Ο Επτανήσιος πρωτομάρτυρας της ελληνικής μουσικής Σπυρίδων Ξύνδας

Το δραματικό τέλος του σπουδαίου συνθέτη και κιθαρωδού

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Σπυρίδων Ξύνδας

Το 1896 έφευγε λησμονημένος, σε ένα φτωχόσπιτο της Νεάπολης των Αθηνών, ο σπουδαίος Κερκυραίος συνθέτης Σπυρίδων Ξύνδας (1811-1896). Ο εμπνευσμένος μουσικός της Επτανησιακής Σχολής, ο οποίος προσπάθησε να δώσει νέο πνεύμα στην μουσική παιδεία των Ελλήνων, απλώνοντας απ’ άκρου εις άκρον της χώρας τις καντάδες και τις μελωδίες του. Σπούδασε στην Ιταλία, υπήρξε ο καλύτερος μαθητής του Νικόλαου Μάντζαρου και ήταν άφθαστος κιθαρωδός.

Όπως έγραψε ο Γ.Β. Τσοκόπουλος το 1898, μέχρι την εμφάνισή του κυριαρχούσαν δύο είδη μουσικής. Στα ανώτερα στρώματα η μουσική της οπερέτας, όπως την κατανοούσαν τότε, και στα λαϊκά στρώματα ο αμανές της Σμύρνης ή τα νοθευμένα κλέφτικα τραγούδια που δεν περιείχαν την πραγματική ελληνική παράδοση. Ο Σπ. Ξύνδας ήταν εξ εκείνων που εργάστηκαν να συνενώσουν τα δύο «στρατόπεδα» κάτω από τη σημαία της ελληνικής μουσικής. Έτσι προέκυψε το τραγούδι που παιζόταν στις αίθουσες με τη συνοδεία πιάνου αλλά και στις ταβέρνες με τη συνοδεία μπουζουκιού[1]!

Βέβαια, ήταν ακόμη περίοδος που η ελληνική κοινωνία αναζητούσε την ταυτότητά της, σχεδόν μισόν αιώνα μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους και τη μακραίωνη σκλαβιά. Η παλαιά Επτανησιακή Σχολή που εκπροσωπούσε ο Σπ. Ξύνδας, επηρεασμένη από την ιταλική τεχνοτροπία, θεωρούνταν ότι ήταν πτωχή σε μέσα και δεν διακρινόταν για την πρωτοτυπία της. Ωστόσο, ο Ξύνδας, έδωσε άλλη πνοή, κυρίως με το έργο «Υποψήφιος Βουλευτής», το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα τον Μάρτιο 1888 στο θέατρο Μπούκουρα[2].

Εξώφυλλο παρτιτούρας

Το έργο αυτό υπήρξε σταθμός για το Ελληνικό Μελόδραμα, διότι ο μουσουργός Σπ. Ξύνδας παρέδιδε τη σκυτάλη στα χέρια του μαέστρου Ναπολέοντα Λαμπελέτ και στη μακρά σειρά των νέων πρωταγωνιστών που αναδείχθηκαν εκείνη την εποχή (Ι. Αποστόλου, Β. Λαλαούνης, Χ. Στρουμπούλης κ.ά.). Ο Σπ. Ξύνδας συγκέντρωνε τον πλούτο της ελληνικής παράδοσης και -επεξεργασμένο στην τεχνοτροπία του- τον προσέφερε στο κοινό. Όπως έγραψε ο νεαρός τότε (1896) δημοσιογράφος Τίμος Μωραϊτίνης παρήγαγε «πλούτον ελληνικής μουσικής συνηγμένης από τους δρόμους, εις τους οποίους δρόμους πάλιν διέσπειρε τα έργα του».

Εκ των ιδρυτών της Φιλαρμονικής Κερκύρας, θεωρείτο δημοφιλής συνθέτης και έδωσε την πρώτη συναυλία του στην Αθήνα το 1854 στην αίθουσα ενός ξενοδοχείου. Εντυπωσιακός στο παράστημα πραγματοποίησε περιοδεία στην Αίγυπτο ενθουσιάζοντας γυναίκες και άνδρες. Επί αρκετές δεκαετίες συντρόφευσε με τις μουσικές του την ελληνική κοινωνία, μπολιάζοντάς την με νέο πνεύμα. Αλλά τα χρόνια πέρασαν, η λάμψη χάθηκε μαζί με τα μέσα επιβίωσης. Τον Φεβρουάριο 1896, περίπου εννέα μήνες πριν φύγει από τη ζωή και σε ηλικία 85 ετών, οι φίλοι του οργάνωσαν μία συναυλία στην «Εταιρεία των Φίλων του Λαού» για να τον ενισχύσουν οικονομικώς.

Η τελευταία παράσταση

Τυφλός, τρεμάμενος και υποβασταζόμενος ανέβηκε στη σκηνή της σχεδόν άδειας αίθουσας για την τελευταία παράσταση. Τα κατάφερε να σύρει τα χέρια του πάνω στις χορδές, αλλά είχε καταλάβει τι συνέβαινε. Ενώ τον έσυραν προς την έξοδο, στάθηκε ξαφνικά. Ξέσπασε σε δάκρυα, στύλωσε το γέρικο σώμα του και ζήτησε να τον ξαναπάνε στη σκηνή. Όπως έγραψε ο Εμμανουήλ Λυκούδης, κανείς δεν γνώριζε τι ήθελε να κάνει. Τον είδαν ξαφνικά δακρυσμένο και με σθένος να ψέλνει τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν»[3]! Έτσι αποχαιρέτησε τη ζωή, την Πατρίδα και την Τέχνη ο μαθητής του Νικόλαου Μάντζαρου, του συνθέτη του Ύμνου. Ύστερα έπεσε λιπόθυμος και μεταφέρθηκε στο φτωχικό του. Για να ξαναβγεί πλέον μόνον προς την τελευταία του κατοικία στις 12 Νοεμβρίου 1896, ξεχασμένος σχεδόν απ’ όλους[4].

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η ίδρυση και οι περιπέτειες του Ελληνικού Θεατρικού Μουσείου

ΜΟΥΣΕΙΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η ίδρυση και οι περιπέτειες του Ελληνικού Θεατρικού Μουσείου

Η αγαπημένη «Ομόνοια Πλας» της αξέχαστης Ρένας Βλαχοπούλου

ΘΕΑΤΡΟ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η αγαπημένη «Ομόνοια Πλας» της αξέχαστης Ρένας Βλαχοπούλου

«Στης Πλάκας τις ανηφοριές» του αξέχαστου Τίμου Μωραϊτίνη

ΜΟΥΣΙΚΗ

Μεταβείτε στο άρθρο: «Στης Πλάκας τις ανηφοριές» του αξέχαστου Τίμου Μωραϊτίνη