Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Την εποχή του Μεσοπολέμου η Ελλάδα αντιμετώπισε την πρώτη μεγάλη «επίθεση» του φαινομένου των ναρκωτικών στην πρωτεύουσά της, ενώ το 1932 υπήρχαν «τριάντα πέντε χιλιάδες τοξικομανών εις τας Αθήνας και τον Πειραιά»!
Δημοσιογραφικές έρευνες κατέγραφαν τους χώρους και τους τρόπους διακίνησης και αγοραπωλησίας των ναρκωτικών –λίγο απέχουν από τη σημερινή πραγματικότητα–, την αντίδραση της Αστυνομίας και τις πρώτες προσπάθειες για επιστημονική αντιμετώπιση του προβλήματος. Είχε δημιουργηθεί ένας «δίαυλος θανάτου» με την Αίγυπτο, όπου πηγαινοέρχονταν έμποροι ναρκωτικών, δημιουργώντας ισχυρό δίκτυο στη Μεσόγειο, και στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο –το 1931– εισάγονταν περισσότερα περιστατικά «ηρωινομανών» και λιγότερα ψυχοπαθών!
Οι ουσίες που κυκλοφορούσαν ήταν το όπιο, η μορφίνη, η ηρωίνη, η κοκαΐνη, η ευκοδάλη, η δικωδίδη, η διλωδίδη, η ινδική κάνναβις κ.ά. Η προσπάθεια να δημιουργηθούν κέντρα φιλοξενίας προσέκρουσε στις τοπικές αντιδράσεις, ενώ το φαινόμενο αντιμετωπίσθηκε συστηματικά στα χρόνια της δικτατορίας του Ι. Μεταξά[1].
Το πρόβλημα
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της εποχής, όπως καταγράφηκαν στις μελέτες του γιατρού Σπυρίδωνα Βάμβα, οι χρήστες στην Αθήνα και στο επίνειό της, τον Πειραιά, υπολογίζονταν το 1932 σε 35.000. Το πρόβλημα είχε πλήξει ιδιαίτερα τους προσφυγικούς πληθυσμούς. Δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ ο ένας στους είκοσι στην Αθήνα και τον Πειραιά ήταν χρήστης κάποιας ουσίας!
Όσο για την πιο προωθημένη θεραπεία που εφαρμοζόταν, προέβλεπε τις πρώτες 72 ώρες, τα τρία πρώτα 24ωρα, να δέχεται ο ασθενής ενέσεις σκοπολαμίνης και μορφίνης, μία ένεση κάθε 6-7 ώρες. Ο ασθενής έπεφτε σε νάρκη και όταν αφυπνιζόταν εισερχόταν «εις το στάδιον της μεταμελείας»[2]!
Με αυτή τη μέθοδο ο Βάμβας υποστήριζε ότι είχε θεραπεύσει «320 αλήτας τοξικομανείς», εκ των οποίων το 40% είχε ξαναπέσει στα ναρκωτικά, διότι δεν είχε τη δυνατότητα να συντηρηθεί και είχε βρεθεί με τις ίδιες παρέες. Έδινε, μάλιστα, στοιχεία για το προφίλ των ναρκομανών αφού επισήμαινε ότι από τους 320 που είχε «θεραπεύσει» οι 144 ήταν έγγαμοι, ενώ από αυτούς οι 108 διατελούσαν σε χηρεία ή διαζύγιο. Κατέληγε δε στο συμπέρασμα ότι «η τοξικομανία καταστρέφει τον έρωτα»[3]!
Οι χώροι διακίνησης
Ποια ήταν τα στέκια τους; Στην πλατεία Βαρβακείου, κοντά στο περίφημο «ΣΥΣΣΙΤΙΟ», φιλανθρωπική προσπάθεια που στεγαζόταν στη συμβολή των οδών Σωκράτους και Αριστογείτονος, στο κτίριο που σώζεται μέχρι σήμερα. Σύχναζαν στα διάφορα γιαπιά κοντά στην οδό Αθηνάς και κάτω από το Εργατικό Κέντρο, όπου κούρνιαζαν τις νύχτες.
Εξάλλου, τους γνώριζαν όλοι οι επαγγελματίες της οδού Αθηνάς, ιδιαίτερα δε όσοι διατηρούσαν ψαράδικα στην οδό Βαρβάκη. Το εμπόριο ναρκωτικών διεξαγόταν στο κέντρο της πόλης, με επίκεντρο μάλιστα τη Στοά Πάππου, και ξεκινούσε στις έξι το πρωί.
Επίσης γινόταν στις παρόδους γύρω από το Βαρβάκειο –τότε σωζόταν ακόμη το Σχολείο–, στη Λαχαναγορά –η οποία βρισκόταν στη συμβολή της Ιεράς Οδού με την οδό Πειραιώς–, στα τέρματα των τραμ, στα καταγώγια που είχαν φυτρώσει στην περιοχή του Δέλτα του Φαλήρου, στην πλατεία Καραϊσκάκη στον Πειραιά και σε μικρά καφενεία, τα οποία επιβίωναν χωρίς να έχουν πελατεία. Τα καφενεία αυτά ανήκαν σε αποφυλακισμένους, διαρρήκτες που ήταν γνωστοί στην Αστυνομία. Οι μεγαλέμποροι παρέμεναν πάντα «ασύλληπτοι και αόρατοι».
