Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Όπως συμβαίνει σε κάθε προεκλογική περίοδο, έτσι και στην παρούσα βλέπουμε στους τηλεοπτικούς δέκτες τη δημοφιλή ταινία «Υπάρχει και φιλότιμο» με πρωταγωνιστή τον υπουργό Ανδρέα Μαυρογιαλούρο, τον οποίο ερμηνεύει θαυμάσια ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Η ταινία αυτή γυρίστηκε από τη «Φίνος Φιλμ», το 1965 και όμως διατηρεί τη δροσιά και τον αυθορμητισμό της.
Ασχολείται με τα πολιτικά μας ήθη, σατιρίζει χωρίς να θίξει και κερδίζει το κοινό όλων των ηλικιών. Ωστόσο, η ταινία αυτή υπήρξε το καταστάλαγμα της εμπειρίας μιας ολόκληρης δεκαπενταετίας. Το αρχικό σενάριο τροποποιήθηκε και πριν γυριστεί ταινία παρουσιάστηκε δύο φορές ως θεατρικό έργο, την πρώτη μάλιστα χωρίς επιτυχία.
Υπόθεση και θέατρο
Αφού λοιπόν η ταινία συνεχίζει να συγκινεί και να διασκεδάζει τους θεατές αξίζει να ιστορήσουμε τη διαδρομή της στον χρόνο. Στρέφοντας το βλέμμα μας στο καλοκαίρι του μακρινού 1950. Τότε δύο θεατρικοί συγγραφείς, οι Αλέκος Σακελλάριος και Χρήστος Γιαννακόπουλος, απολάμβαναν την επιτυχία του έργου τους «Δεσποινίς ετών 39» που είχε σημειώσει επιτυχία στο θέατρο «Κεντρικόν» και στη συνέχεια στο θέατρο «Μακέδο» με τον θίασο Βασίλη Λογοθετίδη. Στη συνέχεια δε προγραμμάτιζαν να ανεβάσουν ένα νέο έργο τους, την κωμωδία «Αναγκαστική προσγείωσις». Πράγματι, τον Ιούνιο 1950 ανέβασαν την κωμωδία τους, όχι όμως με τον θίασο Βασίλη Λογοθετίδη, αλλά στο «Θέατρον Τέχνης» και στη συνέχεια στο θέατρο «Μακέδο» της οδού Θεμιστοκλέους.
Η υπόθεση του έργου ήταν μια απόπειρα διακωμώδησης της πολιτικής πραγματικότητας. Ο υπουργός Ιωάννης Τρακαντάρης, τον οποίο υποδυόταν ο 30χρονος ηθοποιός Βασίλης Διαμαντόπουλος, ύστερα από ένα αεροπορικό ατύχημα πέφτει… ουρανοκατέβατος σε ένα μικρό και αγνοημένο χωριό της εκλογικής του περιφέρειας. Εκεί διαπιστώνει πως ότι έκανε για το καλό του κόσμου κατέληξε ουσιαστικά στο καλό μονάχα ορισμένων επιτηδείων. Ο υπόλοιπος κόσμος τον αναθεματίζει. Και ο Τρακαντάρης που πέφτει κυριολεκτικά από τα σύννεφα, αποφασίζει αηδιασμένος να εγκαταλείψει την πολιτική. Το έργο δεν προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τουλάχιστον όσο ανέμεναν οι συγγραφείς του ενώ και οι κριτικές δεν ήταν θετικές.
Αρνητική κριτική
Ο Άγγελος Τερζάκης έγραψε αρνητική κριτική τονίζοντας πως επρόκειτο περί σκετς και όχι έργο και πως είχε γραφτεί στα πεταχτά πάνω σ’ ένα τσίγκινο τραπεζάκι καφενείου! Εισερχόταν μάλιστα και στην ουσία ο Άγγ. Τερζάκης επισημαίνοντας πως οι συγγραφείς ήθελαν να σατιρίσουν αλλά όχι και να θίξουν. Το γεγονός ότι παρουσίαζαν τον Τρακαντάρη, αργότερα Μαυρογιαλούρο, να έχει… μεσάνυχτα για όσα συνέβαιναν γύρω του δεν έβρισκε σύμφωνο τον έμπειρο λογοτέχνη, δοκιμιογράφο και κριτικό. Έγραφε συγκεκριμένα ότι ο υπουργός «άνθρωπος σε ώριμη ηλικία, πολιτευόμενος δεκαετίες ολάκερες, από οικογένεια πολιτευομένων, εμφανίζεται να μην ξέρει τίποτα από τα τερτίπια εκείνων που τον εκμεταλλεύονται, ώστε ή να τα ματαιώσει ή, τουλάχιστον, να τ’ αποδεχτεί».
