Μαϊμούδες
Οι μαϊμούδες, τέλος πάντων, εξακολουθούν να παίζουν σπουδαίον ρόλον εις την Ελλάδα. Προ της προχθεσινής μαϊμούς, που ανεστάτωσε την οδόν Ρηγίλλης, εδάγκασεν ανθρώπους και τέλος ευρήκεν ένα οικτρόν θάνατον, για να καταλήξη, νεκρά πλέον, εις το Λυσσιατρείον, είχαμεν, ως γνωστόν, δύο ιστορικές μαϊμούδες. Πρώτη υπήρξεν η περίφημη «μαϊμού του Κωλέττη», που έμεινε παροιμιώδης και που εξακολουθεί να επιζή ακόμη εις την μνήμην των Ελλήνων, ενώ πολλοί Έλληνες ούτε γνωρίζουν καν σήμερον ποίος ήτο ο Κωλέττης.
Ο πρωθυπουργός ελησμονήθη. Η μαϊμού μένει. Και θα εξακολουθή να μένη, εφ’ όσον υπάρχουν εις την Ελλάδα άσχημες γυναίκες, που την ενθυμίζουν. Δευτέρα ήτο η Τατοΐου, που έδωκεν ένα τραγικόν και άδικον τέλος εις την ωραίαν νεότητα του βασιλέως Αλεξάνδρου. Μία Ελληνική ιστορική διασημότης και αυτή. Διότι μαϊμού βασιλοκτόνος δεν αναφέρεται τουλάχιστον άλλη, ούτε εις την ιστορίαν των βασιλέων, ούτε εις την ιστορίαν των μαϊμούδων.
Έπειτα είχαμεν της μακαρίτισσες μαϊμούδες του επίσης μακαρίτου Ζωολογικού Κήπου του Φαληρικού Δέλτα. Οι Αθηναίοι έτρεφαν γι’ αυτές ιδιαιτέραν αδυναμίαν. Και είχαν γίνει δημοτικώτατες. Το κλουβί τους, εις την είσοδον του κήπου, είχε μεγαλειτέραν πελατείαν και από τα κλουβιά των λεόντων και των τίγρεων ακόμα. Σωστές διαδηλώσεις συνεκροτούντο καθημερινώς γύρω από τα έξυπνα και παιγνιδιάρικα αυτά πλάσματα, που είχαν εισαγάγει στην Ελλάδα τα πρώτα «ακατάλληλα διά δεσποινίδας» θεάματα, πριν τα εισαγάγη το θέατρον της «επιθεωρήσεως».
Οι περισσότερες όμως έπεσαν θύματα της ευφυΐας και της γενναιοδωρίας των Ελλήνων. Μία πινακίς, κρεμασμένη από τα κάγκελλα του κλώβου των, ειδοποιούσε το Κοινόν, ότι «δύναται να προσφέρη εις τα ζώα κουλουράκια και ξηρούς καρπούς». Οι φιλοπαίγμονες όμως Αθηναίοι, για ν’ αποδείξουν, ότι είνε εξυπνότεροι από της μαϊμούδες, πράγμα που δεν απεδείχθη δυστυχώς έκτοτε, αντί κουλουριών και ξηρών καρπών, τους προσέφεραν… καπνόν και αποτσίγαρα. Όσες επέζησαν από την περιποίησιν αυτήν των Ελλήνων, απέθαναν κατόπιν από πείναν, μαζή με τα άλλα ζώα του τραγικού αυτού κήπου.
Μαζή μ’ αυτές ευρήκε τον θάνατον και η δυστυχισμένη Μαρίκα, για το οικτρόν τέλος της οποίας διατηρώ ακόμη κάποιες τύψεις συνειδήσεως. Μου την είχεν εμπιστευθή αναχωρών, ο συνάδελφος κ. Άγγελος Τανάγρας εις κάποιαν δημόσιαν υπηρεσίαν, όπου έτυχε να τον διαδεχθώ. Ήτανε ένα χαριτωμένον πλάσμα. Με θησαυρούς μητρότητος μου είχεν αναθρέψει ένα νεογέννητον σκυλάκι μου, που κατεγίνετο να το μεταβάλη εις μαϊμουδάκι. Το άρπαζε στην αγκαλιά της, εσκαρφάλωνε στο κοντάρι της σημαίας κ’ εκεί επάνω, ασφαλής και ανενόχλητη, το εψείριζε με στοργήν πραγματικής μητέρας.
Είχεν όμως η καϋμένη η Μαρίκα και ένα τρομερόν ελάττωμα. Ενώ ήτο ευγενεστάτη με τους άνδρες, δεν μπορούσε να υποφέρη της γυναίκες. Και, όταν κάποτε κατεσπάραξε το χέρι της υπηρετρίας μου, για να προλάβω και άλλα γυναικεία θύματα, απεφάσισα να την χαρίσω στον Ζωολογικόν Κήπον, με την παράκλησιν να μου την περιποιηθούν ιδιαιτέρως. Και την επεριποιήθηκαν πράγματι, με… καπνόν και αποτσίγαρα. Απέθανε τοξικομανής.
Δυστυχώς γι’ αυτήν δεν υπήρξα πρωθυπουργός της Ελλάδος. Και η φτωχή Μαρίκα ελησμονήθη. Έτσι μόνον η μαϊμού του Κωλέττη αξιώθηκε να επιζήση εις τας δέλτους της Ιστορίας και τας κοσμικάς αιθούσας των Αθηνών, όπου ενίοτε και «διακρίνεται».
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