Πίσω στον κάμπο τον πλατύ, στην παραπάνω χώρα
κάποιος στα χρόνια τα παληά κατάρα είχε δώσει
να βγη στη μάνα του νερού θεριό ξαγριεμένο
να μην αφίνη το νερό τη χώρα να ποτίση,
και τα σπαρτά να ξεραθούν και να διψούν οι ανθρώποι.
Και το θεριό παράγγειλε στο βασιλειά της χώρας
πως αν του στέλνη καθε αυγή να τρώγη ένα κορίτσι
θ’ αφίνη λίγο το νερό να τρέη μεσ’στον κάμπο·
κ’ η κόρη ναν’ από γενηά κι’ απ’ όλαις διαλεγμένη
μοναχοκόρη κι’ ώμορφη και μοσχαναθρεμμένη,
Κι’ ο βασιληάς σαν τ’ άκουσε βγάζει πικρό φερμάνι,
κάθε πρωΐ στην έλεψι τον κλήρο να τραβούνε
σταις ώμορφαις, σταις διαλεκταίς και σταις μοναχοκόραις,
κι’ όποια ειν’ εκείνη η άτυχη που θα της πέση ο κλήρος
να τήνε πάνε στο θεριό για τάμμα να την φάγη.
Πηγαίνουν μιά, πηγαίνουν δυό, πηγαίνουν τρεις και πέντε
και κάθε αυγή μιάν ώμορφη και μια μοναχοκόρη.
μαυροφορούν οι χωριανοί, μαυροφορούν μανάδες
και κλείνουν τ’ αρχοντόσπητα και μοιρολόγια βγάζουν.
Μα μιαν αυγή, μια κυριακή, μια ’πίσημην ημέρα
ο κλήρος πήγε κ’ έπεσε σε μιαν αρχοντοπούλα
πούχε τ’ αμέτρητα προικιά, τα κάλλη τα περίσσια.
Κ’ η μάνα της σαν τ’ άκουσε βαρειά λιγοθυμάει
και κλαίει και σκοτόνεται και σαν τρελλή φωνάζει·
«Θέ μου μεγαλοδύναμε, μια χάρι σου γυρεύω,
εσύ που βλέπεις τ’ ουρανού το διαμαντένιο πλάτος,
τα ποιό βαθειά της θάλασσας και την καρδιά της μάνας,
κύττα και την καρδούλα μου και μη με ξεστοχιάσης,
και δος μου σε παρακαλώ για μια στιγμή μονάχα
την ευμορφιά της κόρης μου και τα γλυκά της νηάτα»
Κι’ ο Θεός την ελυπήθηκε κ’ εχάρισε στη μάνα
την ευμορφιά της κόρης της και τα γλυκά της νηάτα,
κ’ η μάνα εξεκίνησε μυριοκαμαρωμένη
για να την φάγη το θεριό, να ζήση η κόρη ’πίσω.
Ήταν η ώρα πούτρεμε το τελευταίο αστέρι
κ’ επρόβαλλ’ ο Αυγερινός κ’ εκρύβουνταν η Πούλια
κ’ ερρόδιζ’ η Ανατολή κ’ εφεγγοβόλα η Δύσι.
Η μάνα παίρνει το στρατί και το βουνό ανεβαίνει
και φθάνει απάνω στου νερού τη στοιχειωμένη μάνα
κι’ ακούει άγριο μουγγριτό απ’ του θεριού το στόμα,
και βλέπει σπίθαις πούβγαιναν απ’ του θεριού τα μάτια.
Ανατριχιάζει σύσσωμη και πνίγετ’ η φωνή της,
μα παίρνει δύναμι απ’ το Θειό κι’ απ’ την πολλήν αγάπη
κ’ εφτέρωσαν τα πόδια της κ’ εθέριεψεν ο νους της,
κ’ αστόχιασε το θάνατο για τη ζωή της κόρης
κ’ έσκυψε μόνη στου θεριού το πεινασμένο στόμα.
Μάταν η ώρα θεϊκή κ’ ευλογημέν’ η ώρα
και μεσ’ στα σπλάχνα του θεριού ζωντάνεψ’ η καρδιά της
και το θεριό απόκτησε καρδιά που δεν την είχε.
Κι’ όσα κορίτσια επήγαιναν για να τα φάη για τάμμα
τα κύτταζε, τα πόναγε με την καρδιά της μάνας
κι’ άφινε πάλι το νερό χωρίς να φάη κανένα,
ως ότου πειά ξεψύχησεν απ’ την πολλή του πείνα…
Έτσι της μάνας η καρδιά και το θεριό νικάει.