Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στα λίγα κέντρα διασκέδασης και στον «Υπόγειο Παράδεισο» του Παγκείου, όπου σύχναζε ο «ελαφρός κόσμος» στις αρχές της δεκαετίας 1890, κυριαρχούσε ο «ο αξιόμυτος κύριος Αποστόλης». Ο… αξιόμυτος λόγω της εντυπωσιακά μεγάλης μύτης του εκείνος τύπος είχε γεννηθεί το 1847 στην Κωνσταντινούπολη. Το φυσικό αυτό χαρακτηριστικό του κατόρθωσε να καλύψει εντέλει τα υπόλοιπα στοιχεία του, τα οποία θα μπορούσαν να μας ενημερώσουν λεπτομερέστερα για τη ζωή και τις δραστηριότητές του.
Δεν ήταν μόνον το μέγεθος της μύτης του που εντυπωσίαζε όποιον τον αντίκριζε, αλλά και η περίεργη… κατασκευή της, η οποία συνοδευόταν και από την κυρτή και οστεώδη σωματική του διάπλαση.
Καταρχάς, λοιπόν για την εμφάνισή του έγινε αντικείμενο συζήτησης ο Αποστόλης, ο οποίος ζούσε διαλαλώντας και πουλώντας τσιγάρα και καπνά.
Έχοντας μπροστά του κρεμασμένο έναν ταβλά πλανιόταν στα Χαυτεία διαλαλώντας με φωνή βραχνή και μονότονη το εμπόρευμά του, δίνοντας την εντύπωση κοινωνικού ναυαγίου που πάλευε με τα κύματα της βιοπάλης. «Καπνά και σιγαρέτα κύριοι», ήταν το μονότονο διαλάλημα του μοναδικού αυτού τύπου.
Ωστόσο η μύτη του γινόταν αντικείμενο κωμικοτραγικών επεισοδίων και πειραγμάτων. «Δώσε μου μια δεκάρα μύτη», του έλεγε ο ένας. «Δώσε μου ένα κουτί τσιγάρα και λίγη… μύτη», ο άλλος.
Τα πειράγματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. «Αποστόλη, δάνεισέ μου απόψε τη μύτη σου να ντυθώ μασκαράς!», «Αποστόλη με τέτοιο κρύο πως αποφάσισες να.. ξεμυτίσεις;», «Αποστόλη νοίκιασέ μου απόψε τη μύτη σου γιατί η δική μου είναι συναχωμένη». Ακολουθούσαν όμως άκομψες χειρονομίες και όσο περνούσε ο καιρός τα πράγματα χειροτέρευαν για τον αγαθό βιοπαλαιστή.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου μας παρέδωσε μια πλούσια περιγραφή του στις αρχές του 20ού αιώνα (1902), παρατηρώντας την ανθρώπινη πλευρά του, όταν πλέον ο Αποστόλης ήταν 55 ετών.
Έγραψε πως ήταν «ο μεγαλύτερος βιοπαλαιστής των Αθηνών» δίνοντας έμφαση στη χαρά του Αποστόλη, όταν δεν τον βασάνιζαν με άκομψα πειράγματα και χειρονομίες.
Επίσης ότι ο άνθρωπος που λοιδορούσαν οι καφενόβιοι και οι ξενύχτηδες υπηρετούσε κάποτε (1875) στην Χωροφυλακή, απ’ όπου αποχώρησε λόγω σοβαρών προβλημάτων στην όρασή του. Ύστερα βρέθηκε να κάνει τον πωλητή ζάχαρης και καφέδων με το τσουβάλι στην Κωνσταντινούπολη.
Από εκεί βρέθηκε στην Αθήνα να πωλεί τσιγάρα. Κοιμόταν στις 9 το πρωί, σηκωνόταν στις 3 το απόγευμα και γυρνούσε στους δρόμους μέχρι το άλλο πρωί.
Δεν είχε δική του οικογένεια αλλά συντηρούσε πέντε ορφανά ανίψια του σε μια άθλια χαμοκέλα χωμένη σε πάροδο της πλατείας Κάνιγγος.
Στα μέσα της δεκαετίας 1890 «ο εναβρυνόμενος διά το τερατώδες μέγεθος της ρινός του» θεωρούνταν πλέον «το στοιχείο των Χαυτείων, ο φίλος και γνώριμος όλων των νυκτοβίων, ο γνωρίζων καλώς τα διανυκτερεύοντα κέντρα»[1].
Η απουσία του έστω και μια νύχτα γινόταν είδηση στις εφημερίδες!
Γιατί «άφησε» την αθηναϊκή νύχτα!
Τα χρόνια περνούσαν και η πόλη άλλαζε με ραγδαίους ρυθμούς. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί δεν ευνοούσαν την παρουσία του Αποστόλη στις νυχτερινές διασκεδάσεις. Ο δυστυχής Αποστόλης αφού πάλεψε επί χρόνια με την αναλγησία, την ειρωνεία και τον χλευασμό και αφού ηττήθηκε εγκατέλειψε τη νύχτα που τον βασάνιζε για λίγες δεκάρες. Ένα πρωινό του Νοεμβρίου 1907 εμφανίσθηκε με τον ταβλά του γεμάτο γλυκίσματα. Έτσι η αθηναϊκή νύχτα έχασε διά παντός τον γραφικό της τύπο και τον κέρδισε η μέρα. Από τότε έπαψε και ο Αποστόλης να απασχολεί την επικαιρότητα μέχρι του σημείου να μην γνωρίζουμε πότε έφυγε από τη ζωή ο άνθρωπος που έγινε διάσημος για τη μύτη του!