Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Συμπληρώνονται 80 χρόνια από τότε που εγκατέλειψε τα γήινα ο Γιαννούλης Χαλεπάς (14 Αυγούστου 1851 – 15 Σεπτεμβρίου 1938). «Ήτο από την χορείαν εκείνην των καλλιτεχνών, που νομίζει κανείς ότι εμφυσούν πνοήν εις το μάρμαρον και ότι αποτυπώνουν ζωντανά τα αισθήματα εις το πρόσωπον», όπως έγραφε ο Τύπος της εποχής.[1] Επιλέγουμε να ασχοληθούμε με το πιο γνωστό έργο του ταλαιπωρημένου καλλιτέχνη, την «Κοιμωμένη» του. Κανένα άλλο μνημείο δεν απέκτησε στην νεοελληνική εποχή τόση φήμη. Έγινε πανελλήνιος θρύλος και έθρεψε τη λαϊκή φαντασία. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε να απαιτείται η αποκατάσταση όσων έχουν γραφεί για τη Σοφία Αφεντάκη και σταδιακώς μετατρέπονται σε αστικούς μύθους.
Κάποια περίεργη μοίρα συνέδεσε το σώμα της κόρης που αποχαιρέτισε νωρίς την ζωή με το μνημείο που στήθηκε επάνω στον τάφο της. Υπέφερε εκείνη χτυπημένη από τη φυματίωση, υπέφερε όμως και η γλυπτή αποτύπωσή της, γνωρίζοντας πρωτοφανείς περιπέτειες. Παρά το γεγονός ότι σημαντικός συντελεστής για τη φήμη του στάθηκε ο τόπος που στήθηκε, το Κοιμητήριο των Αθηνών, κάποιοι θέλησαν να την απομακρύνουν από εκεί. Πληροφορίες θέλουν να επιμένουν ακόμη. Αλλά όπως έγραφε ο Μαρίνος Καλλιγάς «μόνο στο Κοιμητήριο, στο Α’ Νεκροταφείο των Αθηνών, για κει που έγινε, έχει τη θέση της και το νόημά της, κάτω από τα πένθιμα κυπαρίσσια του 19ου αιώνα και δίπλα στ’ άλλα λευκά μαρμάρινα μνημεία»![2]
Μύθοι και φαντασίες
Η Σοφία Αφεντάκη, θυγατέρα της Ελένης και του Κωνσταντίνου Οικονόμου Αφεντάκη, έφευγε από τη ζωή στις 17 Δεκεμβρίου 1873. Πρόκειται περί της περίφημης «Κοιμωμένης» με την οποία συνέδεσε τη μοναδική του δεξιοτεχνία ο γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς. Η εμβληματική αυτή για την ιστορία των Αθηνών και των Τεχνών περίπτωση κακοποιείται διαρκώς και βαναύσως από τη συνήθη ατεκμηρίωτη, παραπλανητική και πολλές φορές προσβλητική προχειρογραφία. Και τι δεν έχει γραφεί για το άτυχο εκείνο κορίτσι. Λανθασμένες ημερομηνίες γέννησης και θανάτου, ανάρμοστες πράξεις, αλλοίωση της οικογενειακής ιστορίας των σπουδαίων Αφεντάκηδων και μακρά σειρά ανακριβειών οι οποίες απομακρύνουν εντελώς τους αναγνώστες από το ιστορικό πλαίσιο και την πραγματικότητα. Προσπαθώντας να εξάρουν τα κάλλη της, έγραψαν πως παρέες φοιτητών οργάνωναν εκδηλώσεις σε ταβέρνες προς τιμήν της.
