Αθηνών. Ωστόσο, διέπρεψε ως μουσικοσυνθέτης και στην ευρωπαϊκή παρασημαντική έγραψε και εξέδωσε τις μελωδίες πλείστων όσων δημοτικών ασμάτων. Επίσης μελοποίησε αρκετά ποιήματα εκλεκτών Ελλήνων ποιητών του 19ου αιώνος για χρήση στα σχολεία.

Προγράμματα έργων του Θ.Ι. Σακελλαρίδη. Αρχείο Θεάτρου «Σύλλογος των Αθηναίων».

 

Η «Μαμζέλ Νιτούς»

Σε αυτό το περιβάλλον ανατράφηκε ο γιος του Θεόφραστος, ο οποίος σπούδασε σε Αθήνα, Γερμανία και Ιταλία. Σε ηλικία περίπου είκοσι ετών, έδωσε επιτυχημένες συναυλίες με τον πατέρα του και τον βαρύτονο αδελφό του στην Ευρώπη. Το 1904 έγραψε μουσική για τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, τις οποίες ανέβασε στην «Νέα Σκηνή» του Χρηστομάνου και σε μετάφραση Πολύβιου Δημητρακόπουλου. Η πρώτη εκείνη εργασία του επικρίθηκε, αλλά το ταλέντο του δεν ήταν τα αρχαία έργα και τα μελοδράματα που παρουσίασε αργότερα. Όπως έγραψε ο Γιάννης Σιδέρης, ο οποίος πρώτος έκανε και αποτίμηση του έργου του [2].

Όταν ανέβηκε στην Ελλάδα η πρώτη οπερέτα, η «Μαμζέλ Νιτούς» (1908), ήταν ήδη ώριμος. Δίδαξε τους ηθοποιούς τα τραγούδια με την ταχύτητα και την σιγουριά που ταίριαζε σε ανθρώπους της σκηνής. Από τότε η παραγωγή του θεωρείται εντυπωσιακή αφού ανέβασε περίπου εκατό έργα και περισσότερες από διακόσιες επιθεωρήσεις! Ήρθε εποχή που τα χείλη, τα πιάνα, οι ρομβίες και οι νυχτερινές κανταδίτσες της εποχής δονούντο από τις νότες της εύθυμης μουσικής του Θ. Σακελλαρίδη.

 

«Παραπήγματα»

Όταν παίζονταν τα «Παραπήγματά» του (1914) πάνω σε λιμπρέτο του Νικόλαου Λάσκαρη. Η Αθήνα τα βράδια αλλά και τις ημέρες με τις ρομβίες ζούσε ένα μουσικό παραλήρημα. Ως συνθέτης έκανε στην οπερέτα ό,τι ο Ξενόπουλος στην πρόζα, υποστήριξε ο Γ. Σιδέρης, προσθέτοντας πως έζησε ζωή σεμνή και στάθηκε στο θέατρο αξιοπρεπής και σοβαρός. Με την ευγενική και πολιτισμένη παρουσία του και την ευθύτητά του τιμούσε την έννοια της πνευματικότητας.

Τα τραγούδια και οι άριές του μπήκαν στην ελληνική ψυχή, έγιναν παλμοί, συγκινήσεις και εκρήξεις χαράς, όπως εύστοχα έγραψε ο Βασίλειος Ηλιάδης [3]. Το Καρναβάλι του 1916 ζούσε κάτω από την μελωδία του δικού τραγουδιού: «Σφίξε με κ’ ενωμένα / τα χείλη ας μένουν…». Χαρούμενο και πεταχτό μοτίβο της λαϊκής ευθυμίας ήταν το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που εξελίχθηκε σε μαιτρ της μουσικής κωμωδίας και της ελληνικής οπερέτας.

