Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ούτε την ημερομηνία θανάτου της δεν κατέγραψαν όσοι ασχολήθηκαν με το πρόσωπό της, αφού όταν έφυγε από τη ζωή, στις 27 Φεβρουαρίου 1970, στο Ιπποκράτειο -όπου είχε μεταφερθεί σε κωματώδη κατάσταση- ήταν μόνη και εγκαταλελειμμένη και καταγραφόταν ως μία από τις «γραφικές αθηναϊκές μορφές». Οι παλαιότεροι τη θυμούνται να προσπαθεί να μιλήσει σε συγκεντρώσεις, όπως στην πλατεία Κολωνακίου το 1963 ή σε διάφορα θέατρα, αλλά και στην αίθουσα του Παρνασσού, όπου η πρόγκα και τα πειράγματα πήγαιναν σύννεφο. Και όμως, τη δεκαετία του 1920 οι σημαντικότερες ελληνικές εφημερίδες αφιέρωναν στήλες ολόκληρες στη Μαρίκα Παλαίστη, σκιαγραφώντας, με ζηλευτό τρόπο, την καριέρα της.
Γεννημένη το 1888 στη Σαμψούντα του Πόντου, από πατέρα καθηγητή και μητέρα απόφοιτο του αθηναϊκού Αρσακείου, διέθετε «φωνή αηδονιού». Σε νεαρότατη ηλικία παντρεύτηκε τον Ρώσο δικαστή Νικόλαο Καζίτσινα, ενώ σπούδασε στο Ωδείο του Κιέβου και διέπρεψε ως πριμαντόνα. Έγινε η ευνοούμενη του ρωσικού κοινού, αλλά η επανάσταση των μπολσεβίκων ήταν η αφορμή να δοκιμαστεί σκληρά. Δολοφονήθηκαν ο άνδρας της και η κόρη της Κατίνα, σε ηλικία μόλις 7 ετών. Δύο χρόνια αργότερα, έχασε και το δεύτερο παιδί της, τον γιο της Αλέκο, σε ηλικία μόλις 5 ετών. Παρά ταύτα παρέμεινε στη Μόσχα και στην Ελλάδα εμφανίστηκε, για πρώτη φορά, το 1927 σε μία συναυλία στο θέατρο «Ολύμπια».
Η διαδρομή που ακολούθησε από τη Μόσχα έως την Αθήνα είχε «σκιές». Ενδιαμέσως βρέθηκε να δίνει συναυλίες στην Αμερική, όπου ζούσε και ο μοναδικός γνωστός εν ζωή συγγενής της που ήταν ο αδελφός της. Η ίδια ισχυριζόταν πως βρέθηκε στην Αθήνα «για λόγους υγείας». Πως όμως ξέπεσε μια τέτοια γυναίκα και έγινε αντικείμενο χλευασμού και εμπαιγμού μέχρι του σημείου που αποκλήθηκε θηλυκός Δελλαπατρίδης;
Πίσω από την «ιδιόμορφη» συμπεριφορά της, κρυβόταν σίγουρα το ανθρώπινο δράμα της, το ξεκλήρισμα της οικογενείας της. Διαθέτοντας τα απαραίτητα προς το ζην, προσπάθησε να συνεχίσει την καριέρα της, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και άνοιξε τη δική της σχολή.
Το σύνθημα για την αρχή του τέλους υπήρξε η απόφασή της να ασχοληθεί με την πολιτική και να ηγηθεί πολιτικού σχηματισμού. Σύμφωνα με την ίδια, ήταν το 1953 όταν πληροφορήθηκε ότι ο Παπάγος παραχωρούσε το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι σε όλες τις Ελληνίδες. Αυτό ήταν. Δημιούργησε το «Ανεξάρτητο Δημοκρατικό Κόμμα Ελληνίδων», το οποίο στην αρχή περιλάμβανε στους κόλπους του και ανθρώπους σημαντικούς των Αθηνών, οι οποίοι ωστόσο σύντομα έσπευσαν διακριτικά να απομακρυνθούν. Έβγαζε ανακοινώσεις, εξέδιδε προκηρύξεις, τις οποίες δημοσίευαν σχεδόν ολόκληρες οι εφημερίδες!
