Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Γεννήθηκε στο Μενίδι της Αττικής το 1860, έζησε τα νεανικά χρόνια του στο Κολωνάκι και τη Νεάπολη των Αθηνών, αναστάτωσε τους δρόμους με τις καντάδες του και έφυγε από τη ζωή θριαμβευτικά, ως λυρικός υψίφωνος στη Νεάπολη της Ιταλίας. Πρόκειται για τον Ιωάννη (Γιάγκο) Αποστόλου. Αφού πέρασε την πρώτη νεότητά του μεταξύ ενός ποτηριού μπίρας και μιας κιθάρας, βρέθηκε στη μικρή σκηνή ενός θεάτρου στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου και από εκεί στις επίσημες ευρωπαϊκές σκηνές και στην έπαυλη του βασιλιά Ουμπέρτου Α΄. Ευτύχησε να είναι από τους πρώτους Έλληνες που έκαναν διεθνή καριέρα και από τους πρώτους που ηχογραφήθηκαν!
Ο Γιάγκος Αποστόλου, στα είκοσι χρόνια του, ήταν ήδη γνωστός στη συνοικία της Νεάπολης. Όχι ως βοηθός γραφέας στα δικαστήρια ή αργότερα ως υπάλληλος του Εθνικού Τυπογραφείου, αλλά ως νεαρός που αναστάτωνε με τη φωνή του τα αθηναϊκά δρομάκια τις νυκτερινές ώρες. Το δρομολόγιο της ζωής του ταυτιζόταν με εκείνο χιλιάδων παιδιών της Αττικής, που έφταναν στο κέντρο της πόλης για το σχολείο. Η επιθυμία της βασίλισσας Όλγας να πλουτίσει τη λειτουργία στο Ανακτορικό Παρεκκλήσι των Αθηνών τον έφερε –παιδί ακόμη- μέλος στη χορωδία και τους δρόμους της ωδικής. Όπως ήταν φυσικό, αργότερα σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών και φρόντιζε μανιωδώς να τρυγά τις ομορφιές της ζωής.
Υπήρξε ένας από τους μαθητές που δίδαξε αφιλοκερδώς ο σπουδαίος συνθέτης, μουσικός παιδαγωγός και ποιητής Αλέξανδρος Κατακουζηνός (1824-1892), ο οποίος είχε δημιουργήσει και τη χορωδία του Ανακτορικού Παρεκκλησίου. Εν τω μεταξύ, επέστρεψε και ο Ναπολέων Λαμπελέτ από την Ιταλία και η «μουσική παρέα» εκγυμνάστηκε στην ευρωπαϊκή τετραφωνία για την εκκλησιαστική μουσική. Αλλά ο δρόμος δεν ήταν εύκολος. Λίγο έλειψε να ξυλοκοπηθούν από τους πιστούς μόλις εμφανίσθηκαν στα εγκαίνια του Αγίου Λουκά Πατησίων. Χειρότερα κόντεψαν να πάθουν στη Χρυσοσπηλιώτισσα, αλλά και στο Φάληρο. Μόνο στο Μαρούσι μπόρεσαν να εμφανιστούν χάρη και στην παρουσία του Ανδρέα Συγγρού, ο οποίος και γοητεύτηκε.
Το σχήμα ουσιαστικά διαλύθηκε και τα μέλη του συνέχισαν πλέον ως σολίστες σε διάφορες συναυλίες, αποκριάτικες και εθνικές γιορτές. Αλλά τότε (1887) εμφανίστηκε ως από μηχανής θεός ο Σπυρίδων Ξύνδας με τον «Υποψήφιο βουλευτή» του. Ο Αποστόλου κάνει το ντεμπούτο του και αποθεώνεται, όπως και οι άλλοι πρωταγωνιστές (Λαλαούνης, Στρουμπούλης, Λάνδης κ.ά.). Ένας φιλόμουσος ράφτης, ονόματι Καραγιάννης, ήταν εκείνος που πίστεψε σ’ εκείνον το θίασο και διέθεσε χρήματα για να συνεχίσει τις δραστηριότητές του. Ο Αποστόλου θριάμβευσε, όμως ο θίασος διαλύθηκε.
Η σύζυγός του όμως ήταν ο κινητήριος μοχλός που οδήγησε τα βήματά του στο Μιλάνο. Εκεί για καλή του τύχη γνώρισε τη μητέρα του γνωστού μουσουργού Σπύρου Σαμάρα, την Αγγλίδα Fanny Louise Courtenay, η οποία τον παρουσίασε στο μαέστρο Felice Pozzi. Όσα ακολούθησαν μοιάζουν με ένα καλοστημένο παραμύθι. Σκάλα του Μιλάνο, Τορίνο, Νάπολη, Αθήνα, Πάτρα, Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Οδησσός κ.ά. Καριέρα θυελλώδης και εξαντλητική.
Επί μία εικοσαετία ο Γιάγκος από το Μενίδι πρωταγωνίστησε στις εξελίξεις του διεθνούς λυρικού θεάτρου. Έγινε ο «φίλος της καρδιάς» του Σπύρου Σαμάρα, τον αναζητούσαν τα μεγαλύτερα θέατρα και γνώρισε μοναδικές στιγμές δόξας. Σύγχυση επικράτησε για την ημερομηνία θανάτου του σπουδαίου αυτού Μενιδιάτη, ο οποίος σύμφωνα με τα επίσημα ληξιαρχικά στοιχεία έφυγε από τη ζωή στις 28 Αυγούστου 1905, έχοντας μόλις συμπληρώσει τέσσερις δεκαετίες ανήσυχης και δημιουργικής ζωής. Ήταν ο πρώτος Έλληνας του οποίου η φωνή διασώθηκε σε ηχογράφηση. Τον αποχαιρέτησε ο συνάδελφός του στην τέχνη και τη δόξα Κώστας Νικολάου (1870-1939) γράφοντας πως έφυγε «ο Γιάγκος μας! ο Αποστόλου! η κατ’ εξοχήν γλυκόλαλος των Αθηνών αηδών, η προ πολλού ξενιτευθείσα, εσίγησεν!».