Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ο Λόφος Σκουζέ ή Λόφος Αγίου Αιμιλιανού που βρίσκεται βορείως του Κολωνού, οφείλει τις ονομασίες του στην πασίγνωστη αθηναϊκή οικογένεια και στον βυζαντινό ναΐσκο που βρισκόταν στην κορυφή του. Από τα παμπάλαια χρόνια, μέχρι και μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, οι παλιοί Αθηναίοι που είχαν τη δυνατότητα να έχουν εξοχικά κτήματα ή υποστατικά, έκτιζαν ιδιωτικές εκκλησίες σε Αγίους, των οποίων η μνήμη τιμάται πανηγυρικά ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Έτσι, πηγαίνοντας στις εξοχές της εποχής και απολαμβάνοντας τις χαρές των αθηναϊκών περιβολιών είχαν την ευκαιρία να ασκήσουν και τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Ο Παναγής Σκουζές
Ένα από αυτά τα εκκλησάκια ήταν και αυτό του Αγίου Αιμιλιανού στον Λόφο του Σκουζέ. Ο Παναγής Σκουζές, ο Αθηναίος πρόκριτος που έδρασε στους αγώνες για την απελευθέρωση της Aκρόπολης, είχε βορειοδυτικά του Λόφου ένα κτήμα περίπου 15 στρεμμάτων, όπου έκτισε έναν οικίσκο για να ξεκαλοκαιριάζει με την οικογένειά του. Μετά τον θάνατό του τάφηκε νοτίως του Αγίου Αιμιλιανού και ο Κήπος περιήλθε στη θυγατέρα του Δρακούλα που είχε παντρευτεί τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Ευθύμιο Καστόρχη. Ο γιος του, ο τραπεζίτης Γεώργιος Σκουζές (1811-1884), αγόρασε τη γύρω έκταση με το νοτιοανατολικό της λόφο διαμορφώνοντας ένα μεγάλο κτήμα, το οποίο μάντρωσε. Ήταν δε, κατάφυτο με ελαιόδεντρα στο μεγαλύτερο μέρος του [1].
Η κύρια ονομασία του λόφου, πριν πάρει εκείνην του ιδιοκτήτη του, ήταν Λόφος (του Αγίου) Αιμιλιανού, από την εκκλησία που βρισκόταν στην κορυφή του. Εξάλλου, Αιμιλία ονόμασε ο Γεώργιος Σκουζές, μία από τις θυγατέρες του προς τιμή του Αγίου. Πρόκειται για την Αιμιλία Παχύ που διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην κοινωνία των Αθηνών. Την έκταση εκείνη, περίπου 80 στρέμματα, αγόρασε ο Γεώργιος Σκουζές από διάφορους ιδιοκτήτες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν ορισμένοι από τους ξένους που είχαν επενδύσει σε γη κατά την περίοδο της απελευθέρωσης. Όπως ο Γκρην, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στην Αθήνα από την περίοδο της Επανάστασης, αλλά και ο μεγαλοϊδιοκτήτης τεράστιων περιοχών Αμπούδιος Μπότζαρης [2].
Σεισμός και παράδοση
Ο λόφος φυτεύτηκε με εκλεκτά ελαιόδενδρα, πεύκα, κυπαρίσσια και μερικά οπωροφόρα από τον Γεώργιο Σκουζέ. Ακόμη και σουλτανίνα σταφίδα, είχε φυτέψει εκεί ο Σκουζές, όπου για το πότισμά της είχε ανοίξει ιδιαίτερο φρέαρ, αφού δεν έφτανε το νερό των δύο άλλων πηγαδιών που είχε το κτήμα. Εγκατέστησε δε και ατμομηχανή ανεβάζοντας το νερό στον λόφο, επίτευγμα πρωτοποριακό για εκείνη την εποχή. Ο Γ. Σκουζές φρόντισε να αναστηλώσει και το βυζαντινό εκκλησάκι το οποίο επισκέπτονταν για να προσκυνήσουν απ’ όλες τις γειτονικές συνοικίες. Ο Άγιος Αιμιλιανός θεωρούνταν κατά κάποιον τρόπο «πολιτογραφημένος» προσφιλής Άγιος που θύμιζε στους γηγενείς τα παλιά καλά και άσχημα χρόνια, τις περιπέτειες, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις της μακροχρόνιας σκλαβιάς.
Το σημαντικότερο είναι ότι θεωρούνταν προστάτης των Αθηναίων κατά της ελονοσίας που συχνά πυκνά μάστιζε την πόλη. Αλλά λίγα χρόνια μετά την αναστήλωσή του, στον μεγάλο σεισμό του 1854, το εκκλησάκι κατέρρευσε. Η εικόνα του Αγίου σώθηκε από τα ερείπια. Από την επομένη κιόλας του σεισμού, η Ελένη Σκουζέ, θεοσεβής Αθηναία, φρόντισε να στηθεί ένα μαρμάρινο προσκυνητάρι. Και την επόμενη χρονιά ένα μικρό ξύλινο ξωκλήσι. Εκεί προσκυνούσαν τον Άγιό τους οι πιστοί. Τα χρόνια πέρασαν και στη θέση του παλαιού ναϊδρίου κτίσθηκε μια δεξαμενή. Η τοπική παράδοση έλεγε ότι, ενώ την ημέρα ανέβαζαν το νερό, το βράδυ εξαφανιζόταν. Οι άνθρωποι του λαού θεωρούσαν αμαρτία την ανέγερση της δεξαμενής στη θέση της Εκκλησίας και μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα ακόμη, έκαιγαν καντηλάκι πάνω στη δεξαμενή σε ανάμνηση της εξαφανισμένης εκκλησιάς τους.
