Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Υπάρχουν μερικές εκκλησιές, οι οποίες ενώ κατεδαφίστηκαν τα νεότερα χρόνια, σχεδόν λέξη δεν γράφτηκε για χάρη τους παρά το γεγονός ότι η ιστόρησή τους πολλά είχε και έχει να προσφέρει στην ιστορία των Αθηνών. Ανάμεσά τους και ο Άγιος Σπυρίδων, μια βασιλική μονόκλιτη εκκλησίτσα, ένας ναΐσκος, ιδιωτικό παρεκκλήσι όπως τα άλλα των Αθηνών. Βρισκόταν στο νότιο άκρο της Στοάς του Αττάλου, στην οδό Ευρυσακείου 16. Το εκκλησάκι ανήκε στη σπουδαία αθηναϊκή οικογένεια των Χαλκοκονδύληδων, η οποία και φρόντισε να το σώσει από τη μανία… καταδίωξης που αφάνισε δεκάδες ναΐσκους τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα. Πρόκειται για εξαιρετικά σημαντική πληροφορία γιατί, μεταξύ άλλων, από έγγραφα της εποχής, πληροφορούμαστε ότι απέναντι βρισκόταν μετά την απελευθέρωση ένα από τα σπίτια της οικογένειας, η οποία εξέλιπε προ πολλού από αρρενογονία[1]. Ήταν κι αυτό ένα από τα ζητούμενα των ερευνητών.
«Το εκκλησίδιον ο Άγιος Σπυρίδων, το ευρισκόμενον αντίκρυ της παλαιάς οικίας του ποτέ Νικολάου Χαλκοκονδύλη, εξ αμνημονεύτου εποχής, καθώς και εκ των προπατόρων μας καλώς γνωρίζωμεν, είναι ιδιοκτησία των κ.κ. Χαλκοκονδύληδων», διαβεβαίωναν το 1836 πολλοί γηγενείς Αθηναίοι, όπως οι Σωτήρης Κυριακός, Νικόλαος Γέροντας και Συμεών Πατούσας[2]. Μπαρουτοκαπνισμένοι όλοι από τα χρόνια της Επανάστασης μνημόνευαν τον Νικόλαο Χαλκοκονδύλη, ο οποίος είχε ζήσει τον 18 αιώνα. Γνώριζαν βεβαίως τους απογόνους του, τον Χατζή Σπυρίδωνα, γιο του Νικόλαου και τον Μιχαήλ γιο του Παναγή που ήταν γνωστός ως Μικέλης και έφυγε από τη ζωή το 1892, φορώντας πάντα τη φουστανέλα του. Υπήρξε δημοτικός σύμβουλος του δήμου Αθηναίων και διώκτης των ληστών που καταδυνάστευαν την Αττική. Τα δύο ξαδέλφια έδιναν τη μάχη να σώσουν το εκκλησάκι. Από το 1838, μόλις ενηλικιώθηκε μπήκε στον αγώνα και ο Ιωάννης Χαλκοκονδύλης[3].
Το 1841, οι ίδιοι απευθύνονταν στο αρμόδιο υπουργείο Εκκλησιαστικών λέγοντας πως ενώ είχαν καταθέσει από καιρό τα έγγραφα της ιδιοκτησίας τους για το «ερειπωμένον εκκλησίδιον ο Άγιος Σπυρίδων» δεν είχαν λάβει απάντηση[4]. Στην συνέχεια ενημέρωναν το ίδιο υπουργείο, ότι το οικόπεδο της εκκλησίας «υπάγει να καταντήση σχεδόν δημόσιος απόπατος». Ήθελαν να ξαναστήσουν το εκκλησάκι για δική τους χρήση και ζητούσαν να εκδοθούν οι απαραίτητες αποφάσεις. Επίσης κατέθεταν γραπτή καταγγελία πως λεηλατούνταν τα οικοδομικά υλικά του ήδη κατεστραμμένου ναΐσκου. Τα κατάφεραν λοιπόν και τον έσωσαν τον Άγιο Σπυρίδωνα, ο οποίος έμελλε να ζήσει πολλές δεκαετίες ακόμη και να περάσει στα χέρια της οικογένειας Ματουκά, η οποία φαίνεται πως τον ανακαίνισε κιόλας.
Ωστόσο, ο ναΐσκος κατεδαφίστηκε το 1930 για τις ανάγκες των ανασκαφών της αρχαίας αγοράς και οι αρχαιολόγοι θα γράψουν στα ημερολόγιά τους, ότι η Αγία Τράπεζα είχε το σχήμα τετράγωνης πλάκας και στις τέσσερις πλευρές υπήρχε η επιγραφή «ΣTAMOΣ KAI KAΛOMOIPA / ΓEΩPΓIOΣ XPIΣTOΣ / ΣΩTHPIOΣ ΘEOΦANHΣ / MATOYKA»[5]. Κάτω από το οικογενειακό όνομα υπήρχε η ημερομηνία «1863». Αυτό προφανώς ήταν και το έτος που είχαν γίνει οι επισκευές που προαναφέρθηκαν. Φαίνεται δε, πως στα τελευταία χρόνια του ο Άγιος Σπυρίδων λειτουργούσε ως παρεκκλήσι των γειτονικών Αγίων Αποστόλων.
Μπορεί χαμηλά οι τοίχοι να είχαν υγρασία και αρκετές φθορές να είχαν προκληθεί παράταυτα οι αρχαιολόγοι κατόρθωσαν να διασώσουν και να αποκολλήσουν αρκετές τοιχογραφίες, μερικές από τις οποίες μεταφέρθηκαν στους Αγίους Αποστόλους. Τοιχογραφίες όπως του τιμώμενου Αγίου Σπυρίδωνος, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, του Αγίου Βλασίου, του Αγίου Ελευθερίου, του Αγίου Αντωνίου, του Αγίου Συμεών του Στυλίτη αποκολλήθηκαν και διασώθηκαν ενώ το σύνολο του εσωτερικού του ναού ευτυχώς φωτογραφήθηκε. Ύστερα κατεδαφίστηκε και χάθηκε ο ναΐσκος του Αγίου Σπυρίδωνα, όπως και η κτητορική του οικογένεια οι Χαλκοκονδύληδες.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 12 Δεκεμβρίου 2020.