Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Οι λάτρεις του ελληνικού κινηματογράφου θα θυμούνται σίγουρα τη φυσιογνωμία του αν όχι και το ονοματεπώνυμό του. Ο γεννημένος στη Σύρο το 1872 Αθανάσιος Μαρίκος υπήρξε ένας από τους αγαπημένους στο κοινό ηθοποιούς. Ήταν μία φυσιογνωμία με ευρύτερο περιεχόμενο τέχνης ψυχής και σκέψης, όπως έγραψε ο Ρόδιος[1] όταν τον ξεπροβόδισε στο τελευταίο του ταξίδι. Ένα ταξίδι που ελάχιστοι έμαθαν με αποτέλεσμα να μην διαθέτουμε μέχρι σήμερα έστω και τα βασικά βιογραφικά στοιχεία του ανθρώπου που επέλεξε το σανίδι του θεάτρου από τα μαθητικά του χρόνια και έμεινε μέχρι τέλους πιστός στην επιλογή του. Στην αθανασία τον παρέδωσε ο κινηματογράφος αφού συμμετείχε σε ταινίες που γυρίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας 1930.
Μόλις τέλειωσε το γυμνάσιο επιδόθηκε στο θέατρο, το οποίο αγάπησε μέχρι λατρείας και αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστή χαρακτηριστικών ρόλων σε δράματα και κωμωδίες. Νεότατος ακόμη συνεργάστηκε με εκλεκτούς θιάσους, όπως ήταν των Ταβουλάρη, Αλεξιάδη, Βερώνη και Παρασκευοπούλου και αργότερα της Κοτοπούλη και της Κυβέλης, όπου διακρίθηκε υποδυόμενος διάφορους τύπους. Κατέχοντας το εξαιρετικό ταλέντο της μεταμορφώσεως του προσώπου του, καταξιώθηκε σύντομα ώστε το 1904, όταν ήταν 32 ετών, έδινε τιμητική παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών (Πλατεία Κοτζιά) με το έργο «Κάνε μου κόρτε»[2].
Άνθρωπος εύθυμος και πνευματώδης διακρινόταν για τα λογοπαίγνιά του, με τα οποία συναγωνιζόταν τον περίφημο τύπο και φίλο του Ανδρέα Νικολάρα[3]. Πρόλαβε να γνωρίσει και να υπηρετήσει την τέχνη του κινηματογράφου συμμετέχοντας τουλάχιστον σε τρεις ταινίες. Συμμετείχε πρώτα στα «Γαλάζια Κεριά» του Μιχαήλ Κουνελάκη (Απρίλιος 1930), με την Ρίτα Μυράτ και τον Παρασκευά Οικονόμου, Στη συνέχεια έλαβε μέρος στην περίφημη ταινία «Λαγιαρνί» της οποίας η υπόθεση στηρίχτηκε στον μύθο του μαύρου προβάτου. Σ’ αυτήν πρωταγωνίστησε με την Ρίτα Μυράτ και τους Άρη και Νίκο Βλαχόπουλο[4].
Τέλος, έλαβε μέρος στην ταινία «Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου (1931), στην οποία συμμετείχε η αδικοχαμένη Ελένη Παπαδάκη, αλλά και η σύζυγός Αιμιλία, η οποία πολλές φορές είχε εμφανιστεί μαζί του και στο θέατρο. Σημειωτέον ότι η Αιμιλία Μαρίκου εμφανίστηκε και στην ταινία «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» (1932) με πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη τον Δημήτριο Τσακίρη[5]. Σε διάστημα τεσσάρων δεκαετιών θεατρικής και κινηματογραφικής ζωής σκόρπισε άφθονο πνεύμα και γοήτευσε με την ευγένεια και την μιμητική του τέχνη.
Ίσως αυτή η δυνατότητα να χαρακτήρισε και την καριέρα του. Το γνώριζε βεβαίως και ο ίδιος, γι’ αυτό φρόντισε να φωτογραφηθεί στην οδό Σταδίου και σε δώδεκα φωτογραφίες να αποδώσει διαφορετικά συναισθήματα. Χαρά, λύπη, ενθουσιασμό, απόγνωση, γέλιο, τρόμο, αδιαφορία, ικεσία, αγρίεμα, αποβλάκωμα, εξυπνάδα και καλωσύνη[6]. Συναισθήματα που έπαιρναν την μορφή τέχνης στο πρόσωπο του Μαρίκου. Ένας μορφασμός του Μαρίκου άξιζε όσο και ένας πρώτος ρόλος. Ακόμη και το σύντομο πέρασμά του από τη σκηνή μπορούσε να δώσει τόνο και ατμόσφαιρα σε ένα έργο. Ο αξιοπρεπής και εκλεκτός ηθοποιός ευτύχησε ακόμη να διδάξει επί πολλά χρόνια την τέχνη του μακιγιάζ, ενώ αποσύρθηκε από την ενεργή δράση το 1931 και ονειρευόταν να γιορτάσει την τεσσαρακονταετηρίδα του με ένα λεύκωμα. Είχε ζητήσει για τον σκοπό αυτό τις γνώμες των σημαντικότερων ανθρώπων των γραμμάτων και του θεάτρου, αλλά η μοίρα δεν του επέτρεψε να δοκιμάσει αυτή την υπέρτατη καλλιτεχνική ευχαρίστηση. Ο Αθανάσιος Μαρίκος έφυγε από τη ζωή στις 4 Ιανουαρίου 1932, από συγκοπή της καρδιάς αφήνοντας πίσω τη σύζυγο και μία θυγατέρα[7].