Ανάμεσά τους περιλαμβάνουν τον περίφημο μουσικό Μανώλη Καλομοίρη, ο οποίος όμως γεννήθηκε δέκα χρόνια μετά τον θάνατό της. Πως ταξίδεψε το 1878 στην Ιταλία και ερωτεύθηκε έναν τενόρο. Ο,τι σχετίστηκε μαζί του και επειδή την απομόνωσε ο πατέρας της, έπεσε σε μελαγχολία και ήπιε δηλητήριο, δηλαδή αυτοκτόνησε. Στη συνέχεια πως αυτοκτόνησε και ο τενόρος Μάριο, που ήταν ο τραγουδιστής όπερας Τζιοβάννι Ματέο ντε Κάντια. Εν ολίγοις υποστηρίζουν πως η Σοφία Αφεντάκη ταξίδεψε στην Ιταλία πέντε χρόνια μετά τον θάνατό της. Επίσης ότι ερωτεύθηκε έναν κατά 46 χρόνια μεγαλύτερό της καλλιτέχνη, ο οποίος αυτοκτόνησε για χάρη της. Τι κι αν ο Μάριο πέθανε σε ηλικία 73 ετών, δέκα χρόνια μετά τη Σοφία Αφεντάκη. Αυτά γράφονται και διανθίζονται με… γαργαλιστικές λεπτομέρειες. Αλλά η ρομαντική εκείνη και αθώα ύπαρξη δεν ήταν δυνατόν να βιώνει τέτοιες καταστάσεις. Ήταν ένα ασθενικό κορίτσι, το οποίο νωρίς χτυπήθηκε από τη φυματίωση.
Αδιάψευστος μάρτυς
Γι’ αυτό οι γονείς της προτιμούσαν να περνά μεγάλα χρονικά διαστήματα στον τόπο καταγωγής τους, στην Κίμωλο. Γεννημένη το 1855 ή το 1856, σύμφωνα με τη ληξιαρχική πράξη θανάτου, η Σοφία, εμφάνισε μεγαλώνοντας όλα τα χαρακτηριστικά που ήθελε ο ρομαντισμός της εποχής για τα κορίτσια. Ήταν όμορφη αλλά ασθενική. Το πρότυπο δηλαδή των ρομαντικών ποιητών που σαγηνεύοντο να γράφουν για τη σχέση έρωτα και θανάτου. Σημειωτέον ότι αρκετά χρόνια αργότερα (1889), η οικογένεια Αφεντάκη έχασε ακόμη ένα κορίτσι, τη 14χρονη Ευγενία, κόρη τρίτου αδελφού, του Γεράσιμου Αφεντάκη.
Ο πατέρας της, ο γνωστός εύπορος έμπορος Κωνσταντίνος Οικονόμου Αφεντάκης και η γυναίκα του Ελένη, είχαν στραμμένα τα βλέμματά τους στη μικρή και μονάκριβη πριγκίπισσα. Η διάγνωση της ασθενείας, τους βύθισε σε θλίψη από την οποία δεν ανέκαμψαν. Το τέλος της κοπέλας σήμανε και το τέλος κάθε οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητάς τους. Η ληξιαρχική πράξη θανάτου της «Κοιμωμένης» είναι ο αδιάψευστος μάρτυς της αλήθειας. Αναφέρει ότι απεβίωσε στις 17 Δεκεμβρίου 1873 και ώρα οκτώ και μισή το πρωί στην ενορία Αγίου Δημητρίου (Ψυρρή) «ένεκεν φθίσεως».
Μαρμαρωμένη παρθενία
Οι ερευνητές που ασχολούνται με την «Κοιμωμένη» του Γ. Χαλεπά οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη και όσα αναφέρονται περί του ρόλου διεδραμάτισε και ένας άλλο μέλος της οικογενείας Αφεντάκη σε σχέση με το γλυπτό. Αναφέρουν πως τη στεναχώρια των γονέων της Σοφίας έσπευσε να απαλύνει ο αδελφός του Κωνσταντίνου, ο Γεώργιος Οικονόμου Αφεντάκης, ο οποίος είχε παντρευτεί την Ελευθερία Βερσή, κόρη πλούσιας προεπαναστατικής αθηναϊκής οικογένειας. Τα δύο αδέλφια είχαν αποκτήσει αξιοζήλευτη περιουσία και πρωταγωνιστούσαν στην οικονομική ζωή των Αθηνών.
