Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Οπωσδήποτε είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα η συναισθηματική και ερωτική ζωή ενός σημαντικού λυρικού ποιητή. Ακόμη περισσότερο όταν πρόκειται για τον καταγόμενο από το Μεσολόγγι και γνωστό, για τη στιχουργική του επιδεξιότητα και τη μουσική του αίσθηση, Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943). Ευκαιρίας δοθείσης θα φέρουμε στην επιφάνεια άγνωστες πληροφορίες για το πρώτο καρδιοχτύπι του. Το εξομολογήθηκε κάποτε στον θεατρικό λογοτέχνη, ποιητή, δημοσιογράφο, εκδότη και κονφερασιέ Χρήστο Πύρπασο (1914-2003). Τονίζοντας μάλιστα πως έκλαψε πικρά την πρώτη του αγάπη, την οποία έχασε πρόωρα χωρίς καλά – καλά να νιώσει την ερωτική της συντροφιά.
Ήταν πολύ μικρός, 14 ετών, όταν ένιωσε έντονο ερωτικό αίσθημα για μια 15χρονη. «Ένα πλασματάκι χαριτωμένο, θελκτικό, θείο που έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε ωραία με μια γλυκιά και απαλή φωνούλα» όπως έλεγε ο Μ. Μαλακάσης [1]. Το περιβάλλον που τη γνώρισε, το Μεσολόγγι, ήταν ειδυλλιακό∙ μέσα στον κήπο της τριγυρισμένη από τα ολάνθιστα λουλούδια της, «λουλούδι κι αυτή εξωτικό»! Ανάμεσα στα δυο παιδιά αναπτύχθηκε ένας αγνός έρωτας. Τον αγαπούσε και εκείνη και δεν τον άφηνε να φύγει σουρουπώνοντας, πότε κρύβοντας το καπέλο του και πότε φορώντας το η ίδια.
Περιγράφοντας το αίσθημα που αναπτύχθηκε, ο Μ. Μαλακάσης έκανε λόγο για «πουλάκι της ανοιξιάτικης αυγούλας»! Αλλά η εξέλιξη εκείνου του αγνού έρωτα ήταν δραματική. Ήταν λίγο καιρό πριν φύγει από το Μεσολόγγι ο Μαλακάσης, όταν πέθανε η πρώτη του αγαπούλα από φυματίωση. Άφησε ένα ασυμπλήρωτο κενό μέσα του, το οποίο το θυμόταν σε όλη του τη ζωή. Αφηγούμενος το γεγονός πολλά χρόνια αργότερα, όταν πλέον ήταν εβδομηντάρης, έλεγε πως ένα χέρι του είχε σφίξει την καρδιά και πως τα παιδικά του μάτια είχαν σκεπαστεί από ένα πέπλο μαύρο και άραχλο.
Παρά το γεγονός ότι το 1908 έκανε έναν επιτυχημένο γάμο, με την Ελίζα κόρη του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, φαίνεται πως δεν ξέχασε ποτέ τον παιδικό του έρωτα, την Ανθούλα όπως ήταν το όνομά της. Της είχε γράψει μάλιστα και ένα ποίημα το οποίο έως τα γεράματά του απάγγελε με απαλή φωνή. Το τελευταίο εξάστιχο ανέφερε: «Την πρώτη θυμούμαι που μούπες ημέρα / πονώ εδώ πέρα / στα στήθη πονώ. / Και σούκοψ’ ο βήχας τα λόγια στο στόμα / και σούδωσε χρώμα / παράξενο αχνό…» [2]. Με τον χαμό του κοριτσιού στην ψυχή του έφτασε στην Αθήνα και αμέσως άρχισε να δημοσιεύει κείμενά του και ποιήματα. Ως γνωστόν, τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων (1924) και διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Τριάντα πέντε χρόνια μετά την αποχώρησή του από το Μεσολόγγι, το 1920, ο Μ. Μαλακάσης, ξαναπέρασε με το τραίνο από το ξωκκλήσι όπου κοιμόταν τον αιώνιο ύπνο η Ανθούλα του. Στον περίβολό του, ανάμεσα σε αγριάγκαθα και σκοτεινά δένδρα διακρινόταν ο σταυρός του ερημικού της τάφου. Έφερνε ξανά στη σκέψη του την ιστορία των παιδικών του χρόνων. Πηγαίνοντας στο σπίτι του στο Μεσολόγγι «της έγραψα το τραγούδι αυτό για την άνθινη μνήμη της αγαπημένης μου Ανθούλας», όπως έλεγε: Ανθούλα, Ανθούλα, Ανθούλα αγαπημένη, / όσο ο καιρός περνά κι’ όσο διαβαίνει / μαζί του κι η ζωή μου μόνο ανθό. / Κυττάζω αχνά στον τάφο σου να τρέμη / την άχαρι ψυχή μου, που οι ανέμοι, / χτυπούν εκεί, Ανθούλα, που δε θαρθώ…». Αναγνώριζε ο Μ. Μαλακάσης, πως ο χαμός εκείνου του κοριτσιού ήταν το πένθος που τον συνόδευε όταν ήλθε στην Αθήνα. Ίσως να επηρέασε και τις πνευματικές δημιουργίες του, αφού το ποιητικό του έργο είναι γνωστό ότι διακρίνεται από απαισιόδοξη διάθεση.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 14 Φεβρουαρίου 2019