Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τα Θεοφάνια εορτάζονταν στην Ανατολή με μεγαλοπρέπεια, προτού ακόμη καθιερωθούν τα Χριστούγεννα. Αποκαλούνταν και Επιφάνεια, διότι διαιωνίζουν την εμφάνιση του Χριστού στον κόσμο καθώς και την ημέρα της βαπτίσεώς του. Την ημέρα των Θεοφανίων, πάντα στην Ανατολή, βαπτίζονταν πολλοί κατηχούμενοι. Γι’ αυτό και ονομάσθηκε των Φώτων, δηλαδή του φωτίσματος, του βαπτίσματος. Η βάπτιση του Ιησού σήμανε και τον Αγιασμό των Υδάτων, οπότε εισήχθη και η αντίστοιχη τελετή, την οποία παρακολουθούμε κάθε χρόνο απ’ άκρου εις άκρον του χριστιανικού κόσμου. Με λαμπρότητα εορτάζονταν τα Θεοφάνια στο Βυζάντιο, με μεγαλειώδεις τελετές και δημόσιες εμφανίσεις των αυτοκρατόρων. Με την πάροδο των αιώνων, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η εορτή συνδέθηκε με χίλια δυο έθιμα και περίεργες πεποιθήσεις.
Σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας, την παραμονή των Θεοφανίων, τα κορίτσια ήθελαν να μάθουν το μέλλον τους μέσα από μαντείες. Διάβαζαν διάφορες ευχές μπροστά σε μια εικόνα και σε μία λεκάνη, στην οποία βρισκόταν ένα δεμάτι ξερός βασιλικός. Πίστευαν πως τα μεσάνυχτα ανθίζει ο βασιλικός, ενώ κάποιο έναστρο φως φώτιζε τα κορίτσια και μάθαιναν αυτό που επιθυμούσαν. Εξάλλου, όλο το δωδεκαήμερο μεταξύ Χριστουγέννων και Φώτων, φυλούσαν τη στάχτη από το τζάκι και ύστερα τη σκόρπιζαν ολόγυρα στο σπίτι, το οποίο έτσι προστατευόταν από τα ενοχλητικά ζωύφια!
Όμως το «διάβασμα» του μέλλοντος πάντα προκαλούσε το ενδιαφέρον. Όπως έγραφε ο Βιζυηνός, σε πολλά ελληνικά μέρη ένα από τα μέλη της οικογένειας έφερνε ένα κλωνάρι σουρβιάς γεμάτο «σφιχτά και πράσινα μάτια» [1]. Μ’ αυτό θα έβλεπαν όλοι την τύχη τους. Κάθονταν στο παραγώνι και ξεχώριζαν τη φωτιά σε δυο μεριές. Αν κάποιο από τα «μάτια» της σουρβιάς πεταγόταν έξω από τη φωτιά ήταν καλό σημάδι, ενώ αν κάπνιζε μόνο και έμενε στην θέση του, ήταν κακό.
Άλλοι έβαζαν στη φωτιά δύο φύλλα αγριελιάς. Το καθένα αντιστοιχούσε σε έναν νέο και μία νέα. Αν τα φύλλα αναπηδούσαν και βρίσκονταν κοντά, τότε το ειδύλλιο θα στεφόταν με επιτυχία. Αν όχι, τότε ο καθένας θα έπαιρνε τον δρόμο του. Και αν τα φύλλα καιγόντουσαν, τότε η αγάπη και των δύο ήταν μεγάλη.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα όλα τα μέρη της χώρας δημιουργήσαν νέες παραδόσεις. Μια εξ αυτών διέσωσε και ο Τάσος Παπαποστόλου, με τον Ντελιγκανή, έναν άντρα μεγαλόσωμο που ζούσε στους Ωρεούς της Εύβοιας. Συνεννοήθηκε με τον ιερέα να πιάσει εκείνος τον Σταυρό που έριχνε από την ψαρόσκαλα του χωριού στη θάλασσα. Τα χρήματα που θα συγκέντρωνε θα τα παραχωρούσε στην εκκλησία του χωριού. Πράγματι, με τη φράση «Εν Ιορδάνη» ο Σταυρός ρίχτηκε στη θάλασσα προς το μέρος του Ποδάρια. Όμως το μακρύ σώβρακο που φορούσε φούσκωσε τόσο πολύ που δεν του επέτρεπε να κινηθεί. Το αποτέλεσμα ήταν ο Σταυρός να χαθεί γιατί και οι υπόλοιποι έσπευσαν να τον βοηθήσουν. Βούλιαζε στο νερό βγάζοντας μπουρμπουλήθρες. Όσο για τον ιερέα, το φύσαγε και δεν κρύωνε, αφού αναγκάστηκε να πληρώσει για να αντικαταστήσει τον Σταυρό!
Οφείλουμε ωστόσο να αναφερθούμε και στις αιτίες που επέβαλαν να ρίπτεται ο Τίμιος Σταυρός στη θάλασσα εξαρτώμενος από ταινία. Ίσως αρκετοί νομίζουν πως γίνεται προκειμένου να μη χαθεί. Ωστόσο, η συνήθεια αυτή συνδέεται με θλιβερό και άγνωστο στο ευρύ κοινό επεισόδιο που συνέβη στις αρχές της δεκαετίας 1880. Τότε, όπως μας πληροφορεί ο Τύπος, «επεβλήθη η κατάργησις πλέον ότε η θάλασσα, όπου ερρίφθη ο Σταυρός, εκοκκίνησεν από ανθρώπινον αίμα και αντί μόνον του Τιμίου Σταυρού ανεσύρθησαν και δύο εκ των δυτών νεκροί και αλληλοσκοτωμένοι» [2].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 5, 6/1/2019.