Ο Γεώργιος διετέλεσε και δημοτικός σύμβουλος του δήμου Αθηναίων. Έγγαμος αλλά άπαις ο ίδιος λάτρευε την ανιψιά του. Γι’ αυτό παρήγγειλε στον Γιαννούλη Χαλεπά τη φιλοτέχνηση του μνημείου. Ένα μνημείο που γνώρισε απίστευτες περιπέτειες έως τώρα. Ας αφήσουν λοιπόν τη «μαρμαρωμένη παρθενία» στην ησυχία της οι προχειρογράφοι. Φρόντισαν εκείνοι που έπρεπε και όταν έπρεπε να την παραδώσουν αγέραστη στον ύπνο της, καλώντας τους επισκέπτες της υπαίθριας γλυπτοθήκης να αφήνουν ένα λουλουδάκι. Στη μνήμη του κοριτσιού αλλά και στη μνήμη του γλύπτη που την παρέδωσε στην αιωνιότητα.
Αντί του ποσού των τριακοσίων χρυσών λιρών… επωλήθη η «Κοιμωμένη» του Γιαννούλη Χαλεπά!
Δίκη χωρίς προηγούμενο πραγματοποιήθηκε τέλη Νοεμβρίου 1950, επάνω από το μνήμα της Σοφίας Αφεντάκη![3] Αντικείμενο της δίκης ο καθορισμός της μελλοντικής θέσης του γλυπτικού αριστουργήματος της «Κοιμωμένης». Επάνω από το μνήμα παρατάχθηκαν δικαστικοί, δικηγόροι, ενάγοντες, εναγόμενοι, δημοσιογράφοι, φιλότεχνοι και πολλοί περίεργοι. Ποιοι ήταν όμως οι διάδικοι; Αφενός ο απόστρατος αντιστράτηγος Χρήστος Μιχ. Χατζημιχάλης (1885-1957). Η μητέρα του Μαρία Αφεντάκη, σύζυγος του Μιχαήλ Χατζημιχάλη, ήταν αδελφή της Σοφίας Αφεντάκη, δηλαδή της «Κοιμωμένης».
Αφετέρου, οι εκπρόσωποι του Δήμου Αθηναίων. Τη διαφορά τους βρισκόταν εκεί για να λύσει ο Πρωτοδίκης και προϊστάμενος του Ειρηνοδικείου Αθηνών Δημήτριος Γαλανός. Ήταν εκεί οι γλύπτες και καθηγητές του Πολυτεχνείου Αντώνιος Σώχος και Λάζαρος Λαμέρας, αλλά και ο συνήγορος του Ιερού Ιδρύματος της Τήνου Εμμανουήλ Φαράντος. Διότι ο στρατηγός είχε καταθέσει αίτημα να μεταφερθεί η περίφημη «Κοιμωμένη» στην Τήνο, πατρίδα του δημιουργού της, επειδή όπως υποστήριζε κινδύνευε από φυσικές φθορές και δολιοφθορές.
Προς πώλησιν…
Είχε προϊστορία η υπόθεση όχι μόνον της μεταφοράς αλλά και της πώλησης του έργου. Όλα ξεκίνησαν το 1943, όταν υπό τις συνθήκες της σκληρής κατοχικής πραγματικότητος βρέθηκε ο Χρ. Χατζημιχάλης σε ανάγκη και ήθελε να πωλήσει στο κράτος την «Κοιμωμένη». Το Υπουργείο Παιδείας πράγματι συνέστησε ειδική επιτροπή, η οποία εκτίμησε το έργο σε 20.000 προπολεμικές δραχμές. Ωστόσο, ο Χρ. Χατζημιχάλης θεώρησε το ποσό «εξευτελιστικόν», γράφοντας προς το Υπουργείο πως ιδιώτες του είχαν προσφέρει το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου κατοχικών δραχμών.[4] Το ζήτημα παρέμεινε στάσιμο για να επανέλθει στην επικαιρότητα όταν κυκλοφόρησε η είδηση ότι Αμερικανοί ενδιαφέρονταν για την απόκτηση της «Κοιμωμένης» προσφέροντας, στον φερόμενο ως ιδιοκτήτη της, το ποσό των 3.000 χρυσών λιρών.
