Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Οι πάσης φύσεως καταστροφές, τις οποίες κακώς αποκαλούμε θεομηνίες, που σημαίνει οργή του Θεού, απασχολούν το ανθρώπινο γένος από την εμφάνισή του. Στην εποχή μας η τεχνολογία, οι πρόοδοι των κοινωνιών και τα προηγμένα συστήματα αντιμετώπισης οπωσδήποτε κατορθώνουν να τιθασεύσουν, πάντα σε κάποιο βαθμό, την οργή της φύσης.
Διότι παλαιότερα, ακόμη και σε σύγχρονα χρόνια, η κατάσταση ήταν ανεξέλεγκτη όταν π.χ. ξεσπούσε μία πυρκαγιά. Ούτε ελικόπτερα υπήρχαν, ούτε αυτοκίνητα πυροσβεστικής, ούτε καν πυροσβεστική υπηρεσία. Στα χρόνια του Όθωνα μία αντλία χειροκίνητη υπήρχε όλη κι όλη και αυτή για να σπεύδει σε φωτιές που ξεσπούσαν μέσα στην πόλη των Αθηνών και με αποτελέσματα ιδιαίτερα πενιχρά.
Ούτε δεξαμενές νερού υπήρχαν έως τις αρχές της δεκαετίας 1850 ώστε να χρησιμοποιούνται όταν ξεσπούσαν φωτιές. Άνδρες του στρατού, από τις δυνάμεις που έδρευαν εντός των Αθηνών, αναλάμβαναν τις περισσότερες φορές να αντιμετωπίσουν κάθε έκτακτη κατάσταση και πυρκαγιά. Και αυτά για όσα συνέβαιναν μέσα στην πόλη, αφού δεν υπήρχε κάποιο οργανωμένο σχέδιο για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών που κατέστρεφαν μεγάλες δασικές εκτάσεις σε όλη την Ελλάδα αλλά και στην Αττική.
Το ίδιο ίσχυε και όταν ξέσπασε μία από τις μεγαλύτερες και πλέον καταστροφικές πυρκαγιές που γνώρισε η Αττική κατά τον 19ο αιώνα.
Η φωτιά εμφανίστηκε στην Πεντέλη περί τα τέλη Αυγούστου 1842 και οι αντιδράσεις που σημειώθηκαν ήταν ιδιαιτέρως χαλαρές. Μέχρι που εξαπλώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε τα βράδια η φωτιά φαινόταν από κάθε σημείο της Αττικής και οι καπνοί έφταναν μέχρι τους κατοικημένους τόπους.
Τότε κλήθηκε να δράσει ο δήμαρχος Αθηναίων Ανάργυρος Πετράκης, αφού τα όρια του δήμου έφταναν εκείνη την εποχή έως την Πεντέλη. Θεωρήθηκε, δηλαδή, δική του αρμοδιότητα και προσπάθησε να οργανώσει τα πράγματα σε συνεργασία με τη Νομαρχία Αττικής. Οι δυνάμεις που διέθεταν οι δύο Αρχές ήταν ελάχιστες και ο πληθυσμός δεν ήταν ευαισθητοποιημένος σε ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος και του πρασίνου.
Ακόμη πιο ανησυχητικό ήταν το γεγονός ότι οι κάτοικοι των γειτονικών περιοχών αρνούνταν ακόμη και να συμμετάσχουν στις προσπάθειες για την αποτροπή επέκτασης της πυρκαγιάς σε κατοικημένους τόπους. Ο κόσμος ζούσε ακόμη με τη νοοτροπία και τις συνθήκες που επικρατούσαν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Δηλαδή η φωτιά σταματούσε, όταν πλέον δεν είχε τίποτε άλλο να κάψει. Αφού τα πράγματα χειροτέρευαν και προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση ο δήμαρχος Αθηναίων και γιατρός Αν. Πετράκης εξέδωσε μια Εγκύκλιο, την οποία δημοσίευσε με πληρωμένες καταχωρίσεις σε όλο τον Τύπο.
Ταυτοχρόνως τελάληδες απλώθηκαν όπου υπήρχαν κάτοικοι, απ’ άκρου εις άκρον σε όλη την Αττική και διαλαλούσαν: «Επειδή εκ της εκραγείσης εν τω Πεντελικώ πυρκαϊάς, επαρατηρήθη ότι οι κάτοικοι των πέριξ χωρίων έδειξαν την μεγαλύτερη απάθειαν και δυστροπίαν διά την κατάσβεσίν της… ειδοποιούμεν πάντας τους κατοίκους του Δήμου τούτου ότι εις περίστασιν ολιγωρίας, εκτός ότι θέλωμεν τους καταδιώξη δυνάμει του Νόμου, θέλομεν προς τοις άλλοι μεταχειρισθή κατ’ αυτών και τα μέσα της βίας»[1]!
Τιμωρία διά νόμου σε όσους δεν παρείχαν βοήθεια
Ο Δήμαρχος χρησιμοποιούσε διατάξεις του ποινικού νόμου που προέβλεπε τιμωρία για όσους παραμελούσαν να παράσχουν τη βοήθειά τους σε περίπτωση δημόσιας ανάγκης, για να πείσει τους κατοίκους να συμμετέχουν στην κατάσβεση των πυρκαγιών. Και δεν παρέλειπε βεβαίως να επισημάνει τις καταστροφές που προκαλούσαν.
Ιδιαίτερα στην Αττική, έγραφε στη διακήρυξη ο Δήμαρχος Αθηναίων, το κάψιμο των δασών «επαυξάνει την ανυδρίαν, κατασταίνει το κλίμα των Αθηνών θερμότερον την ώραν του θέρους και επομένως νοσοδέστερον». Έτσι θεωρούσε πως «η συνδρομή εις την απόσβεσιν των πυρκαϊών, είναι υποχρεωτική εις τους κατοίκους εν γένει του δήμου, οσάκις εντός αυτού συμβαίνει τοιούτον τι δυστύχημα»[1]. Τα αποτελέσματα μπορεί να ήταν πενιχρά από τις Εγκύκλιο του δημάρχου και τις κινητοποιήσεις, αλλά τουλάχιστον εκείνη τη φορά η Αττική δεν θρήνησε θύματα ή μεγάλες καταστροφές σε κατοικημένους τόπους.