Προ δύο ετών στα Ιωάννινα εώρτασαν την φιλολογικήν πεντηκονταετίαν του αρίστου της Ηπείρου τέκνου, Χρήστου Χρηστοβασίλη. Του εορτασμού προηγήθη η δημοσίευσις της περί αυτού γνωμολογίας διαφόρων διανοουμένων. Εξ αυτής αντλούμεν σήμερον την σκέψιν του ποιητικωτέρου των ποιητών μας, ακόμη δε και του δυνατωτέρου των διηγηματογράφων μας. Και ο τελευταίος μεν χαρακτηρίζει τον Χρηστοβασίλην ως ένα από τους γενάρχας του νέου Ελληνικού διηγήματος, ο δε πρώτος συγκρίνει την δυάδα του Χρηστοβασίλη και του Κρυστάλλη προς την ξυνωρίδα του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη.
Ημπορεί όμως να ξεχωρίση κανείς και μίαν άλλην συστάδα, Ηπειρωτικήν και αυτήν, αναφορικώς προς την πραγματικήν δημοτικήν γλώσσαν, που ευωδιάζει σαν θυμάρι του Ιουλίου. Την συστάδα αυτήν αποτελεί η τριάς: Ζαλοκώστας (εις τα ανεπηρέαστα έργα ΤΟΥ), Κρυστάλλης και Χρηστοβασίλης. Αλλ’ η πνευματική αναβλάστησις του Χρηστοβασίλη έχει τόσους διακλαδισμούς, ώστε μόνον αν ανατρέψη κανείς την φράσιν και ερωτήση: τι δεν έχει δημιουργήσει ο «πουρναρίσιος» αυτός άνθρωπος – όπως εχαρακτηρίσθη εις τον τόπον του- υπάρχει κάποια ελπίς να προσανατολισθή εις το προβαλλόμενον ερώτημα.
Η αλληλογραφία
Ως δευτέρα εκδήλωσις αναγνωρίσεως της σημασίας της δημιουργίας του Χρηστοβασίλη, έρχεται η απόφασις των Ηπειρωτών, όπως δημοσιευθή η σειρά των έργων του: λαογραφικών, ιστορικών, τοπογραφικών, φυλετικων και λογοτεχνικών. Ούτε θέλω, ούτε πρέπει να μεταβληθή η Παρένθεσίς μου εις βιβλιογραφικήν αναγραφήν των έργων αυτών. Επιθυμώ όμως να προσθέσω ουσιώδη τινά ψηφίδα εις τον συνθετικόν καταρτισμόν των Απάντων του. Πρόκειται περί της αλληλογραφίας του. Δια παν ζήτημα σχετιζόμενον απ’ ευθείας προς την Ήπειρον ή προς συναφή θέματα, εζητείτο η γνώμη του- ο πλούτος δηλαδή των γνώσεών του, τον οποίον ουδέποτε εις ουδένα ηρνήθη ο Χρηστοβασίλης – και απήντα σαφώς και σοφώς.
Εκ των προς εμέ τοιούτων επιστολών του, δια ζητήματα τα οποία απησχόλουν την έρευνάν μου, ετήρησα τας πλείστας. Αναφέρονται δε αυταί εις θέματα χρονογραφικά, όπως λ.χ. το περί του παρομιώδους ογκώδους και πολυποειδούς κώδικος Κουβαρά και περί της τύχης αυτού, εις θέματα Φιλικά (ως προς την διάδοσιν ιδίως της Φιλικής Εταιρείας εις τους κύκλους του Αλή πασά) τοπογραφικά, φυλετικά- πολλά και ουσιωδέστατα τοιαύτα – εν οις και το περί των ονομάτων των διαφόρων φυλάρχων της Ηπείρου, το περί των παρ’ ημίν Βλαχοποιμένων και περί των δια νομάδων προελθουσών εις την Αττικήν τοπωνυμιών, από των προφραγκικών Βυζαντινών αιώνων και εξής.
Γενναίος Σουλιώτης
Τοιαύτη ήτο λ. χ. και η εκζητηθείσα πληροφορία περί του όρους της Σαμαρίνας Ο υ (Χ-υ), η ονομασία του οποίου δια τα του Πεντελικού ορθώς είχε μεταβιβασθή μετ’ άλλων τοπωνυμιών εις τον Πάπαν Ιννοκέντιον τον Γ’, εξ ου ονόματος είχε προέλθε η Βυζαντινή φράσις: Τα ου όπως λ.χ. τα Ναρσού, τα Κύρου κλπ., η καταλήξασα εις την Ταώ ή Νταού. Επίσης οι επιστολαί του Χρηστοβασίλη αναφέρονται εις θέματα γλωσσολογικά (παραδοξότατα ταύτα) εν οις και η εξακρίβωσις του ετύμου πολλών ονοματεπωνύμων, ως λ.χ. του Κατσαντώνη και του Πάλλη και άλλα και εις ποικίλα άλλα θέματα, ως λ.χ. το περί των ονομάτων παντός χρωματισμού ή χαρακτηρισμού προβάτων, η παραδοξοτάτη φεσολογία, αλλά και η γευστικωτάτη πιττολογία του.
