Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στις χειμαζόμενες κοινωνίες πολλοί είναι εκείνοι που προσπαθούν να επιβιώσουν προβάλλοντας τη ρώμη και τα προσόντα με τα οποία τους προίκισε η φύση. Άνθρωποι του λαού, στερούμενοι τις περισσότερες φορές άλλων προσόντων, εξασφαλίζουν τα προς το ζην προβαίνοντας σε πράξεις που δεν τα καταφέρουν οι… κοινοί θνητοί. Τραβώντας οχήματα με τα δόντια τους, σπάζοντας μεγάλα αντικείμενα πάνω στο σώμα τους και τόσα άλλα ευρηματικά κόλπα. Όπως εξάλλου και ο Κουταλιανός, ο οποίος μάσαγε σίδερα. Υπήρχε όμως και κάποιος που δεν μασούσε αλλά κατάπινε σίδερα και μάλιστα για διασκέδαση και όχι για δεκαρολογία!
Ήταν ο, γεννημένος το 1883 στην Προύσσα της Μικράς Ασίας, Χρήστος Ψωμάς ή Κοσμάς. Ο άνθρωπος αυτός είχε απωλέσει τους συγγενείς και την περιουσία του στον μεγάλο ξεριζωμό. Γεμάτος ζωντάνια και κέφι κατόρθωσε σύντομα να ξαναφτιάξει τη ζωή του και να δημιουργήσει τη δική του όμορφη και πολυμελή οικογένεια. Στις αρχές της δεκαετίας 1930 είχε οκτώ παιδιά, εκ των οποίων τα τρία σε ηλικία παντρειάς. Μπορεί να ήταν χιλιοβασανισμένος αλλά δεν είχε χάσει τη φρεσκάδα, τον εύθυμο χαρακτήρα και το κέφι του για ζωή.
Για να ζήσει την οικογένειά του, επιδόθηκε σε κάθε είδους χειρονακτική εργασία. Ορθοπόδησε και επιδιδόταν σε ελληνικότατα γλέντια μοιράζοντας άφθονους αστεϊσμούς. Άφθαστος καλαμπουρτζής, άριστος μίμος και περιζήτητος στις παρέες και στα πανηγύρια, στους γάμους και στις βαπτίσεις. Έτσι και μια φθινοπωρινή Κυριακή του 1931 βρέθηκε στον συνοικισμό Αγίας Βαρβάρας του Παλαιού Φαλήρου, προσκαλεσμένος σε βάπτιση από κάποιον συμπατριώτη του. Ο μπάρμπα Χρήστος, όπως τον αποκαλούσαν, δεν άργησε να έλθει στο κέφι.
Αλλά όποτε περιερχόταν σε κατάσταση ευθυμίας έκανε κάτι απίστευτο. Κατέβαζε μαχαιροπήρουνα στο λαρύγγι του! Έτσι κάποτε η παρέα δεν άργησε να αρχίσει τις παροτρύνσεις: «Μπάρμπα Χρήστο, έλα! Το πιρούνι, το πιρούνι στον λαιμό σου». Ξεκίνησε και εκείνος την επίδειξή του. Στην αρχή εξαφάνισε μέσα στον λάρυγγά του ένα κουτάλι και μετά ένα μαχαίρι. Απέμενε η τελευταία προσπάθεια με το πιρούνι. Επέλεξε ένα μεγάλο πιρούνι, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος ατυχήματος. Όμως από την πολλή ρετσίνα φαίνεται πως τα πράγματα δεν πήραν καλή τροπή και το κακό δεν άργησε να γίνει.
Το πιρούνι πήρε τον… κατήφορο και προφανώς κατέληξε στο στομάχι του. Ο ίδιος συνέχισε να πίνει και να αστειεύεται, αλλά οι γύρω του ανησύχησαν και κάλεσαν γιατρό. Αλλά ο μπάρμπα Χρήστος… κατατρόπωσε ακόμη και τον γιατρό αναγκάζοντάς τον με το στανιό να πιει μαζί του λίγο κρασάκι. «Βρε μην ανησυχείτε θα το χωνέψω. Ξέρετε τι στομάχι έχω εγώ; Μπορώ να χωνέψω ακόμη και τον κουμπέ (τρούλο) της Αγίας Σοφίας». Ο γλεντζές Μικρασιάτης πήγε κανονικά για ύπνο και επί 48 ώρες δεν είχε την παραμικρή ένδειξη ή ενόχληση που θα μπορούσε να τον ανησυχήσει. Μόνον όταν σκόνταψε κάπου στο Φάληρο, καθώς πήγαινε για μεροκάματο με τον κασμά στην πλάτη, ένιωσε το πιρούνι να καρφώνει τα τοιχώματα του στομάχου του. Χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν, πήγε μόνος του στο προσφυγικό νοσοκομείο, όπου και υπεβλήθη αμέσως σε εγχείρηση στομάχου. Δεν είπε σε κανέναν που κάθεται και μετά το χειρουργείο επέτρεψε να ειδοποιηθεί η οικογένειά του. Διότι, όπως έλεγε, δεν ήταν ανάγκη να χαλάσει κανενός το κέφι με τον θάνατό του. Και σε όσους αναρωτιούνταν αν θα επαναλάμβανε το εγχείρημά, τους απαντούσε ότι το σκεφτόταν διότι μετά την περιπέτεια, του είχε κάπως κοπεί η όρεξη! « Άκου λέει. Γιατί όχι; Μόνον για να μην βαρυστομαχιάζω δεν θα το καταπίνω» δήλωνε στους δημοσιογράφους[1].