Οπωσδήποτε προεκλήθη συγκίνηση και γράφτηκαν πολλά και διάφορα. Όπως ότι ο στρατηγός Χατζημιχάλης, στις επίσημες επαφές του με το υπουργείο, ήταν πρόθυμος να παραχωρήσει το μνημείο στο κράτος «εάν εξασφαλισθή και δια την κόρην του σύνταξις αντιστρατήγου»![5] Οι φιλότεχνοι συνιστούσαν στην Κυβέρνηση να αγοράσει το έργο, αφού συναινούσε και ο στρατηγός μειώνοντας τις απαιτήσεις του. Ενόσω το υπουργείο δεν διέθετε την ανάλογη πίστωση, ενεφανίσθη στο προσκήνιο το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας Τήνου.[6] Διατηρούσε δεσμό με τον Χαλεπά, τον οποίο είχε βοηθήσει να σπουδάσει και τον συντηρούσε την περίοδο που είχε βυθιστεί στους σκοτεινούς διαδρόμους της ψυχής και του μυαλού του.
Χωρίς τον… ξενοδόχο
Εξάλλου, το Ίδρυμα είχε διαφυλάξει πολλά από τα γύψινα έργα τα οποία κατασκεύαζε ο Γ. Χαλεπάς κατά τη διάρκεια της ψυχικής ασθενείας του. Φιλοδοξούσε λοιπόν να προσθέσει στις συλλογές του και την «Κοιμωμένη», οπότε ζήτησε τη σχετική άδεια από το υπουργείο. Το τελευταίο δεν είχε αντίρρηση για την αγορά του έργου αφού δεν του ανήκε ή δεν ενεπλέκετο καθ’ οιονδήποτε τρόπο με αυτό. Στη συνέχεια το Ίδρυμα ήλθε σε επαφή με τον στρατηγό Χρ. Χατζημιχάλη, τον φερόμενο ως ιδιοκτήτη, συμφωνώντας στο ποσόν των 300 χρυσών λιρών! Αλλά όλοι λογάριαζαν χωρίς τον… ξενοδόχο, δηλαδή τον Δήμο Αθηναίων.
Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η αγοραπωλησία και να συνταχθεί το συμβόλαιο, ο στρατηγός μετέβη στο Νεκροταφείο προκειμένου να παραλάβει και να μεταφέρει την «Κοιμωμένη». Έτσι, το πρωί της 2ας Οκτωβρίου 1950 ενεφανίσθη στο Νεκροταφείο για την… παραλαβή. Φυσικά ο Δήμος Αθηναίων παρενέβη και τον εμπόδισε. Έκπληκτος ο διευθυντής Κοιμητηρίων του Δήμου Αθηναίων Αριστείδης Παναγόπουλος, προσπαθούσε να τον πείσει πως το μνημείο ανήκει στο Νεκροταφείο. Ο στρατηγός ήταν ασταμάτητος. Προσπαθούσε να πάρει την «Κοιμωμένη», οπότε σημειώθηκαν απίστευτες εικόνες.[7]
Σχέδιο απαγωγής της «Κοιμωμένης»
Ο Χρ. Χατζημιχάλης υποχρεώθηκε να αποχωρήσει. Μετέβη στο Δημαρχιακό Μέγαρο της οδού Αθηνάς, διαμαρτυρόμενος στον υπηρεσιακό δήμαρχο και δικαστή Αντώνη Ραγκούση. Όπως ήταν φυσικό, ο τελευταίος του επεσήμανε τα δικαιώματα του δήμου και ηρνήθη διαρρήδην να επιτρέψει την απομάκρυνση του μνημείου. Σημειωτέον ότι ο Χρ. Χατζημιχάλης εμφανιζόταν ως δωρητής διότι, όπως έλεγε, αντί να δεχθεί τις 3.000 χρυσές λίρες που του προσέφεραν οι Αμερικανοί, εκείνος αποδεχόταν με το ένα δέκατο περίπου που έδινε το Ίδρυμα της Τήνου. «Η Κοιμωμένη είναι περιουσία μου και θα έρθω να την πάρω διά της βίας», απειλούσε ο στρατηγός, ο οποίος είχε παραχωρήσει το γλυπτό στο Ίδρυμα της Παναγίας Τήνου. Τις απόψεις του στρατηγού Χατζημιχάλη υποστήριζαν πολλές προσωπικότητες, κυρίως γλύπτες καταγόμενοι από την Τήνο, ενώ τον Δήμο εκπροσωπούσαν υπηρεσιακοί παράγοντες.