Εκ των εθιμογραφικών του τέλος πληροφοριών, πλήρη μονογραφίαν αποτελεί η προς εμέ επιστολή του περί της αδελφοποιϊας (της βλαμιάς). Αλλ’ εις την περί αυτού γνωμολογίαν, την κατά την πεντηκονταετηρίδα του, υπάρχει και η εξής περικοπή: «Το όνομα του Χρηστοβασίλη είνε σύμβολον. Γενναίος Σουλιώτης, με όλα τα βάρη του όρου, φιλόπατρις μέχρις αυτοθυσίας. Δροσισμένος από τα νάματα του ενθέου χειμάρρου, ο οποίος από την Πίνδον εξεχύθη μέχρι της Λευκάδος του Ζαμπέλιου και του Βαλαωρίτη».
Κοχλάζουσα ψυχή
Ο Χρηστοβασίλης δεν ήτο προωρισμένος ούτε δια πολιτικός, ούτε δια δημοσιογράφος. Εστερείτο της απαραιτήτου ηρεμίας χαρακτήρος και επιφυλάξεως. Που να εύρη θέσιν η ψυχρά επισκόπησις εις την κοχλάζουσαν ψυχήν του, η οποία και διέρρηξε τέλος τα τοιχώματά της; Σειρά πολυμόρφων καταδιώξεων και ατυχημάτων συνέβαλον εις τούτο. Εις τα τελευταία του δε μόνον εγνώρισε την κατ’ ιδίαν ευτυχίαν. Η ειλικρίνειά του ήτο πολύ χαρακτηριστική. Κάποτε, εις τα Ιωάννινα, επεσκέφθη αυτόν εις το Τυπογραφείον-Γραφείον του, νεαρός αλλά και δυνατός χρονογράφος.
Τον περιγράφει, λοιπόν, οδηγούντα τους στοιχειοθέτας, βοηθούντα την διεκπεραίωσιν, διαβάζοντας εις το μεταξύ εφημερίδας, τας οποίας είχε χώσει εις τα θυλάκιά του και συγχρόνως καθήμενον κάθε τόσο εις το τραπέζι και γράφοντα. Διασώζει όμως και την εξής συνδιάλεξιν με τον Χρηστοβασίλην:
—Σας είχα επισκεφθή και άλλοτε, διδάσκαλε, προ τινων μόλις μηνών:
—Σε ξέχασα, παιδί μου.
Ο στέφανος
Όποιος ηυτύχησε να τον γνωρίση και να τον ακούση, θα αντιληφθή πλήρη την ευμορφιά της συντόμου ταύτης συνδιαλέξεως. Ο Χρηστοβασίλης εθύμωνε πολύ εύκολα και πάλιν ξεθύμωνε, όταν του απηύθυναν αντίρρησιν, η οποία του εφαίνετο επιτυχημένη. Με επεσκέφθη κάποτε, μετά την ομαδικήν απονομήν του Αριστείου των Γραμμάτων και από την ομάδα των οποίων η παράλειψις τον είχεν εξοργίσει, αλλά και λυπήσει πολύ, θεωρήσαντα την παράλειψιν ταύτην ως περιφρόνησιν της εργασίας του. Και τότε του είπα:
—Εις τον τόπο μας, Χρηστάκη, καλλίτερα να γελά κανείς παρά να κλαίη.
—Δίκηο έχεις!, μου είπε και ξεκαρδίστηκε στα γέλοια.
Επιθυμώ να καταλήξω, αφιερώνων γράμμας τινας εις τον άνθρωπον, εις τον όποιον διέλαμπεν η αρέτη, η καλωσύνη, η αφέλεια, η μετριοφροσύνη και η αθόρυβος και αδιαφήμιστος διαβίωσις και τον οποίον εχρύσιζεν η στοργική αφοσιώσις προς τους κυκλούντας αυτόν οικείους και φίλους.
Περιορίζομαι δε εις τα ολίγα ταύτα, αφού η μοίρα ηθέλησεν ώστε η ζωή του να είνε δι’ εμέ ανάμνησις, φέρουν προς αυτόν πλεκτόν «στέφανον εξ ακηράτου λειμώνος»: του λειμώνος των έργων του».[1]
ΑΝΑΔΡΟΜΑΡΗΣ