Απόγονοί του ο Νικ. Εγγονόπουλος και η Λένα Τριανταφύλλη
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Μια από τις πλέον γραφικές αλλά και πολύτιμες φυσιογνωμίες που έζησαν στην Αθήνα ήταν ο Πρωσσικής καταγωγής Φρειδερίκος Σμίτ (Friedrich Schmidt, 1797-1889). Γεννημένος στο Dessau του Anhalt, ήρθε στην Ελλάδα το 1833, σε ηλικία 36 ετών, με το βαυαρικό σώμα εκστρατείας, ως απλός λοχίας. Ήταν αγαθός χαρακτήρας, ιδιαίτερα εργατικός, ευθύς, σοβαρός και ολιγόλογος, ενώ διέθετε πλούσιες γεωπονικές γνώσεις.
Η προσφορά του Φρ. Σμιτ ιδίως στην ελληνική πρωτεύουσα, καθώς και της οικογενείας που δημιούργησε -μεταξύ άλλων ήταν και προπάππος του ζωγράφου Εγγονόπουλου- δεν έχουν ακόμη γνωστοποιηθεί στο ευρύ κοινό. Η δημοσίευση του γενεαλογικού τους δένδρου θα αποκαλύψει πόσο βαθιά ρίζωσε η οικογένεια αυτή στην αθηναϊκή κοινωνία και τις υπηρεσίες που προσέφεραν τα μέλη της, ιδιαιτέρως στο σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό.[1]
Ο Φρειδερίκος Σμιτ
Λόγω των γεωπονικών του γνώσεων ο Φρ. Σμιτ αποσπάσθηκε στην υπηρεσία της Αυλής και φύτευσε τον Κήπο των πρώτων προσωρινών Ανακτόρων (πλατεία Κλαυθμώνος – Παλαιά Βουλή). Συγχρόνως ανέλαβε την καλλιέργεια του δυτικού μέρους του περιβολιού του Χασεκή (Βοτανικός Κήπος) που αποτελούσε μέρος του Βασιλικού Υποστατικού, γνωστού υπό τον τίτλο «Δαφνί-Στεφάνι».
Από εκεί προμηθευόταν το Παλάτι τα λαχανικά και τα φρούτα, ενώ ο Σμιτ είχε αναλάβει και στην φροντίδα των βασιλικών βουστασίων που υπήρχαν στην περιοχή που νεμόταν ο βαυαρός Λουδοβίκος Ρουφ. Λόγω του χαρακτήρος του ο Σμιτ υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός στην Αθηναϊκή κοινωνία. Διακρινόταν για την αφοσίωσή του αφ’ ενός στον βασιλιά της Πρωσίας, κατόπιν αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμο Α’ Φρειδερίκο και αφ’ ετέρου στον βασιλέα Οθωνα.
Ο Σμιτ δεν συμμετείχε σε κοινωνικές εκδηλώσεις και συναγελαζόταν περισσότερο τους απλούς ανθρώπους που ήταν αφοσιωμένοι στην καλλιέργεια της γης. Δεν κατόρθωσε κατά τη διάρκεια της μακράς ζωής του να μάθει καλά τα ελληνικά. Ανακατεύοντας στην κουβέντα του γερμανικά και ελληνικά, έκανε παραμορφώσεις οι οποίες έμειναν παροιμιώδεις. Απέφυγε συστηματικώς να εμπλακεί στην πολιτική, παραμένοντας ωστόσο πιστός στον Οθωνα.[2]
Η οικογένεια
Ο Φρειδερίκος Σμιτ παντρεύτηκε την Υδραία Αθανασία Κακόμπεη, συγγενή της οικογένειας Βούλγαρη και κατοίκησαν αρχικώς στην περιοχή της Κολοκυνθούς σε σπίτι της οικογένειας των Ματρόζων. Στη συνέχεια και με δικές τους οικονομίες έκτισαν το δικό τους σπίτι, στη συμβολή της λεωφόρου Αμαλίας με την οδό Γκούρα, απέναντι από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Απέκτησαν έξι κορίτσια και ένα αγόρι, τον Αντώνιο Σμιτ.
Ο Αντώνιος ακολούθησε επίσης την επιστήμη του γεωπόνου, σπουδάζοντας με έξοδα του Γεωργίου Α’ στο Πότσνταμ όπου είχε σπουδάσει και ο πατέρας του. Είναι ο γεωπόνος που σχεδίασε τον Κήπο του Ζαππείου, ο οποίος ωστόσο υστερεί κατά πολύ εκείνου του Εθνικού. Μία από τις θυγατέρες του Φρειδερίκου παντρεύτηκε τον διευθυντή των Ταχυδρομείων Νικόλαο Ιωαννίδη. Την κόρη του τελευταίου Εριέττη Ιωαννίδη ερωτεύθηκε ο Παναγιώτης Εγγονόπουλος σε ένα ταξίδι του στην Αθήνα.
Γόνος του ζεύγους Π. Εγγονόπουλου υπήρξε ο μεγάλος μας ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος, ο οποίος φρόντισε να απαθανατίσει τον προπάππο του Φρ. Σμίτ σε ένα από τα χαρακτηριστικά έργα του, παρουσιάζοντάς τον με φόντο την Πύλη του Αδριανού. Εξάλλου και οι άλλες κόρες του Σμίτ συνδέθηκαν με σημαντικές οικογένειες των Αθηνών (Κάλκου, Διάγγελη, Λιώρη κ.ά.). Στους απογόνους του περιλαμβάνεται και η Λένα Τριανταφύλλη, γραμματεύς του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η οποία απεβίωσε τον Σεπτέμβριο 2018.