 

Οπερέτα

Εξάλλου, ο Θ. Σακελλαρίδης, θεωρείται εκ των θεμελιωτών της οπερέτας. Συνέγραψε περισσότερα από 42 μελοδραματικά έργα, κυρίως οπερέτες και ανάμεσά τους το «Στοιχειωμένο Γεφύρι» και την «Περουζέ». Ανέβηκαν κατά καιρούς από διάφορους θιάσους και αγαπήθηκαν, διότι ο Σακελλαρίδης γνώριζε τον τρόπο να συνταιριάζει την ελαφριά και ανώδυνη σάτιρα με επίκαιρα θέματα και ευχάριστη μουσική.

Γι’ αυτό από νωρίς ο Τιμ. Σταθόπουλος έγραφε πως «από την Κηφισιά έως την Φαληρική ακτή πέρα-πέρα παίζουν και τραγουδούν και απολαμβάνουν όλοι οι Αθηναίοι, νέοι, γέροι, γρηές, κορίτσια∙ παντού Σακελλαρίδης, Εθνικός άρα συνθέτης» [4]. Αλύγιστος σε εμπνεύσεις και παραγωγικότητα, ακόμη και στις πλέον δύσκολες συνθήκες, υπήρξε συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας ο ίδιος. Εύθυμος, χιουμορίστας, με έμπνευση και αγνότητα και έχοντας πάντα ένα χαμόγελο στα χείλη.

 

Τραγούδια για συναυλίες και ρεσιτάλ σε μουσική και στίχους του Θ.Ι. Σακελλαρίδη. Εξώφυλλο παρτιτούρας «Κάνεις πως θυμώνεις», Εκδόσεις ΣΤΑΡΡ. Αρχείο Μουσικής «Σύλλογος των Αθηναίων».

Η αποχώρηση

Έφυγε από την ζωή, στις 2 Ιανουαρίου 1950, στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού σε ηλικία 67 ετών και ενώ πολλά μπορούσε ακόμη να προσφέρει στο κοινό. Ο άνθρωπος που επί μισό αιώνα προσέφερε κέφι και χαμόγελο, πέρασε τα τελευταία του χρόνια προσπαθώντας να επιβιώσει. Χτυπημένος από καρκίνο του ήπατος υποχρεωνόταν να παίζει πιάνο σε λαϊκά θέατρα για να εξασφαλίζει τα προς το ζην. Ο Μανώλης Καλομοίρης, ήδη Ακαδημαϊκός το 1950, τον αποχαιρέτησε.

Έγραφε πως η μελωδία του ευφραίνει τις ψυχές και τους χαρίζει την ξέγνοιαστη λησμονιά των λικνιστικών ρυθμών της. «Άσχετα από την τεχνική και αισθητική αξία του έργου του, ο Σακελλαρίδης στάθηκε κάτι πολύ περισσότερο και σημαντικότερο για την Ελληνική μουσική από ένας συνθέτης ωραίας μουσικής. Υπήρξεν ένας αληθινός δημιουργός, ο δημιουργός της Ελληνικής οπερέττας», πρόσθεσε ο Μ. Καλομοίρης [5].

 

Σκίτσο του Θ. Σακελλαρίδη δημοσιευμένο στον Τύπο (1950).

 

Η «Εστία»

Με τον δικό της τρόπο αποχαιρέτησε τον πρωτεργάτη της ελληνικής μουσικής ανθήσεως η εφημερίδα «Εστία» γράφοντας [6]: «Τι χάνει με τον θάνατον του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, το Ελληνικόν μουσικόν θέατρον, δεν το ξεύρουν μόνον όσοι έχουν ως επάγγελμα την μουσικήν και το τραγούδι, αλλά και όλος ο κόσμος που αγαπά την ελαφράν μουσικήν. Ο Σακελλαρίδης ήτο ο πρώτος από τους δύο ή τρεις μουσικοσυνθέτας, που ανεμόρφωσαν το ελαφρόν μας θέατρον, το απήλλαξαν από τον αμανέ και έφεραν την μουσικήν του εις την ψυχήν και τα χείλη του καθενός. Τα τραγούδια που έγραψεν εις τα «Παραπήγματα», εις τα πολεμικά «Παναθηναία», καθώς και ένα πλήθος άλλων μελωδιών, που περιέλαβεν εις τας αναριθμήτους οπερέττας του, τον κατέστησαν δημοφιλή εις το πανελλήνιον.