«Να περισυλλεγούν το ταχύτερον»
Το καλοκαίρι του 1932 φαίνεται πως η κατάσταση στην Αθήνα είχε γίνει αφόρητη. Οι καταστηματάρχες της οδού Αθηνάς και των κάθετων δρόμων ζητούσαν να ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπιση της «πληγής των κοκαϊνομανών και μορφινομανών», οι οποίοι λυμαίνονταν τα μέρη τους. Η απάντηση δημοσιευόταν σύντομα στις εφημερίδες: «Συνεστήθη επιτροπή (που) θα τους περισυλλέξη όλους, θα τους κλείση σε κάποιο απομακρυσμένο μοναστήρι-ιατρείο και εκεί θα τους αρχίση συστηματική θεραπεία»[4].
Αλλά όσα μέτρα και αν λάμβανε η Αστυνομία ο αριθμός των τοξικομανών –κυρίως μορφίνης και κοκαΐνης– αυξανόταν. Αρκετοί συλλαμβάνονταν αλλά συνέχιζαν αμέσως μόλις ελευθερώνονταν. Άλλοι ζητιάνευαν στους δρόμους και άλλοι έκλεβαν, κάνοντας ό,τι είναι δυνατόν «για να ικανοποιήσουν το πάθος των».
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως η Αστυνομία ήξερε «όλη την οργάνωσι καθώς και τα πρόσωπα που την απαρτίζουν, από των μεγαλόσχησμων ιδρυτών των τραστ μέχρι των μικροπρακτόρων και μεταπρατών»! Αλλά δήλωνε πως δεν μπορούσε να αντιδράσει «διότι αντιβαίνει η επέμβασίς της στα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτου»[5]. Επίσημα δηλωνόταν πως δεν υπήρχε νομικό οπλοστάσιο και δεν ήταν εύκολο να συλληφθεί ο έμπορος με τα ναρκωτικά στα χέρια. Και όταν συλλαμβανόταν η ποινή ήταν εξαιρετικά μικρή, οπότε κάποιος αντικαταστάτης ή η γυναίκα του συνέχιζε την πώληση μέχρι ο ίδιος να βγει από τη φυλακή!
Οι «χώροι φιλοξενίας» και το περίεργο «Μουσείον»
Ο μόνος ειδικευμένος επιστήμονας της εποχής, ο γιατρός Σπ. Βάμβας, πρότεινε να περισυλλεγούν οι χρήστες και να κλειστούν σε Μοναστήρι του Ωρωπού. Τα χρήματα έδινε το Υπουργείο Πρόνοιας, αλλά η Εκκλησία φοβόταν μήπως δημιουργηθεί προηγούμενο με τη διάθεση των μοναστηριών. Σημειώθηκαν αντιδράσεις, όπως έγινε και στην Αίγινα όταν προτάθηκε να φιλοξενήσει τους ναρκομανείς η ιστορική Μονή της. Οι κάτοικοι του νησιού ξεσηκώθηκαν και το κοινοτικό συμβούλιο σήκωσε «επανάσταση», στάση που διατήρησε και κάθε περιοχή στην οποία προτεινόταν για να φιλοξενήσει εξαρτημένους. Οπότε το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε…
Εν τω μεταξύ, το 1932, στις Φυλακές Συγγρού αναπτυσσόταν ένα πρωτότυπο Μουσείο με τις συσκευασίες με τις οποίες συγγενείς και φίλοι των κρατουμένων για ναρκωτικά επιχειρούσαν να τους προμηθεύσουν ουσίες. Κουτιά γλυκισμάτων, ταψιά, πάσης φύσεως μαγειρικά σκεύη και αγγεία, ειδικά διασκευασμένα με τρόπο ώστε κατά τη μεταφορά του φαγητού ή γλυκισμάτων στους κρατουμένους να μεταφέρονται και ναρκωτικά για να «μη στεναχωρείται ο κρατούμενος»[6]!
Ειδικά συσκευασμένα πακέτα τσιγάρων, γραβάτα με ειδική εσοχή, ειδική κρύπτη στην κορδέλα του καπέλου, ειδικά φτιαγμένες επιστολές ήταν μερικά από τα περιεχόμενα του ιδιότυπου εκείνου Μουσείου.
Το ανελέητο κυνηγητό
Τον Ιούνιο του 1936 η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση «Προς καταστολήν του παρανόμου εμπορίου των ναρκωτικών φαρμάκων», την οποία το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά κύρωσε με αναγκαστικό το νόμο το 1937. Από τότε εξαπολύθηκε ένα ανελέητο κυνηγητό, ενώ οργανώθηκαν ειδικές υπηρεσίες στην Ασφάλεια και στο Υπουργείο Πρόνοιας. Οι ποινές για τους εμπόρους ναρκωτικών έγιναν εξοντωτικές, όπως και οι χρηματικές ποινές[7].
Από το 1938 οι λαθρέμποροι ναρκωτικών εκτοπίζονταν και οι ελληνικές διωκτικές υπηρεσίες ανέπτυξαν συνεργασία με τις αντίστοιχες υπηρεσίες των ευρωπαϊκών χωρών και της Τουρκίας. Το φαινόμενο σχεδόν εξαφανίστηκε για να επανέλθει με σφοδρότητα τις τελευταίες δεκαετίες.