Το έργο του
Ο Φρ. Σμιτ θεωρείται από τους ανθρώπους οι οποίοι όχι μόνον στήριξαν την προσπάθεια της βασίλισσας Αμαλίας να εξαπλώσει το πράσινο στην Αττική αλλά της ενέπνευσαν ζήλο για το λαμπρό αυτό έργο της. Ως γνωστόν την ευθύνη του Εθνικού Κήπου είχε αρχικά ο βαυαρός γεωπόνος Smarat, ο οποίος είχε έρθει κατόπιν επιθυμίας της Αμαλίας από το Μόναχο. Ο Smarat είχε στο πλευρό του τον Φ. Σμίτ, ο οποίος είχε τη φροντίδα για τον κήπο των προσωρινών ανακτόρων.
Ο Σμιτ φρόντισε να μας περιγράψει πρώτος τον Εθνικό Κήπο του 19ου αιώνα, με άρθρο που δημοσίευσε στη γερμανική γλώσσα, στο περιοδικό Flora. Οι μεγάλες ευκαιρίες για να αναπτύξει τη δημιουργικότητά του η δημιουργία του Βασιλικού Κήπου Κτήματος της Αμαλίας βορείως των Αθηνών, του γνωστού μας Πύργου της Βασιλίσσης. Ταξίδευε ακατάπαυστα επιλέγοντας δένδρα και φυτά που μπορούσαν να ευδοκιμήσουν στην λεπτόγεια Αττική. Συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Π. Κάλκο για τη διαρρύθμιση του κήπου και χάραξε το έδαφος ακολουθώντας το Αγγλικό σύστημα.[3]
Η ανακάλυψη στο υπέδαφος κλάδου του υδραγωγείου που ερχόταν από τον Άγιο Θωμά (Γουδή) επέτρεψε να προσδώσει ευρωστία στην πρώτη βλάστηση. Αργότερα (1843), όταν χρειάσθηκε να χρησιμοποιήσουν και άλλα ύδατα της πόλεως, η οποία σχεδόν μονίμως μαστιζόταν από λειψυδρία, έδωσε αφορμή να κατηγορηθεί από τους Αθηναίους.
Συνήθειες
Ακαταπόνητος και πιστός στις αρχές του υπέστη επιθέσεις κατά την έξωση του Όθωνος, ακόμη και από ανθρώπους που είχε ευεργετήσει με την εργασία του και τις γνώσεις που μετέδιδε. Χωρίς να απεμπολήσει τα πιστεύω και τις αρχές του, έχαιρε εμπιστοσύνης και πραγματικής υπολήψεως από την αθηναϊκή κοινωνία, γεγονός που εκτίμησε ιδιαίτερα και ο βασιλιάς Γεώργιος Α’. Στο πρόσωπό του βρήκε έναν πιστό και πολύτιμο σύμβουλο.
Σοφός και εχέμυθος απολάμβανε τέτοια εμπιστοσύνη από τον βασιλιά ώστε οι αρβανίτες εργάτες του Κήπου έλεγαν πως «Σμιτ ίστ γκόλια βασιλέσι», δηλαδή πως ο Σμιτ είναι το στόμα του βασιλιά! Υπεράνω όλων όμως αγαπούσε τον Αυτοκράτορα της Γερμανίας. Μιλούσε με θαυμασμό για το πρόσωπό του και έτρεφε φαβορίτες όπως εκείνος. Κάποιες χρονιές μάλιστα του έστελνε ως δώρο σταφύλια της Αττικής, διατηρημένα μέσα σε βαρελάκι γεμάτο μέλι. Όπως ήταν φυσικό τα σταφύλια, τα οποία έφθασαν φρέσκα στο Βερολίνο, προκάλεσαν το θαυμασμό και την ευαρέσκεια του Αυτοκράτορα.[4]
Ο Φρειδερίκος Σμιτ είχε συνήθειες που τον έκαναν να ξεχωρίζει στην εποχή του. Δεν φορούσε καπέλο ή παλτό και δεν κρατούσε ομπρέλα. Εργαζόταν μέχρι τα γεράματά του στον Εθνικό Κήπο, έως ότου μια καταιγίδα τον βρήκε εργαζόμενο και ένας κεραυνός έπεσε κοντά στα πόδια του και τον άφησε ημιπαράλυτο. Αναγκάσθηκε έτσι να αποχωρήσει από την υπηρεσία σε ηλικία 85 ετών, χωρίς ωστόσο να αποχωριστεί τον αγαπημένο του κήπο.
Το τέλος
Ο βασιλεύς Γεώργιος του απένειμε ως σύνταξη όλες του τις αποδοχές. Συμφώνως προς όσα αναφέρει ο Κ. Μπίρης τηρούσε συστηματικά ημερολόγιο στο οποίο σημείωνε όχι μόνον τις εντυπώσεις της ζωής του αλλά και της καθημερινότητος των Ανακτόρων όπως την παρατηρούσε ως έμπιστος αυλικός του πρώτου βασιλικού ζεύγους της Ελλάδος.[5]
Το πολύτιμο αυτό για την σύγχρονη ελληνική ιστορία ημερολόγιο περιήλθε εις χείρας του γιού του Αντωνίου και παρέμεινε άγνωστη η τύχη του. Στα τελευταία της ζωής του, βοηθούμενος από τις κόρες του καθόταν στα παγκάκια και απολάμβανε τον επίγειο παράδεισο του Βασιλικού Κήπου που με τόσους κόπους και έξοδα είχε δημιουργηθεί στο κέντρο των νέων Αθηνών. Έφυγε από τη ζωή στις 17 Ιανουαρίου 1889, σε ηλικία 92 ετών.[6]