Περιπέτειες
Κάθε χρόνο, στις 18 Ιουλίου, την ημέρα της εορτής του, μετέφεραν την εικόνα του Αγίου από την εκκλησία που είχε εν τω μεταξύ ανεγερθεί λίγο πιο πέρα. Ο λόφος άλλαξε ιδιοκτήτες το 1918. Κόντεψε ολόκληρος να πέσει θύμα της ανοικοδόμησης και οι πολιτικές παρεμβάσεις ακολουθούσαν η μία την άλλη. Η περιοχή κηρύχθηκε δασωτέα το 1915, αλλά περίπου 10 χρόνια αργότερα –επί δικτατορίας Πάγκαλου– έγιναν οι σχετικές εξαιρέσεις με ιδιαίτερο Νόμο! Αλλά πάντοτε οι κάτοικοι της περιοχής, παλαιοί και νέοι είχαν στην ψυχή τους τον τοπικό τους Άγιο, του οποίου η εικόνα και τα υπάρχοντα φιλοξενούντο στον Άγιο Μελέτιο των Σεπολίων. Παρεκκλήσι του θεωρείτο ο Άγιος Αιμιλιανός.
Πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η περιοχή θα κατοικηθεί κυρίως από Κυκλαδίτες, ιδιαιτέρως δε από Μυκονιάτες. Και ενώ ο ιδιοκτήτης της περιοχής την οικοπεδοποιεί και προβαίνει σε πωλήσεις, οι κάτοικοι συγκεντρώνουν τα απαραίτητα και ανεγείρουν -με χίλια βάσανα- έναν ξύλινο ναό κοντά στην παλιά θέση, στις υπώρειες του Λόφου του Σκουζέ. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1935, ο Ναός αυτός αναγνωρίσθηκε επισήμως ως ενοριακός. Η συνέχεια δόθηκε τα δύσκολα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν ο ιερέας Εμμανουήλ Σαρρής και οι ενορίτες του αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, που ήταν η επέκταση του ναού, η αγιογράφηση και διακόσμησή του. Στην υπόθεση ενεπλάκησαν το εκκλησιαστικό συμβούλιο, δωρητές και οι υπηρεσίες του δήμου Αθηναίων.
Ανέγερση και διακόσμηση
Τη μελέτη για την ανέγερση ουσιαστικώς νέου ναού ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Αλέξανδρος Μεταξάς (1900-1979), ενώ το έργο της ανοικοδόμησης ολοκλήρωσε ο αρχιτέκτονας Γεώργιος Νομικός (1905-2003). Εξωτερικά ο ναός ντύθηκε με μπεζ σκαλιστό μάρμαρο Δομβραίνης, ενώ ουσιαστικώς συνέβαλε στην ολοκλήρωσή του ο δήμαρχος Αθηναίων Γεώργιος Πλυτάς. Ωστόσο, εκείνοι που συνέβαλαν, όσο κανείς άλλος, ήταν οι πιστοί οι οποίοι με τον οβολό τους αντιμετώπισαν τις ανάγκες. Οι μαρμάρινες πλάκες που βρίσκονται στην είσοδο και στη δυτική πλευρά του ναού αναφέρουν τις οικογένειες της περιοχής, οι οποίες φρόντισαν να αφήσουν πίσω έντονα τα ίχνη της πίστης τους.
Το 1971, ο δήμος Αθηναίων διαμόρφωσε τον περιβάλλοντα χώρο, με πρωτοβουλία του Δημητρίου Ρίτσου και τον Μάρτιο του 1976 τελέστηκαν, με κάθε επισημότητα, τα εγκαίνια του σταυρεπίστεγου μετά τρούλου ναού. Την αγιογράφηση του ναού ανέλαβε ο Αγιογράφος Νικόλαος Μπρισνόβαλης και συνέχισε ο Αναστάσιος Δαμίγος. Ο ναός του Αγίου Αιμιλιανού του Λόφου Σκουζέ ευτύχησε να έχει στους κόλπους του πιστούς που προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες, γεγονός που αποτυπώθηκε και στην εσωτερική του διακόσμηση. Στον μαρμάρινο Δεσποτικό Θρόνο και στον Άμβωνα, έργα του μαρμαρογλύπτη Κ. Περράκη, καθώς και στα ξυλόγλυπτα έργα του ναού τα οποία φιλοτέχνησε ο Θεοφάνης Νομικός [3]. Επίσης, εντυπωσιάζει το μαρμάρινο τέμπλο του.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 14 Ιουλίου 2012