Εκείνη, η πρώτη μορφή του έργου, κατηγορήθηκε για προχειρογραφία και αποδιδόταν στους συγγραφείς προδιάθεση να οικτίρουν τα πολιτικά ήθη, με πρόσωπα υπέρ του δέοντος χάρτινα αλλά με αδιαμφισβήτητο διασκεδαστικό χαρακτήρα. Επιπροσθέτως αρνητικές ήταν οι κριτικές και για τον πρωταγωνιστή, τον Β. Διαμαντόπουλο. Τα χρόνια πέρασαν και τον Φεβρουάριο 1963 φεύγει από τη ζωή, σε ηλικία 54 ετών, ο ευθυμογράφος θεατρικός συγγραφέας Χρήστος Γιαννακόπουλος. Δεν πρόλαβε την ολοκλήρωση της επεξεργασίας της αγαπημένης τους κωμωδίας «Αναγκαστική προσγείωση», την οποία είχαν αποφασίσει να ρίξουν σε νέο… καλούπι. Συνέχισε μόνος του ο Αλέκος Σακελλάριος, δίνοντας τον νέο τίτλο «Υπάρχει και φιλότιμο» και μετονομάζοντας τον Τρακαντάρη σε Ανδρέα Μαυρογιαλούρο.
Οι αλλαγές
Ως προς τον τίτλο η αλλαγή οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι ο υπουργός δεν έπεφτε πλέον ουρανοκατέβατος από αεροπλάνο αλλά έφθανε στην εκλογική του περιφέρεια με αυτοκίνητο. Στο διάστημα που είχε προκύψει το αυτοκίνητο είχε κατακτήσει τις μετακινήσεις και το οδικό δίκτυο αυξανόταν και καλυτέρευε. Το έργο ανέβηκε το 1964 στο υπόγειο «Θέατρο Βεργή» της οδού Βουκουρεστίου και το 1965 στο θέατρο «Άλφα» της οδού Πατησίων. Πρωταγωνιστής αυτή τη φορά ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, στον ρόλο του υπουργού που φτάνει στο χωριό με αυτοκίνητο και όχι με αεροπλάνο. Η επιτυχία ήταν πρωτοφανής. Ο Άγγελος Τερζάκης που είχε υποδεχθεί με απογοήτευση το έργο το 1950, έγραψε πάλι κριτική, αλλά αυτή τη φορά έναν τρίστηλο διθύραμβο.
Βρήκε την παράσταση πληθωρική, διασκεδαστική και στέρεη, αποδίδοντας εύσημα στον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Η επιτυχία που γνώρισε το έργο, πριν ακόμη γυριστεί σε ταινία, θα ακολουθεί από τότε τον Λ. Κωνσταντάρα ο οποίος κατόρθωσε να ενσαρκώσει, με τον καλύτερο τρόπο, τον υπουργό Μαυρογιαλούρο. Επίσης κριτικά εύσημα δόθηκαν στην αδελφή του Λάμπρου, την Μήτση Κωνσταντάρα που ενσάρκωνε την κυρά Λάμπαινα, στον Χάρη Παναγιώτου που απέδωσε θαυμάσια τον Πανάγο και τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης. Στην εκδοχή που ανέβηκε το 1965 ο Αλ. Σακελλάριος είχε προσθέσει και στοιχεία από την επεισοδιακή τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα.
