Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Έκπληκτοι, όσοι πήγαιναν να εκκλησιαστούν το 1864 στους ναούς, άκουγαν τους ιερείς από το ιερό βήμα να ρίχνουν κατάρες και να αφορίζουν τους εμπρηστές των δασών[1]! Η Ιερά Σύνοδος με δυναμική παρέμβασή της υπέγραφε Εκκλησιαστικό Επιτίμιο εναντίον όσων έκαιγαν συστηματικά δημόσια και ιδιωτικά δάση σε όλη την Ελλάδα και μετέτρεπαν σε έρημα σπουδαία δενδροσκέπαστα βουνά. Ο αφορισμός της Εκκλησίας, ο οποίος κυκλοφόρησε τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς, διαβαζόταν επί τρεις συνεχείς Κυριακές και ιδιαίτερα στα χωριά όπου σημειώνονταν καταστρεπτικοί εμπρησμοί. Πρόκειται για μια άγνωστη πτυχή της σύγχρονης ιστορίας μας που αποκαλύπτει τις σχέσεις της Εκκλησίας με το περιβάλλον αλλά και τον τρόπο που αντιδρούσαν στα μεγάλα προβλήματα μπαρουτοκαπνισμένοι Ιεράρχες.
Ήταν μια χρονιά που είχαν ξεσπάσει φοβερές πυρκαγιές. Θαυμάσια και πολύτιμα δάση, δημόσια και ιδιωτικά, είχαν παραδοθεί στις φλόγες και είχαν αποτεφρωθεί. «Δενδροσκέπαστα όρη εγένοντο διά μιας έρημα και άκοσμα», όπως ανέφερε η Ιερά Σύνοδος. Η οποία προκειμένου να πάψει το κακό προέτρεπε και νουθετούσε τους πιστούς να αναλογιστούν το βάρος της αμαρτίας και την αιώνια κόλαση που περίμενε τους εμπρηστές και γενικότερα όσους προκαλούσαν βλάβη στο περιβάλλον. Ο εμπρησμός είναι πράξη κακοποιός τόνιζε η Εκκλησία, ενώ δεν ήταν λίγα τα θύματα από τις πυρκαγιές που ξέσπαγαν κάθε καλοκαίρι.
Αποκαλούσε όργανα του διαβόλου εκείνους που έβαζαν τις φωτιές, αλλά και εκείνους που τους προέτρεπαν και τους καθιστούσε υπόδικους της αιώνιας κόλασης. Όσοι λοιπόν έκαιγαν τα δάση, από πρόθεση, ολιγωρία ή συμφέρον έπρεπε να θεωρούνται διεστραμμένοι, αφού γίνονταν αίτιοι ζημιών που δεν μπορούσαν να επανορθωθούν. Όλοι αυτοί, λοιπόν, αλλά και εκείνοι που τυχόν τους προέτρεπαν ή τους γνώριζαν και δεν τους μαρτυρούσαν θα ήταν «αφωρισμένοι, κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον άλυτοι».
Το περιεχόμενο του αφορισμού είναι πράγματι ανατριχιαστικό. Καταδίκαζε τους εμπρηστές να τρέμουν πάνω στη γη όπως ο Κάιν, να σχιστεί η γη και να τους καταπιεί όπως τον Δαθάν και τον Αβειρών που είχαν ξεσηκωθεί εναντίον του Μωυσή. Επίσης οι εμπρηστές να κληρονομήσουν τη λέπρα του Γιεζή, να καταταχθούν στη μερίδα του Ιούδα και άγγελος Κυρίου να τους καταδιώκει με πύρινη ρομφαία. Η οργή του Θεού να πέσει στα κεφάλια τους, να μη δουν ποτέ προκοπή, όσο κι αν εργάζονται και τα σπίτια τους να ερημώσουν και να έχουν την κατάρα όλων των Αγίων και θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας.
Οι πέντε μπαρουτοκαπνισμένοι Μητροπολίτες που υπέγραψαν το ανατριχιαστικό Επιτίμιο
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πέντε μέλη της Ιεράς Συνόδου που υπέγραφαν τον αφορισμό, αφού και οι πέντε είχαν ενεργό ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Πρώτος ο Μητροπολίτης Αθηνών και Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου Θεόφιλος, κατά κόσμο Θεόδωρος Βλαχοπαπαδόπουλος (1790-1873). Προστατευόμενος του Παλαιών Πατρών Γερμανού ήταν μπαρουτοκαπνισμένος και είχε εισφέρει τα μέγιστα στην Εθνεγερσία, όπως εξάλλου και οι άλλοι αρχιερείς. Δεύτερος υπέγραφε τον αφορισμό ο Μητροπολίτης Αργολίδος Γεράσιμος Παγώνης (1792-1867), αγωνιστής της Επανάστασης που καταγόταν από τη Μικρά Μαντίνεια της Καλαμάτας. Μυημένος στη Φιλική Εταιρεία απόλαυσε μετά θάνατον την τιμή να του απονεμηθεί ο τίτλος του αντιστράτηγου. Ακολουθούσε η υπογραφή του Μητροπολίτου Φθιώτιδος Καλλίνικου Καστόρχη (1789-1877), συγγενούς του εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄. Είχε χρηματίσει ιδιαίτερος γραμματέας του Γέρου του Μοριά, υπηρέτησε ποικιλοτρόπως και από διάφορες θέσεις τον Αγώνα και υπήρξε πρόσωπο, το οποίο με τον μειλίχιο χαρακτήρα και τη σοφία του, κατόρθωνε να ειρηνεύει ολόκληρες περιοχές. Τέταρτος Μητροπολίτης που υπέγραφε τον αφορισμό των εμπρηστών ήταν ο Χαλκίδος Καλλίνικος (1780-1866), ο οποίος κατά την Επανάσταση είχε δράσει στην περιοχή της Μακεδονίας. Πέμπτο μέλος της Ιεράς Συνόδου ήταν ο Μαντινείας και Κυνουρίας Θεοφάνης ο Σιατιστεύς (1787-1868), αγωνιστής της Επανάστασης και γραμματέας του Εμμανουήλ Παππά.