Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τα ζητήματα στέγης ήταν από τα πλέον σημαντικά που καλούνταν να αντιμετωπίσουν όσοι επιθυμούσαν κάποτε να κατοικήσουν στην πρωτεύουσα. Τα πανάκριβα ενοίκια οδηγούσαν τους φτωχούς ανθρώπους να στοιβάζουν τις φαμίλιες τους στα χαμόσπιτα των λαϊκών συνοικιών και κάθε χρόνο, την 1η Σεπτεμβρίου, να μετακομίζουν από τη μία αυλή στην άλλη. Οι συνθήκες που επικρατούσαν προφανώς τροφοδότησαν και το θολωμένο μυαλό του Γιάννη Σάμιου που νόμιζε ότι όλα τα σπίτια των Αθηνών ήταν δικά του! Αρκετά έχουν γραφεί για τον απίθανο αυτό τύπο, αλλά τίποτε για την ταυτότητά του.
Καταγόταν από τη Σάμο και είχε γεννηθεί το 1858. Βρέθηκε στην Αθήνα αναζητώντας κι αυτός μια καλύτερη τύχη. Δεν γνωρίζουμε πως έφτασε να γυρνά στους δρόμους της πόλης φορώντας ένα γιλέκο φορτωμένο με παράσημα. Υποστήριζε ότι ήταν ο αποκλειστικός ιδιοκτήτης όλων των ακινήτων της πρωτευούσης και των περιχώρων, όπως έγραψε ο κεφάτος Κωνσταντίνος Σκόκος («Σατανάς»). Κρατώντας μαγκούρα, εμφανιζόταν πάντα βιαστικός. Πήγαινε να εισπράξει τα καθυστερούμενα ενοίκια. Ωστόσο, γρήγορα τον πήραν… χαμπάρι οι επιτήδειοι και τον προμήθευαν με δήθεν νέους τίτλους ιδιοκτησίας! Παλιόχαρτα μουτζουρωμένα, με πεντάλφες, βουλοκέρια και μούντζες.
Εκείνος τα έπαιρνε παραμάσχαλα και γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι για να εισπράξει. Πάντα διαμαρτυρόταν έντονα διότι δεν του κατέβαλαν τα ενοίκια. Στο τέλος όμως αρκούνταν στο φράγκο ή στο δίφραγκο που του έδιναν και συνέχιζε παραπέρα. Εξάλλου είχε τόση δουλειά αφού είχε μπλέξει με κακοπληρωτές! Μάλλον αισθανόταν ευτυχής από το γεγονός πως όλοι του όφειλαν αλλά δεν του έδιναν τα ενοίκιά του. Όπως έγραψε ο Σκόκος αντί να βασανίζεται ως απένταρος, όπως τόσοι και τόσοι ισορροπημένοι και φρόνιμοι, ακολούθησε τον δικό του δρόμο.
Μια καλοκαιρινή μέρα περνούσε ο κυρ Γιάννης, όπως τον γνώριζαν όλοι, από την οδό Σταδίου. Παρακολουθούσε ανήσυχος κάποιους εργάτες που προσπαθούσαν με τροχαλία να ανεβάσουν ένα ογκώδες μάρμαρο. Ανήσυχος, έδινε εντολές στους… εργάτες του να προσέχουν μη του κάνουν καμιά ζημιά. Αφού τέλειωσε η εργασία και το μάρμαρο αποτέθηκε με ασφάλεια, σκούπισε τον ιδρώτα του, φόρεσε τη ρεπούμπλικά του και αποχώρησε κάτω από τους αλαλαγμούς των χαμινιών. Πήγαινε να επιθεωρήσει κάποια άλλη οικοδομή του. Ως μεγαλοϊδιοκτήτης είχε βεβαίως και τις κοινωνικές του σχέσεις. Διατηρούσε καθημερινή αλληλογραφία με Ευρωπαίους ηγέτες, όπως ο Κάϊζερ!
Εξάλλου, είχε στα σκαριά και τον γάμο του με την κόρη κάποιου Άγγλου πολιτικού. Αλλά ο κυρ Γιάννης, εκτός από μερικά ψωροεκατομμύρια που του έδιναν για προίκα απαιτούσε και έναν στόλο. Οπότε τα συνοικέσιο ναυάγησε και έστρεψε πλέον το βλέμμα του σε κάποια γόνο Γαλάτη αριστοκράτη, την οποία του προξένευε καφετζής της οδού Σοφοκλέους. Εκείνος διεξήγαγε τις κρυφές διαπραγματεύσεις και ο κυρ Γιάννης περιοριζόταν σε φωτογραφία της που φύλαγε καλά κρυμμένη στον κόρφο του. Ίσως να την απολάμβανε τις στιγμές που έμενε μόνος σε μια φτωχική καμάρα όπου ζούσε. Διότι απ’ όλη την Αθήνα, της οποίας τα κτίρια ήταν στην ιδιοκτησία του, μόνον εκείνη η καμάρα δεν ήταν δική του και μόλις και μετά βίας κατέβαλε τις 2-3 δραχμές που χρειαζόταν για το ενοίκιο. Μέχρι που εξεμέτρησε το ζην ο «ιδιοκτήτης των Αθηνών», ένα κρύο βράδυ, στις 17 Ιανουαρίου 1908, σε ένα δωμάτιο του Δημοτικού Νοσοκομείου Αθηνών και με διάγνωση «περιεσφιγμένη κήλη». Ήταν πενήντα ετών και πήγε επιτέλους σε μια κατοικία που ήταν δική του, όπως έγραψε ο Τ. Μωραϊτίνης.