«Μασκαράδες και πολίται / στις Κολώνες να βρεθείτε»

Αθηναϊκά Κούλουμα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Κούλουμα, σκίτσο του 1911.

Για τους νεότερους Έλληνες τα παραδοσιακά «Κούλουμα» περικλείονται στην τριλογία «ταραμάς, κρεμμύδι, ρετσίνα». Αυτά ίσχυαν από τα χρόνια του Όθωνα ακόμη, όταν τις ομηρικές αποκριάτικες ευωχίες διαδέχονταν το χταπόδι, το στρείδι, το μύδι και το βρεγμένο κουκί.[1] Τα τελευταία απομεινάρια του εθίμου ζούμε στις ημέρες μας, βλέποντας τις εικόνες που εξελίσσονται στην Αγορά της οδού Αθηνάς από τα ξημερώματα κάθε Καθαράς Δευτέρας. Όταν η Αγορά βρισκόταν ακόμη στην περιοχή των Αέρηδων, εκεί που συμβάλλουν οι οδοί Αιόλου και Αδριανού.[2] Στην «Πλατεία Αγοράς», όπως αποκαλείται μέχρι σήμερα.

Χαμηλές και ετοιμόρροπες οι στέγες των «οψοπωλείων», δηλαδή των καταστημάτων τροφίμων, κυρίως των ψαράδικων. Στους στενούς λασπώδεις διαδρόμους ενός πολυδαίδαλου λαβύρινθου τριγυρνούσαν οι νοικοκυραίοι για να ψωνίσουν τα σαρακοστιανά τους. Κυρίως θαλασσινά που μοίραζαν απλόχερα μυρωδιά σε όλη την περιοχή. Ακολουθούσαν οι αρτοπώλες, με τις αφράτες και μαλακές λαγάνες τους, αλλά και τις πίτες που παρασκεύαζαν ειδικά για την Καθαρά Δευτέρα.[3] «Είχεν τόση ζωή η Αγορά, ώστε ενόμιζε τις ότι όλος ο κόσμος της πόλεως ευρίσκετο εκεί», έγραφε εντυπωσιασμένος ο Βλάσης Γαβριηλίδης, σχολιάζοντας ταυτόχρονα τις ακριβές τιμές.[4]

Τα Κούλουμα

Πολλές οι συζητήσεις και οι επιστημονικές ερμηνείες για την προέλευση της λέξης «Κούλουμα». Στο ερώτημα δεν απάντησαν, κατά καιρούς, μόνον οι ειδικοί, οι δάσκαλοι και οι ιερομόναχοι.[5] Απάντησαν κάποτε και οι λουκουμαδοποιοί! Υποστηρίζοντας την προέλευση από το ακκουμουλείτσιο, το κούμουλο αναγραμματισμένα, πρόβαλαν την παραγωγή της από σλαβικές, αλβανικές, αραβικές, αιγυπτιακές, ινδοκινέζικες αλλά και πολυνησιακές λέξεις.[6]

Άποψη του Ναού του Ολυμπίου Διός 1875.

Ωστόσο, οι Έλληνες συνέχισαν να γιορτάζουν τα Κούλουμα και την έλευση της άνοιξης έχοντας στον νου τους τον εξαγνισμό μετά τον αποκριάτικο κορεσμό. Και οι Αθηναίοι να συνδυάζουν τα Κούλουμα με τις «κολούμνες», τους στύλους του Ναού του Ολυμπίου Διός, όπου συναθροίζονταν βρίσκοντας μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για δημόσια διασκέδαση.[7] Γενική έξοδος και διημέρευση στις «Κολώνες».

