Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το 1913 έφευγε από τη ζωή ο σπουδαίος Έλληνας ομογενής της Κωνσταντινούπολης και ευεργέτης Σπυρίδων Αθανασίου Σιδερίδης. Άφηνε πίσω του μια τεράστια περιουσία σε μετρητά, κτήματα στη Βάρνα, πετρελαιοπηγές στο Βατούμ, περίπου 20 φορτηγά ατμόπλοια, μετοχές στις μεγαλύτερες εταιρείες της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, της Μασσαλίας και διαφόρων μεγαλουπόλεων της Ρωσίας. Επίσης σοβαρή απαίτηση από το Οθωμανικό Δημόσιο, το οποίο είχε πιστώσει με μεγάλο ποσό. Σύμφωνα με την αποτίμηση που έγινε η περιουσία του υπολογιζόταν σε 700.000 χρυσές λίρες και το 72% αυτής το άφηνε στον εθνικό στόλο της Ελλάδος, στα νοσοκομεία του Βαλουκλή και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το υπόλοιπο διανεμήθει σε συγγενείς του, στη σύζυγό του, στους αδελφούς και τις αδελφές του[1].
Ο Σπυρίδων Σιδερίδης και ο αδελφός του Ξενοφών υπήρξαν υπερδραστήριοι έμποροι και εκμεταλλεύονταν με αξιοθαύμαστο τρόπο τις ευκαιρίες που έδιναν οι αγορές. Ανάμεσα στα άλλα ο Σπυρίδων πρέπει να θεωρείται από τους γεννήτορες του ισχυρού ελληνικού εφοπλισμού, αφού, σύμφωνα με στοιχεία που παραδίδει η Τζελίνα Χαρλαύτη[2], ήταν από τους χρηματοδότες Χίων εφοπλιστών (Καρράς, Χατζηπατέρας, Λιβανός, Λεμός).
Αλλά η προσφορά του μεγάλου αυτού ευεργέτη, ο οποίος αποφάσισε να δώσει τους κόπους μιας ζωής στην πατρίδα, δεν επρόκειτο να φτάσει στον προορισμό της.
Παρά τις προσπάθειες της συζύγου του Θεοφανώς, συγγενείς κατόρθωσαν με τεχνάσματα και απάτες να καρπωθούν το κληροδότημα προς τον εθνικό στόλο, χρησιμοποιώντας στην αρχή την πρόφαση πως ήταν Ρώσος υπήκοος και δεν μπορούσε να καταστήσει κληρονόμο τον στόλο ξένου κράτους.
Οι πρόθυμοι συνεργάτες που βρήκαν στην Τουρκία και η αδιαφορία του ελληνικού κράτους επέτρεψαν στους σφετεριστές να αρπάξουν τεράστια ποσά που ήταν κατατεθειμένα σε ελβετικές τράπεζες, να αποκρύψουν χρεόγραφα, να συντάξουν πλαστούς ισολογισμούς και εν ολίγοις να παρουσιάσουν ως μειωμένη την κληρονομιά. Είναι απίστευτο ίσως το γεγονός πως ο Δωδεκανήσιος γιατρός, βουλευτής και σπουδαίος Έλληνας Σκεύος Ζερβός, ο οποίος ασχολήθηκε γενικότερα με τα ζητήματα των κληροδοτημάτων, παρουσίασε στην Ελληνική Βουλή το θέμα, συνοδευόμενο από μοναδικά τεκμήρια, έκανε καταγγελία πως «κάποιος ανεψιός ηξεύρει να ξεκοκκαλίζη του αειμνήστου ανδρός την περιουσίαν»[3] και ζητούσε να συνεχιστούν οι έρευνες.
Αλλά δεν ίδρωνε το αυτί του δύσκαμπτου Ελληνικού Δημοσίου. Έτσι, το 1933 αναγκάστηκε να συμβιβαστεί εισπράττοντας λιγότερες από 20.000 λίρες και αυτές δραχμοποιημένες.
Ελάχιστα ήταν και τα ποσά που έφτασαν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Οι αθεόφοβοι συγγενείς δεν δίστασαν να βάλουν χέρι και στην περιουσία που άφησε η γυναίκα του Θεοφανώ Σιδερίδου, η οποία έφυγε από τη ζωή το 1934.
Μηνύσεις και μεγάλη απώλεια εσόδων
Η Θεία δίκη όμως παραφύλαγε. Κάποια ανιψιά της, η οποία ανακάλυψε τις κομπίνες, κατέθεσε μηνύσεις αποκαλύπτοντας πτυχές της υπόθεσης και κάνοντας τα υπουργεία Ναυτικών, Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εξωτερικών να ασχοληθούν με το ζήτημα.
Οι εξονυχιστικές ανακρίσεις έφεραν στο φως συγκλονιστικά στοιχεία, καθώς και τις μεθοδεύσεις που είχαν χρησιμοποιηθεί. Σε εκατοντάδες χιλιάδες λίρες ανέρχονταν τα έσοδα που είχε απωλέσει το Ελληνικό Δημόσιο και το σκάνδαλο συγκλόνισε την κοινή γνώμη. Ένας ένας οι συγγενείς έπαιρναν τον δρόμο της φυλακής, ενώ η Αστυνομία τους κυνήγησε ακόμη και στην Ελβετία, όπου κατέφυγαν για να σωθούν. Για την περίσταση συστήθηκε Ειδικό Δικαστήριο, με Πρόεδρο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και οι ποινές υπήρξαν παραδειγματικές.