Κατά τη διάρκεια της υπαίθριας δίκης αποκαλύφθηκε ότι ο στρατηγός είχε καταστρώσει και σχέδιο απαγωγής της «Κοιμωμένης»! Κατέληξαν δε στα δικαστήρια, επειδή ο Δήμος Αθηναίων είχε ουσιαστικώς απορρίψει το αίτημα του στρατηγού περί μεταφοράς του μνημειώδους γλυπτού.[8] Η πλειοψηφία των δημοτικών συμβούλων, όπως ήταν φυσικό, τάχθηκε υπέρ της μη έγκρισης της μεταφοράς της «Κοιμωμένης» θεωρώντας την πλέον ως «Αθηναϊκόν Μνημείον».[9] Εν πάση περιπτώσει, η διαδικασία διήρκεσε περίπου μία ώρα και διεξήχθησκε μέσω διαξιφισμών και οξυτήτων. Η πλευρά του στρατηγού υποστήριζε, πως οι σκοποί που επεδίωκε ο Κωνσταντίνος Αφεντάκης με την τοποθέτηση επί του τάφου της θυγατέρας του του γλυπτικού έργου είχαν εκλείψει με τον θάνατό του. Οπότε, ο φυσικός κληρονόμος του είχε δικαίωμα να το αποκομίσει και πως ο δήμος δεν είχε το δικαίωμα να διαταράσσει με τις υπηρεσίες του τη νομή του.
Το κόστος του έργου
Ο δήμος, μέσω του δικηγόρου του Αχ. Παπανικολάου, υποστήριζε πως η «Κοιμωμένη» αποτελεί συστατικό του τάφου και δεν μπορεί να αποσπασθεί. Διαμφισβήτησε ταυτόχρονα την κυριότητα που πρόβαλε επί του έργου ο μηνυτής, τονίζοντας πως εκ του Οργανισμού του Νεκροταφείου και αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας τα επί των τάφων γλυπτά αποτελούν ουσιαστικώς ιδιοκτησία του Νεκροταφείου και δεν δύνανται να μετακινηθούν. Οι υπηρεσιακοί παράγοντες κατέθεσαν επίσης ενδιαφέροντα στοιχεία για την προσπάθεια συντήρησης των μνημείων. Ιδιαιτέρως δε περί των συμβουλών του Μιχαήλ Τόμπρου (1889-1974) κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Οι μάρτυρες κατέθεσαν πολλές και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Όπως ότι ο Χαλεπάς είχε ζητήσει ιταλικό μάρμαρο, που είναι πιο μαλακό, για να επιτύχει τις θαυμάσιες πτυχώσεις του έργου. Επίσης πως ο Κων. Αφεντάκης κατέβαλε στον Γ. Χαλεπά 250.000 δραχμές για την εργασία του και 15.000 δραχμές για τη μεταφορά του μαρμάρου από την Καράρα της Ιταλίας. Ο Αντ. Σώχος επισήμανε πως η «Κοιμωμένη» αποτελεί το καλύτερο έργο της νεώτερης Ελληνικής Τέχνης και προσθεσε πως ο Δήμος Αθηναίων δεν φρόντιζε τα σημαντικά μνημειακά έργα του Νεκροταφείου. Ο καθηγητής τασσόταν υπέρ της μεταφοράς του μνημείου στο «Μουσείον Τηνίων Καλλιτεχνών».
