Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Υπάρχουν εκκλησιαστικές προσωπικότητες για τις οποίες δεν γράφτηκαν βιογραφίες και δεν γέμισαν έντυπα με υπερφίαλες αναφορές. Προσωπικότητες τις οποίες είχε γνωρίσει και ήταν στη σκέψη του Γέρου του Μοριά, όταν απευθυνόμενος σε μαθητές στην Πνύκα έλεγε πως «Όταν πήραμε τα όπλα, είπαμε πρώτα Υπέρ Πίστεως και ύστερα Υπέρ Πατρίδος»! Ανάμεσά τους και ο Μητροπολίτης Αθηνών Διονύσιος Β΄, ο οποίος αρχιεράτευσε την πλέον κρίσιμη περίοδο του Αγώνα, από το 1820 έως το 1823. Κάθε προσπάθεια να βιογραφηθεί ο σπουδαίος εκείνος άνδρας οδηγεί σε βαθύτερες σκέψεις.
Η Εκκλησία
Ποια είναι τα στοιχεία που διατήρησαν οι σκλαβωμένοι Έλληνες κατά τη διάρκεια της σκοτεινής και μακραίωνης δουλείας; Πρώτα η πατριαρχική κοινωνική οργάνωση. Μετά ο τοπικισμός. Ευρύτερου συλλογικού χαρακτήρα ήταν η θρησκεία. Όπως κάθε ταυτότητα, έτσι και η θρησκευτική, προήρχετο από έναν πανίσχυρο μηχανισμό, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μηχανισμό συνδεδεμένο από την ίδρυση του Βυζαντίου έως και τον 19o αιώνα με τη λειτουργία δύο αλληλοδιάδοχων αυτοκρατορικών συστημάτων, του Βυζαντινού και του Οθωμανικού.
Πρόκειται περί διαπιστώσεων στις οποίες έχει πλέον καταλήξει αβίαστα η επιστημονική έρευνα και οι πηγές. Έχει ήδη γραφεί πως η παρακμιακή ισοπέδωση που προέκυψε στη χώρα μας από τις αρχές της δεκαετίας 1980, πριμοδότησε πλουσιοπάροχα και την προσπάθεια πραγματικής σκυλεύσεως των πηγών. Με πρόσχημα την εκλαΐκευση και προσαρμογή της ιστορικής γνώσεως στα σύγχρονα δεδομένα επανήλθαν στην επικαιρότητα άλογες θεωρίες για την κοινωνική ταυτότητα της Επανάστασης, τον «κάτω λαό» και την «άρχουσα τάξη».
Ο Αρχιερεύς
Η πρακτική αδυναμία να αναπτυχθούν οι θεωρίες αυτές σε πανεπιστημιακό επίπεδο, οδήγησε στη διάχυσή τους –με την μορφή πρωτογενών ερευνών– στα διάφορα επίπεδα της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων που γεννήθηκαν στους κόλπους τους (πνευματικά και ερευνητικά κέντρα, λαογραφικές εταιρείες, ινστιτούτα κ.ά.). Προέκυψε, λοιπόν, υπερπαραγωγή εντύπων, τα οποία αποσκοπούν στην απαξίωση διαφόρων ηρώων της Επαναστάσεως, την ανάδειξη άλλων, την υποτίμηση του ρόλου της Εκκλησίας και των Φιλελλήνων κ.ά.
Απαντήσεις που είχαν δοθεί, από τον 19ο αιώνα ακόμη, επανέρχονται ως «νέες» ανακαλύψεις. Επιμελώς αμελούνται εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες, όπως ο καταγόμενος από τη Δημητσάνα Διονύσιος Β΄, ανεψιός του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄. Μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, βρέθηκε επικεφαλής της Αθηναϊκής Εκκλησίας όταν ξέσπασε η Επανάσταση. Προσέφερε τα μέγιστα και αρχιεράτευσε για μία τριετία. Ήταν ένας από τους πέντε «βουλευτές» -όπως απεκλήθησαν- που αναδείχθηκαν τον Μάιο 1821 υπό δυσμενέστατες συνθήκες και εκείνος που υπέγραψε το βεβαιωτικό για την εκλογή των Εφόρων των Αθηνών για το πρώτο έτος της Επανάστασης.
Στον Ιερό Βράχο
Αποστεωμένος πλέον και ήδη άρρωστος, τον Αύγουστο 1821 έτρεξε να φροντίσει για τους κυνηγημένους από τον Ομέρ Βρυώνη Αθηναίους στην Αίγινα και τη Σαλαμίνα. Ήταν ο ρασοφόρος αρχιερέας που υπέγραψε το Πρακτικό της Συνέλευσης των Αθηναίων (Δεκέμβριο 1821 και Ιανουάριος 1822) αλλά και τον ορισμό των πληρεξουσίων στην Πρώτη Εθνοσυνέλευση στην Πιάδα (Επίδαυρο).
Ο Αθηνών Διονύσιος Β΄, σε συνεργασία με τον πρόξενο της Αυστρίας Γκρόπιους, συνέταξαν τη Συνθήκη Παράδοσης των Τούρκων (Ιούνιος 1822). Προηγουμένως όρκισε τους καπεταναίους στο Ευαγγέλιο ότι θα τηρήσουν πιστά όλους τους όρους της παραδόσεως. Κατόπιν δε, υπέγραψε πρώτος την συνθήκη. Δεν βρέθηκε ακόμη ο καλλιτέχνης που θα αποδώσει σε πίνακα εκείνον τον Ιεράρχη την ώρα που εισερχόταν στην Ακρόπολη τον Ιούνιο 1822. Πρώτος πάτησε το πόδι του στον Ιερό Βράχο στέλνοντας το μήνυμα που χαροποίησε το επαναστατημένο Έθνος και έδωσε τη νέα διάσταση του Ελληνικού Αγώνα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Μήνα Ιούνιο του 1456 είχε παραδοθεί η Ακρόπολη στους Τούρκους, μήνα Ιούνιο απελευθερωνόταν. Μετά από 366 χρόνια!