Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Αυστροουγγαρίας, της σύγχρονης Κροατίας, βρέθηκε στην Ελλάδα τη δεκαετία 1920. Λάτρεψε τις ομορφιές και τους ανθρώπους της, παντρεύτηκε Ελληνίδα, πήρε την ελληνική ιθαγένεια και ήταν τέτοιο το πάθος του, ώστε χαρακτηρίστηκε «ελληνοπαθής»[1]! Επρόκειτο περί του Γεώργιου Βίνκο φον Πέσκε (Georg Vinko von Peschke, 1900-1959), ο οποίος συμμετείχε στον διεθνή κύκλο καλλιτεχνών που δραστηριοποιήθηκε εκείνη την εποχή στη χώρα μας. Έγινε μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών και εργάστηκε ως εικονογράφος αρχαιοτήτων, σε συνεργασία με Αμερικανούς αρχαιολόγους.
Το ενδιαφέρον του Πέσκε προσέλκυσαν η λαογραφία, τα τοπία και η λαϊκή αρχιτεκτονική σε όλη την Ελλάδα, ιδιαιτέρως δε του νησιού της Σκύρου. Εξάλλου, θεωρείται από κοινού με τους Αμερικανούς αρχαιολόγους- από τους γεννήτορες του κινήματος που αποκλήθηκε «Σκυρομανία»[2], προσελκύοντας το διεθνές ενδιαφέρον στο νοτιότερο και μεγαλύτερο νησί των Βορείων Σποράδων. Οι πίνακές του, πλημμυρισμένοι από το αττικό φως, έχουν συλλάβει το πραγματικό πνεύμα της παραδοσιακής ελληνικής ζωής. Ερχόμενος στην Ελλάδα, εγκλιματίστηκε γρήγορα και αγκαλιάστηκε τόσο από τους κριτικούς όσο και από τους συναδέλφους του.
Ένας πραγματικός ανεμοστρόβιλος δημιουργίας κατέκλυσε την ψυχή του Πέσκε, ο οποίος με το πενάκι και τις ελαιογραφίες του ξεκίνησε από τα Αναφιώτικα της Πλάκας των Αθηνών για να ταξιδέψει σε όλη τη χώρα: στη Σκύρο και από εκεί σε Δελφούς, Αράχοβα, Άμφισσα, Θεσσαλονίκη και Άγιον Όρος. Πρόσωπα και τοπία, πορτρέτα κοριτσιών και τσοπάνηδες, κυράδες των χωριών και γραφικοί τύποι της υπαίθρου αλλά και προσωπικότητες όπως ο Δημήτρης Μητρόπουλος αποδόθηκαν με τον μοναδικό του τρόπο. Οι σημαντικότερες εκθέσεις του έγιναν το 1927, σε συνεργασία με το Λύκειο των Ελληνίδων, και οι συλλεκτικοί κατάλογοι έγιναν ανάρπαστοι.
Ακολούθησαν εκθέσεις του στο «Ελληνικόν Ωδείον» του Βόλου (1928) και στο Ελληνογερμανικό Κλαμπ «Φιλαδέλφεια» (1930). Ήταν η χρονιά που δημοσίευσε εκτεταμένη θετική κριτική ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, εκτινάσσοντας στα ύψη τη φήμη του Πέσκε. Ακολούθησαν εκθέσεις στο Ξενοδοχείο «Το Νέον της Αγγλίας» στο Σύνταγμα (1934), στη Γκαλερί Αρνώ της Βιέννης (1935), στην Εύξεινο Λέσχη των Αθηνών (1939) κ.α. Εξάλλου, συμμετείχε και στην πρώτη Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του 1938. Η Τέχνη του αγκαλιάστηκε και από το ζεύγος Σικελιανού.
Δεκάδες ελαιογραφίες, υδατογραφίες και σκίτσα προκαλούσαν τον θαυμασμό για τον άνθρωπο που κατόρθωνε με απλοχεριά να μεταφέρει τα συναισθήματά του στις δημιουργίες του. Ήταν τέτοια η επιρροή που του άσκησε η ελληνική πραγματικότητα, ώστε σχεδίαζε να ανεγείρει και να διακοσμήσει ένα παρεκκλήσι βυζαντινού ρυθμού στη Σκύρο. Οπωσδήποτε είχε δεχθεί τα καλλιτεχνικά μηνύματα του Φώτη Κόντογλου αλλά και του κλίματος της δεκαετίας 1930, όταν η αγιογραφία θεωρούνταν βασικό συστατικό της σύγχρονης τέχνης.
Η σταδιοδρομία του Πέσκε κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1930. Συνέχισε να ζωγραφίζει και τις δεκαετίες 1940 και 1950. Ωστόσο το γεγονός ότι ήταν πολιτογραφημένος Έλληνας στα χρόνια της πολιτικής πόλωσης της ναζιστικής κατοχής και του ελληνικού εμφυλίου πολέμου τον απομόνωσε από την εύνοια που απολάμβανε. Το 1944 δεν δίστασε να πέσει στη θάλασσα και να σώσει έναν συνάνθρωπό του. Τιμήθηκε για την πράξη του με την απονομή του Αργυρού Ναυτικού Μεταλλίου. Μετά τον θάνατό του, το 1959, η καλλιτεχνική του επιτυχία και τα έργα του είχαν ξεχαστεί για να επανέλθουν στην επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια. Έργα του σώζονται σε πολλές συλλογές και δημοσιεύονται σε μονογραφίες και περιοδικά. Εξάλλου, πολλές συλλογές διαθέτουν οι δύο κόρες του, Ναυσικά Μάρτιν και Μαριάννα Μονακό, οι οποίες φροντίζουν για τη διάσωση και προβολή του έργου του πατέρα τους.