Δεκαετία 1930

«Η πόλις άδειασε και το μεσημέρι δεν υπήρχαν εις τα σπίτια της πρωτευούσης ειμή μόνον οι άρρωστοι και οι σακατεμένοι», έγραφε στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο Ν. Γιοκαρίνης.[8] Από το πρωί της Καθαροδευτέρας οι λόφοι του Αρδηττού και του Σταδίου –ακόμη στην περιοχή του Σταδίου έσπερναν γρασίδι και στην περιοχή των Στυλών αλώνιζαν– καταλαμβάνονταν από κόσμο. Άδειαζαν οι γειτονιές.[9]

Οι πανηγυριστές, συν γυναιξί και τέκνοις, ξεκινούσαν περπατώντας για να φτάσουν στις Κολώνες. Αντίκριζαν ακόμη τους δύο ανεμόμυλους που στέκονταν υπερήφανοι· ο ένας, ο «Μύλος του Γεωργάκη Αργυρίου» στου Μετς και ο άλλος, ο «Μύλος του Χιώτη» στον λόφο πίσω από τον σημερινό Άγιο Παντελεήμονα.[10]

Κούλουμα στον λόφο του Φιλοπάππου (Φωτ. Αρχείο Πέτρου Πουλίδη)

Στραγαλατζήδες και τσότρες

Απλωμένοι τριγύρω οι «στραγαλατζήδες», κρατώντας μασούρια παστέλια, ζαχαρωμένους κοκορίκους, λουκούμια και μελένιο χαλβά που τον έκοβαν με ένα μικρό σκεπαρνάκι. Και τι δεν έβρισκε την Καθαρά Δευτέρα κανείς στην περιοχή των Στυλών του Ολυμπίου Διός: κρητικά πορτοκάλια, χουρμάδες, φουντούκια, φιστίκια, ταραμάδες, ελιές, διάφορα θαλασσινά, αχινούς, στρείδια, κρεμμύδια, σκόρδα, καρύδια, σύκα, χαϊμαλιά, σουτζούκια, σταφίδες, κυδωνόπαστα, κουλούρια, χαλβάδες διάφορούς. Ξακουστός ο ταχίν χαλβάς.[11]

Εκεί πωλούνταν και το περίφημο νερό «από του παπά το αμπέλι», όπως φώναζαν όλοι οι νερουλάδες, χωρίς κανείς να μας εξηγήσει ποιο ήταν αυτό το περίφημο αμπέλι που παρήγαγε γάργαρο νερό. Επίσης, πραγματική πλημμύρα από τσότρες (:φλασκιά) με σώσμα και παγούρια με κοκκινέλι.[12] Πάντως, οι περισσότεροι πήγαιναν να διασκεδάσουν εφοδιασμένοι με τις προμήθειες που είχαν κάνει από την Παλιά Αγορά στους Αέρηδες.

Βρακάδες και γαβριάδες

Στο χώμα, στο γρασίδι ή στον βράχο στρωνόταν η βελέντζα. Στη μέση τα καλάθια. Ελάχιστα μαχαιροπίρουνα, με τα δάχτυλα να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους για να ξεπλυθούν στο τέλος με την τσότρα. Οι παρέες δίπλα-δίπλα. Οι συνομιλίες ζωηρές και τα αστεία ανάλογα με το πνεύμα της εποχής. Κάθε πενήντα μέτρα και ένας γάιδαρος φορτωμένος με σύκα ξερά ή κάποιο ξεχαρβαλωμένο δίτροχο με πορτοκάλια και λεμόνια. Παραδίπλα μια πλάστιγγα, είδος επαγγελματικής ζυγαριάς, περίμενε τους επισκέπτες της.

Γλέντι στους στύλους του Ολυμπίου Διός (Φωτ. αρχείο Πέτρου Πουλίδη).

Βρακάδες, φουστανελοφόροι και λαϊκοί τύποι από κάθε γωνιά της χώρας ανέβαιναν να ζυγιστούν δίνοντας μια δεκάρα και εισπράττοντας τα πειράγματα των μικρών γαβριάδων που καιροφυλακτούσαν για να πειράξουν τον κόσμο. Παρέες με ασίκηδες χόρευαν τσάμικο, αλλά και παρέες με γαλατάδες από το Λιδωρίκι απολάμβαναν τα εδέσματά τους τραγουδώντας δυνατά παραδοσιακούς σκοπούς. Σε άλλη γωνιά της περιοχής οι φραγκοραφτάδες της Αγίας Ειρήνης, της οδού Αιόλου, ξετρέλαιναν τα κορίτσια με τις φυσαρμόνικες και τα ερωτικά τους τραγούδια.