Χάλασαν τα σχέδια
Ωστόσο, ο Δήμος Αθηναίων, μέσω του διευθυντή των διοικητικών υπηρεσιών του, Ασημάκη Καθάριου, υποστήριζε πως ακόμη και πρόταση να σκεπαστούν τα έργα είχε κατατεθεί, αλλά είχε απορριφθεί διότι θα καταστρεφόταν η αισθητική του Νεκροταφείου. Εν πάση περιπτώσει η εκδοθείσα απόφαση… χάλασε τα σχέδιά του στρατηγού. Όριζε ότι το έργο δεν μπορεί να αποσπασθεί από τον τάφο, οι κληρονόμοι δεν είχαν δικαίωμα ν’ απομακρύνουν το γλυπτό από τη θέση του και επιπρόσθετα υποχρεώθηκαν να καταβάλουν 250.000 δραχμές για τα έξοδα της δίκης!
Ο πρόεδρος Πρωτοδικών κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο έμπορος Κ. Αφεντάκης «αφιερώνων το άγαλμα αυτό εις τον τάφον της νεκρής κόρης του επεθύμει όπως τούτο παραμείνη εσαεί εις την αυτήν θέσιν και εις ανάμνησιν εκείνης».[10] Οι προσπάθειες περί μετακίνησης του μνημείου συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια.[11] Ο στρατηγός, αφού δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, αποφάσισε να… δωρίσει το γλυπτό αριστούργημα στο Ίδρυμα της Τήνου.[12] Προφανής σκοπός του, αφού δεν κατόρθωσε να εισπράξει τις χρυσές λίρες, ήταν να προκαλέσει τουλάχιστον αναστάτωση μεταξύ Ιδρύματος και Δήμου Αθηναίων.
Επιμένουν…
Ωστόσο, τόσο ο πρώτος εκλεγμένος μεταπολεμικός δήμαρχος Αθηναίων Κωνσταντίνος Κοτζιάς και ο διάδοχός του Κωνσταντίνος Νικολόπουλος, όσο και οι δήμαρχοι που τους διαδέχθηκαν, στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και τήρησαν σθεναρή στάση αποτρέποντας δυσάρεστες εξελίξεις.[13] Εξάλλου, η κοινή γνώμη και η ιστορία της πόλης έχουν συνδεθεί πλέον με μία από τις πλέον ρομαντικές ιστορίες των παλαιών Αθηνών. Το γλυπτό του Γιαννούλη Χαλεπά, η «Κοιμωμένη» του, με τη χαρακτηριστική ομορφιά και την απαράμιλλη τέχνη του Τήνιου καλλιτέχνη, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ανοικτής Γλυπτοθήκης του Α΄ Κοιμητηρίου Αθηνών.
Πολλοί είναι εκείνοι που έρχονται, ακόμη και από το εξωτερικό, φροντίζοντας μεταξύ άλλων να φθάσουν έως εκεί για να θαυμάσουν τη δημιουργία του Χαλεπά. Αυτά πρέπει να γνωρίζουν όσοι σκέφτονται -και γνωρίζουμε ότι υπάρχουν τέτοιοι νόες- πως μπορούν να ανακινήσουν εκ νέου θέμα μετακίνησης της γλυπτικής αυτής δημιουργίας. Πέρασαν περίπου εβδομήντα χρόνια από εκείνη την περιπέτεια, και συχνά – πυκνά, υπεύθυνοι, αρμόδιοι και μη, ασχολήθηκαν με το μνημείο.[14] Το Μουσείο Ταφικής Τέχνης που σχεδιαζόταν εντός του Α΄ Κοιμητηρίου εγκαταλείφτηκε την τελευταία οκταετία, και η «Κοιμωμένη» περιμένει εκείνους που θα τη φροντίσουν με στοργή και σεβασμό.