520 παραστάσεις
Διατήρησε ωστόσο και πάλι, ο Άγγ. Τερζάκης, τις ενστάσεις του ότι το έργο δεν αποσκοπεί στον προπηλακισμό των πρωταγωνιστών της πολιτικής ζωής αλλά στη σάτιρα καταστάσεων. Για την ιστορία να αναφέρουμε πως τον ρόλο του ιδιαίτερου ερμήνευε ο Σταύρος Φαρμάκης και του Θεόδωρου Γκρούεζα ο Βίκτωρ Παγουλάτος, ο οποίος στην παράσταση αυτή γνώρισε και παντρεύτηκε την Μέλπω Ζαρόκωστα που έπαιζε την κόρη του Μαυρογιαλούρου. Όπως ήδη αναφέρθηκε το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία και τον Ιανουάριο 1966, εν μέσω πυρετώδους πολιτικού κλίματος, οι συντελεστές του πανηγύριζαν την 520ή παράστασή τους στις 18 Ιανουαρίου 1966.
Ήταν ιδιαίτερη εκείνη η πανηγυρική παράσταση αφού εκτός από τους θεατρικούς πρωταγωνιστές υπήρξαν και δύο «πρωταγωνιστές» από την πραγματική πολιτική ζωή του τόπου. Παρευρέθησαν και μίλησαν δύο βουλευτές. Ο πρώην στρατιωτικός, υπουργός και αρχηγός κόμματος Παυσανίας Κατσώτας (1896-1991), ο οποίος εκλεγόταν με την Ένωση Κέντρου και ο μηχανικός και βουλευτής Νίκος Αναγνωστόπουλος (1931-2019). Ο πρώτος ευχήθηκε να εξαντλήσει ο Λ. Κωνσταντάρας σαν υπουργός Α. Μαυρογιαλούρος ολόκληρη την τετραετία του. Ο δεύτερος ευχήθηκε στον εαυτό του να μην του επιφυλαχθεί η ίδια τύχη στην επιλογή των συνεργατών του σαν του υπουργού Μαυρογιαλούρου που την… έπαθε εξ αιτίας τους.
Η ταινία
Πάντως, ουδείς εκ των δύο έκτοτε ανέλαβε υπουργικά καθήκοντα. Ευγενής ο Λ. Κωνσταντάρας απάντησε πως αφού βρέθηκαν δύο πολιτικοί να βοηθήσουν έναν ατυχήσαντα συνάδελφό τους φαίνεται πως «Υπάρχει και φιλότιμο» στην πολιτική. Η θεατρική σταδιοδρομία του έργου σταμάτησε τον Απρίλιο 1966 και αφού είχε συμπληρώσει 650 παραστάσεις. Ακολούθησε όμως η κινηματογραφική σταδιοδρομία του έργου, το οποίο οι θεατές ευχαρίστως παρακολουθούμε, ιδιαιτέρως σε προεκλογικές περιόδους. Πρόκειται για μία από τι επιτυχίες της «Φίνος Φιλμ» η οποία προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες από τα τέλη του 1965.
Οι σκηνές του χωριού «Άγριλος», όπου έπεφταν και τα γνωστά φασκελώματα, γυρίστηκαν στο παραδοσιακό οινοποιείο Καμπά στην Παλλήνη και η μουσική σύνθεση που τη συνοδεύει γράφηκε από τον Μίμη Πλέσσα. Συνεχίζει να διατηρεί την φρεσκάδα και την επικαιρότητά του παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει περισσότερο από επτά δεκαετίες από τότε που πρωτοανέβηκε στο σανίδι ως θεατρικό έργο. Με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο στον εμβληματικό ρόλο του «κομματόσκυλου» Γκρούεζα και τον Αντρέα Ντούζο στον ρόλο του γραμματέα. Το επώνυμο «Μαυρογιαλούρος» εισήλθε στην ελληνική πολιτική ορολογία, διότι αναφέρεται σε κάποιον με αρνητικό πρόσημο ενώ αντιθέτως ο πρωταγωνιστής του έργου που ερμήνευσε ο Λ. Κωνσταντάρας είναι συμπαθής και άμοιρος ευθυνών.