»Το τραγούδι του από τον «Βαπτιστικόν» που αρχίζει με τον στίχον «Ψηλά στο μέτωπο περνούμε τον καιρό μας», έγινε σύμβολον και ο εκλιπών συνθέτης είχε την πατριωτικήν ικανοποίησιν ν’ ακούη ότι εφέρετο, κυριολεκτικώς, επί πτερών ανέμου, αντιλαλήσαν εις όλας τας περιοχάς όπου επολέμησεν ο στρατός μας, από της Ουκρανίας μέχρι της Μικράς Ασίας.          Αλλά και εις την σοβαρωτέραν μουσικήν ο αείμνηστος Θεόφραστος έδωσεν επιτυχείς εξετάσεις. Η «Περουζέ», το μόνον μελόδραμα του Σακελλαρίδη, θα μείνη εις το Ελληνικόν μουσικόν ρεπερτόριον διά να ενθυμίζη πάντοτε το όνομά του ως συνθέτου. Αν επρόκειτο να προσθέση κανείς δύο ακόμη λέξεις, θα ήσαν ένα εγκώμιον διά τον άνθρωπον, εκτός της επαγγελματικής του ιδιότητος, ένα άνθρωπον αληθώς ευπρεπή, πνευματώδη και αγαθώτατον».

 

Εξώφυλλο παρτιτούρας «Ξεγελάστρα» σε στίχους και μουσική Θ.Ι.Σακελλαρίδη αφιερωμένη στον καλλιτέχνη Π. Επιτροπάκη, Εκδόσεις ΣΤΑΡΡ. Αρχείο Μουσικής «Σύλλογος των Αθηναίων»

Δημοσία δαπάνη

Κηδεύθηκε δημοσία δαπάνη, σε τάφο που παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων. Πολλά από τα έργα του σιγοτραγουδιούνται ακόμη. Ο «Βαφτιστικός» του συνεχίζει να ενθουσιάζει. Το 1968 ανέβηκε πανηγυρικά στα «Ολύμπια», όπου εκτός από τις γλυκύτατες μελωδίες του παρουσιάσθηκαν μερικές φωτογραφίες, λίγες αφίσες και δίσκοι γραμμοφώνου. Συνεχίζει δε να ανεβαίνει με επιτυχία έναν αιώνα μετά, όπως εξάλλου και πολλά ακόμη έργα του.

Και όπως έγραφε ο Μ. Καλομοίρης αποχαιρετώντας τον: «Κι αν χάθηκε ο γλυκόλαλος τραγουδιστής, ο αχός της φλογέρας του μένει. Αχολογάει πάντα ολόθερμος και ζωντανός μέσα στις ψυχές και τις καρδιές μας και θα αντιλαλάει πάντα όπου Ελλάδα και Ελληνισμός σαν το θρόισμα στα κλαριά των πεύκων, όταν το δειλινό αεράκι τα αργοκινάει με το ανάλαφρο πέρασμά του, και θα μας δροσίζει και θα μας ξεκουράζει από τον μόχθο και τον κάματο της σκληρής δουλειάς και τις πίκρες της καθημερινής ζωής» [7].

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία» 21 Ιουνίου 2024

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτριος Ρόδιος: Ο υμνωδός των Αθηνών

ΜΟΥΣΙΚΗ

Μεταβείτε στο άρθρο: Δημήτριος Ρόδιος: Ο υμνωδός των Αθηνών

Ο Γιάγκος Αποστόλου από το Μενίδι, που ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Ο Γιάγκος Αποστόλου από το Μενίδι, που ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου

Ο Επτανήσιος πρωτομάρτυρας της ελληνικής μουσικής Σπυρίδων Ξύνδας

ΜΟΥΣΙΚΗ

Μεταβείτε στο άρθρο: Ο Επτανήσιος πρωτομάρτυρας της ελληνικής μουσικής Σπυρίδων Ξύνδας