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 η αποδόμηση της ντίβας είχε ήδη αρχίσει. Τη θέση της καταλάμβανε μια γραφική και θλιβερή φιγούρα. Κάθε εκδήλωσή της ήταν για καζούρα σε παναθηναϊκή διάσταση. «Η χαρά των θορυβοποιών που αναμένουν τας συναυλίας της όπως οι Εβραίοι τον Μεσσίαν», όπως έγραφε ο Φ. Βαλσαμάκης. Συνήθως το κοινό εξοπλισμένο με ροκάνες, σφυρίχτρες, σάλπιγγες ακόμη και ενέσεις που περιείχαν δυσώδη υγρά καταντούσε την αίθουσα του Παρνασσού χώρο παιδιάς. Δεν ήξερε πλέον κανείς ποιόν να πρωτολυπηθεί. Τη Μαρίκα που εμφανιζόταν στην σκηνή με ποδήρη μαύρο βελούδινο φόρεμα διακοσμημένο με διαμάντια ή τους νέους που συναγωνίζονταν ποιος θα βγάλει την πιο άναρθρη κραυγή για να καλύψει τη δική της φωνή;
Το 1960 προσπάθησε να δώσει ρεσιτάλ στο θέατρο «Ιντεάλ». Πριν τραγουδήσει ξεκίνησε λέγοντας ότι θα αφιέρωνε το άσμα «εις την γυναίκα του Μανώλη Γλέζου, που σαπίζει εις την φυλακήν, ενώ ο Μέρτεν και οι άλλοι γκεσταπίτες…». Τότε δέχτηκε επίθεση επί της σκηνής. Χρειάστηκε ισχυρή αστυνομική δύναμη για να φύγει από το θέατρο, στην αγκαλιά του περίφημου αστυνομικού διευθυντή Ρακιντζή και κάτω από την καζούρα του… φιλοθεάμονος κοινού.
Σε άλλη προσπάθεια να δώσει ρεσιτάλ στην αίθουσα του Παρνασσού, το κοινό πλέον ήταν ακόμη πιο οργανωμένο. Εκείνη διαμαρτυρόταν: «Εάν δεν με αφήσετε να τραγουδήσω θα σας αποχαιρετήσω». Ακολουθούσε πανδαιμόνιο και ρυθμική καζούρα: «Τα λεφτά μας πίσω, τα λεφτά μας πίσω»! Και εκείνη με την αφέλειά της μονολογούσε επί σκηνής: «Μα εξακόσια άτομα πλήρωσαν εκατό δραχμές εισιτήριο για να θορυβούν;».
Τον Νοέμβριο του 1966 ενώ δικαζόταν η περίφημη υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ», εμφανίσθηκε να εισέρχεται πανηγυρικώς και η «αρχηγός». Μόλις την είδε ο βασιλικός επίτροπος Παπαπούλος, έσπευσε να σχολιάσει συνδέοντας την παρουσία της με την δημοσιότητα της δίκης. Ο συνήγορος υπεράσπισης καταδίκασε το σχόλιο του βασιλικού επιτρόπου, επιστρέφοντας την «προσβολή» ότι η παρουσία της Παλαίστη εναρμονιζόταν με τον τρόπο που είχε συνταχθεί το παραπεμπτικό βούλευμα!
Ο Κωνσταντίνος Καμπουρόπουλος, σε έκδοσή του (2011) θυμάται, πως η Μαρίκα Παλαίστη «περί τας δυσμάς του μακρού βίου της, βοηθούσης και της σχετικής ανοίας, απεφάσισε να επανεμφανισθεί ενώπιον του κοινού» και πως οι συναυλίες της συγκέντρωναν όλη την Αθήνα. Δεν πήγαιναν βεβαίως για να διασκεδάσουν με τις αστείες προσπάθειες της γριούλας με την ανύπαρκτη πλέον φωνή, αλλά για να συμμετάσχουν σε ένα άνευ προηγουμένου κάθε φορά διάλογο μαζί της και να προκαλέσουν σουρρεαλιστικά «happenings», τα οποία συνήθως προκαλούσε η ίδια. Η παλιά πριμαντόνα δεν μπορούσε να συνηθίσει στην ιδέα πως είχαν περάσει τα χρόνια και την είχε αποχαιρετήσει, μια για πάντα, η δόξα.