Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η Παγκόσμια Ημέρα Κατά της Τυφλώσεως (Ημέρα Όρασης), η οποία ορίστηκε να εορτάζεται κάθε χρόνο τη δεύτερη Πέμπτη του Οκτωβρίου, αποσκοπεί στην προσέλκυση του παγκόσμιου ενδιαφέροντος στο πρόβλημα και τις επιπτώσεις του στον πάσχοντα και στο περιβάλλον του. Την πρωτοβουλία είχε η Διεθνής Επιτροπή για την Πρόληψη της Τύφλωσης ανακοινώνοντας συγκλονιστικά στοιχεία, όπως ότι κάθε πέντε δευτερόλεπτα τυφλώνεται ένας άνθρωπος ή ότι οι τυφλοί σε όλο τον κόσμο ανέρχονται σε 40-45 εκατομμύρια.
Στη χώρα μας το πρόβλημα της τύφλωσης δεν είναι έντονο, ενώ το κράτος από το 2004 έχει εξασφαλίσει επιδότηση για τους περισσότερους από 25.600 τυφλούς. Ωστόσο, δεν ισχύει το ίδιο για τα παλαιότερα χρόνια, ιδιαιτέρως πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι τυφλοί, στερούμενοι του αγαθού αυτού της ζωής, μπορεί να ήταν εν γένει συμπαθείς, αλλά παρέμεναν αβοήθητοι. Οι δομές που λειτουργούσαν ήταν ελάχιστες και εντελώς μόνοι, πάμπτωχοι οι περισσότεροι, αγωνίζονταν τον μαρτυρικό αγώνα μιας σκληρής ζωής. Μιας ζωής, στην οποία ο σπουδαιότερος συντελεστής ήταν η αδιαφορία της κοινωνίας.
Παρά την εγκατάλειψη ωστόσο ο ευγενής αγώνας της ζωής εκφραζόταν με σπουδαία παραδείγματα αληθινών ηρώων και ευγενών αγωνιστών του επιούσιου. Διακρινόταν ο «τυφλός πραματευτής», ένας τύπος που ήταν γνωστός σε όλη την Αθήνα κατά το γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα. Δεν διασώθηκαν –δυστυχώς– τα ληξιαρχικά του στοιχεία, αλλά η περίπτωσή του απασχόλησε ποιητές, λογοτέχνες, δημοσιογράφους, χρονογράφους και όλους όσοι ασχολήθηκαν με τον καθημερινό άνθρωπο.
Επί μισόν αιώνα περίπου γυρνούσε όλα τα σπίτια των Αθηνών πουλώντας τις πραμάτειες του που ήταν κουβάρια και κουβαράκια, νήματα και βελόνες που είχε βαλμένα με τάξη και ακρίβεια σε έναν μπόγο. Τον είχε δεμένο με κόκκινο μαντήλι και τον κρεμούσε στο αριστερό του χέρι ενώ με το δεξί κρατούσε το μπαστούνι του τυφλού ερευνώντας και αναγνωρίζοντας τον κόσμο. Ο αγωνιστής αυτός ήταν όμως ο μόνος που φαινόταν να τολμά παίρνοντας τη ζωή στα χέρια του.
Προκαλούσε εντύπωση διότι είχε πλήρη αντίληψη των δρόμων, χρησιμοποιούσε ως βοήθημά του τα πεζοδρόμια και διέθετε καταπληκτική μνήμη. Θυμόταν που ακριβώς βρισκόταν το σπίτι κάθε πελάτη του, το εύρισκε εύκολα και χτυπούσε την πόρτα. Ρωτούσε αν είχαν ανάγκη του εμπορεύματός του και ανέβαινε τις σκάλες των σπιτιών με ακρίβεια ανθρώπου που έβλεπε. Στεκόταν στο πλατύσκαλο, έλυνε τον μπόγο του και εύρισκε με ευκολία ότι του ζητούσαν. Πληρωνόταν και συνέχιζε την ημερήσια περιοδεία του στην Αθήνα. Είχε διαιρέσει την πόλη σε τμήματα και καθημερινά περιερχόταν από ένα, ώστε μέσα σε κάθε εβδομάδα κάλυπτε όλη την πόλη.
Αυτός ήταν ο «τυφλός πραματευτής» των Αθηνών, ενώ δεν άργησαν να φανούν σημαντικές προσωπικότητες οι οποίες πρωταγωνίστησαν σε διάφορους τομείς της ζωής. Όπως ο Ευάγγελος Θ. Τσαμουρτζής (1885-1965), ο τυφλός μουσικός και εφευρέτης. Ή ο τυφλός Τρ. Ντίνος, ο οποίος εξελίχθηκε σε καθηγητή τυφλών. «Βλέπω καλά τα πράγματα αν και τυφλός», συνήθιζε να λέει, συμπληρώνοντας ότι «διακρίνω ασφαλώς την αλήθεια»! Μόνη παρηγοριά για τον κόσμο των τυφλών και για όσα παιδιά μπορούσαν να φτάσουν μέχρι εκεί ήταν ο «Οίκος Τυφλών» στην Καλλιθέα.
Εγκαινιάστηκε στις αρχές του 1907, αλλά είχε προηγηθεί πολυετής προσπάθεια, από τα τέλη ακόμη του 19ου αιώνα, του ευαίσθητου ποιητή Γεωργίου Δροσίνη. Με την αρωγή του κοσμοπολίτη λογοτέχνη Δημητρίου Βικέλα, της Εκκλησίας και φωτισμένων γυναικών έφερε σε πέρας τις προετοιμασίες για το Ίδρυμα. Πρώτη και επί μία τριακονταετία διευθύντρια του Ιδρύματος διετέλεσε η Ειρήνη Λασκαρίδου (1898-1958), η οποία αφιέρωσε τη ζωή της σε αυτό τον σκοπό.