Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Οι Αθηναίοι έδειχναν μεγάλο σεβασμό στον Άγιο Χαράλαμπο που ήταν ο προστάτης τους από τους μεγάλους λοιμούς. Σώζονται πολλές ιστορίες και πλούσιες περιγραφές για τον τρόπο που λάτρευαν τον Άγιο όχι μόνον στην Αθήνα, αλλά και στη Σαλαμίνα και στα Αμπελάκια. Όπως τα αρχαία χρόνια που ύφαιναν πέπλα και χιτώνες για τους θεούς, έτσι και στα νεότερα χρόνια κοπέλες ύφαιναν πουκάμισα και άλλα υφάσματα για να τιμήσουν τον Άγιο και να τον ευχαριστήσουν διότι έσωσε τις ίδιες και τους οικείους τους από κάποιο κακό ή έναν κίνδυνο.
Ωραία περιγραφή μάς παρέδωσε ο Θεοδόσιος Βενιζέλος για τα έθιμα στην Αθήνα από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ακόμη. Όπως όταν ξέσπασε στην Αθήνα το αποκαλούμενο δεύτερο «θανατικό», δηλαδή όταν ξέσπασε λοιμός πανώλης το 1792. Είχε προηγηθεί, τρία χρόνια νωρίτερα (1789), άλλος λοιμός που είχε αποδεκατίσει τον πληθυσμό της πόλης, χριστιανούς και Τούρκους[1].
Ανήμερα λοιπόν, του Αγίου Χαραλάμπους μάζεψαν σαράντα μονοστέφανες, όπως τις αποκαλούσαν, γυναίκες που πρόσφεραν από κάποιο χρηματικό ποσό και έκαναν ένα αλετράκι και ένα καράβι αργυρό. Πήραν και δύο μοσχαράκια δίδυμα, στα οποία έζεψαν το αλέτρι και έφεραν τρεις φορές τον γύρο της πόλης.
Ύστερα έγραψαν τις ασθένειες όλες σε ένα χαρτί και τις έβαλαν στο καραβάκι. Πήγαν στο δρόμο του Πειραιώς, έσκαψαν έναν λάκκο και έσφαξαν τα ζωντανά. Στη συνέχεια τα έριξαν όλα, καραβάκι, μοσχάρια, αλέτρι κ.λπ., μέσα και τα σκέπασαν, βάζοντας από πάνω μία κολόνα. Ήταν συνήθης τακτική να «θάβουν» το κακό και να τοποθετούν από πάνω ένα κολονάκι. Θεωρούσαν δε πολύ κακό να τολμήσει κάποιος να μετακινήσει το κολονάκι, διότι το κακό θα ερχόταν και πάλι στην επιφάνεια. Γι’ αυτό αντέδρασαν όταν οι Βαυαροί το αφαίρεσαν από την οδό Πειραιώς, όταν έφτιαχναν τον δρόμο (1835).
Εν πάση περιπτώσει, εκείνες οι σαράντα μονοστέφανες γυναίκες έγνεσαν βαμβάκι, το έκαναν πανί, κατασκεύασαν το «πουκαμισάκι» του Αγίου Χαραλάμπους και το κρέμασαν στην εικόνα του. Την επομένη έκοψαν το πουκαμισάκι σε μικρά τεμάχια, τα οποία έκαναν φυλαχτά και τα μοίρασαν στους Αθηναίους και τις Αθηναίες για να τους προστατεύουν από το κακό των λοιμών. Ο Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους, χρησιμοποιώντας και άλλες γραπτές και προφορικές πηγές συμπλήρωσε την εικόνα για το έθιμο με το πουκαμισάκι του Αγίου[2]. Επισήμανε πως το χρησιμοποιούσαν ως «φλάμπουρο» στη λιτανεία, στην οποία προπορεύονταν τα δύο μικρά βόδια σέρνοντας μικρό άροτρο και ανοίγοντας γύρω από την πόλη τον αποκαλούμενο «μαγικό κύκλο». Ήταν ο κύκλος που θα εμπόδιζε την πανώλη να εισέλθει στην πόλη.
Το κερόζωμα της εκκλησίας και της εικόνας
Ένα ακόμη έθιμο, σχετικό με τους κινδύνους της εξάπλωσης νόσων στην πόλη επικρατούσε την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας και συνεχίστηκε τα χρόνια που ακολούθησαν. Ήταν το περίφημο κερόζωμα. Όταν η πόλη ή κάποιο σπίτι εμφανιζόταν αρρώστια και βρισκόταν σε κίνδυνο, τότε έζωναν μία εκκλησία, συνήθως τον Άγιο Ιωάννη της Κολόνας, ή κάποια εικόνα με νήμα το οποίο είχαν βουτήξει σε κερί. Αυτό ήταν το κερόζωμα, με το οποίο πίστευαν ότι περιέστελλαν το κακό και καθιστούσαν τον Άγιο πιο ασφαλή και βέβαιο φρούραρχο και σωτήρα. Πρόκειται για συνήθεια που σε ελάχιστες περιπτώσεις συνεχίζεται και στις ημέρες μας και έχει την καταγωγή της στην αρχαιότητα, όταν περίζωναν και περίδεναν τους ναούς των θεών και τα αγάλματά τους. Ο Θ. Βενιζέλος πιστοποιεί πως και στα νεότερα χρόνια είδε γυναίκες, γέροντες και παιδιά να περιζώνουν το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννου με κερόζωμα για να προστατεύσουν την πόλη και τους κατοίκους της από τους πυρετούς που τους βασάνιζαν[3].