«Ένας αητός…»

Κύριο χαρακτηριστικό των ομάδων που σχηματίζονταν ήταν ο τόπος καταγωγής τους. Μακεδόνες, Γορτύνιοι, Καλαβρυτινοί, Ρουμελιώτες, νησιώτες κ.λπ. Την καταγωγή τους μαρτυρούσαν τα τραγούδια τους. Όπως το κλέφτικο των Λιδωρικιωτών: «Ένας αητός καθότανε / στον ήλιο και λιαζότανε».[13] Ή ο ύμνος των Μεσσήνιων «Αν πας στην Καλαμάτα / κ’ ερθείς με το καλό / φέρε μου ένα μαντήλι / να ‘ναι μεταξωτό», αλλά και το νοσταλγικό των Πηλιορειτών:

«Τρία παιδιά Βολιώτικα / μας πήραν την Αννούλα».[14] Από τις αρχές του 20ού αιώνα το σκηνικό πλούτιζαν ακόμη περισσότερο οι χάρτινοι αετοί που πλημμύριζαν τον ουρανό πάνω από τους λόφους της Πνύκας, του Φιλοπάππου και του Αρείου Πάγου. Ο Ι. Κονδυλάκης σημείωνε πως από τότε ήταν η μεγαλύτερη χαρά των παιδιών και πως η ανύψωσή τους ήταν η πρώτη πάλη του μικρού ανθρώπου προς τη φύση και έδινε στα παιδιά τη χαρά της νίκης σ’ αυτόν τον αγώνα.[15]

Διασκεδάζοντας πίνοντας ρετσίνα.

Πέρασε το Καρναβάλι…

Το γλέντι έφτανε στο κατακόρυφο το απόγευμα. Πολλοί μεθυσμένοι. Άλλοι έπαιρναν τον ύπνο τους ξαπλωμένοι στα χόρτα χωρίς να ενοχλούνται από τη φασαρία γύρω. Όπως έγραψε κάποτε ο Στ. Στεφάνου, ο οποίος και άφησε πίσω του τις καλύτερες περιγραφές για τα Κούλουμα, μερικοί ήταν πεσμένοι μπρούμυτα θυμίζοντας νεκρούς μάχης. Τους είχε ξαπλώσει το ρετσινάτο. Γέροι Πλακιώτες τριγύριζαν, πέρα δώθε, με τα κοντοβράκια τους και οι υπηρέτριες ξέδιναν τρέχοντας απ’ εδώ και απ’ εκεί με τους στρατιώτες. Παντού φωνές και τραγούδια.[16]

Νταούλια, γκάιντες, πίπιζες. Τα ίχνη από τα φαγοπότια διατηρούνταν επί ημέρες στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Χιλιάδες φλούδες από πορτοκάλια, μυριάδες όστρακα θαλασσινών και παλιόχαρτα. Τα Κούλουμα τέλειωναν με τη δύση του ήλιου. Και ο Δημήτρης Γιαννουκάκης έσπευδε να γράψει τον επίλογο: «Πέρασε πια το Καρναβάλι / και ήρθε η Σαρακοστή / κι’ ησύχασαν μικροί μεγάλοι / που είχαν εκτροχιαστεί». Φρόντιζε δε να δίνει και τις κατάλληλες οδηγίες: «Έτσι λοιπόν μακριά από τρέλες / δεν επιτρέπονται φιλιά / παρά μονάχα σε κοπέλες / που ‘χουν στο μάγουλο …εληά!».[17]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το άνοιγμα του Τριωδίου

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΕΘΙΜΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Το άνοιγμα του Τριωδίου