Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Δεν έχει αποτελέσει ακόμη αντικείμενο σοβαρής ιστορικής έρευνας ο τρόπος με τον οποίο η Ελλάδα αντιμετώπισε τις διώξεις των χριστιανών της Μέσης Ανατολής και το προσφυγικό κύμα -κυρίως Σύριων- που ξέσπασε το 1860. Ούτε ο τρόπος με τον οποίο η Ελλάδα συμμετείχε τόσο στην προσπάθεια διάσωσής τους όσο και στην περίθαλψή τους.
Η περιοχή βρισκόταν, για μία ακόμη φορά, σε αναταραχή και ήταν σφοδροί οι διωγμοί που υφίσταντο οι χριστιανοί στη Δαμασκό, στο Χαλέπι, στη Βηρυτό κ.ά. Η κυβέρνηση Μιαούλη, μετά από συνεννόηση με το Παλάτι, συμμετείχε στις ανθρωπιστικές επεμβάσεις που έκαναν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, κυρίως Γάλλοι και Βρετανοί που είχαν συμφέροντα στην περιοχή.[1]
Η ελληνική κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, τον Αύγουστο 1860, σχημάτισε την «Επί των Προσφύγων Σύρων Εφορείαν», την οποία αποτέλεσαν ο γιατρός Δ. Ορφανίδης, ο ιστορικός, αρχαιολόγος και γνωστός φιλέλληνας Φρανσουά Λένορμαν και οι Γεώργιος Κλάδος και Γεώργιος Τυπάλδος Κοζάκης (γιος).
Η πρώτη αμιγώς ελληνική αποστολή έφτασε στη Συρία με ελληνικό ατμόπλοιο που μετέφερε γιατρούς, αλεύρι και τρόφιμα, καλύπτοντας πολλές ανάγκες. Το γεγονός ότι υπήρχε κίνδυνος να «εκλείψει ο Σταυρός του Χριστού από της χώρας της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης» ευαισθητοποιούσε όλο και περισσότερο τους Έλληνες.
Ο βασιλιάς Όθων με Διάταγμα επέτρεψε την πραγματοποίηση εράνου, αφού το κράτος δεν είχε τη δυνατότητα να περιθάλψει τους διωκόμενους χριστιανούς που έφταναν κατά εκατοντάδες και σε άθλια κατάσταση στην Αθήνα. Οι προσφορές ήταν εντυπωσιακές και κανείς δεν έλειψε από εκείνο το προσκλητήριο, κυρίως εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν. Από την Πριγκίπισσα Μαρία Υψηλάντη και Δημήτριο Μπόταση μέχρι τον Φρ. Λένορμαν και τον Έλληνα Πρόξενο στην Αλεξάνδρεια. Τα ποσά που συγκεντρώθηκαν διατέθηκαν για τροφή, ένδυση, υπόδηση, στέγαση, ιατρική θεραπεία κ.ά.
Ο υπουργός Εσωτερικών Λυκούργος Κρεστενίτης συντόνιζε την κατάσταση όταν έφτασαν οι πρώτοι εξακόσιοι πρόσφυγες, σε μια πόλη της οποίας οι κάτοικοι μόλις ξεπερνούσαν τις 40.000. Ταυτοχρόνως και όσο εντείνονταν οι διώξεις άρχισαν να καταφθάνουν και πρόσφυγες από τουρκοκρατούμενους ελληνικούς τόπους, κυρίως από την Κύπρο.
Το σχέδιο ήταν μάλλον άψογο για τα μέτρα της εποχής, αφού υπήρξε μέριμνα και για την απασχόλησή τους σε έργα οδοποιίας εντός και εκτός Αθηνών, στους βασιλικούς κήπους κ.α. Ωστόσο, κυρίως οι Σύριοι, αγνοούσαν τη γλώσσα, είχαν διαφορετική νοοτροπία στην εργασία και ακόμη περισσότερο επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και στις οικογένειές τους. Οπότε με το πέρασμα του χρόνου και με τη βοήθεια του ελληνικού κράτους αρκετοί πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Η αρμόδια επιτροπή πέντε χρόνια αργότερα (1865) κατέθεσε απολογισμό, μέχρι τελευταίας δεκάρας, για τα ποσά που χρησιμοποιήθηκαν. Στην έκθεσή της[2] ανέφερε πως περίπου 1.200 πρόσφυγες είχαν φιλοξενηθεί στην Αθήνα και άλλα ελληνικά μέρη. Οι περισσότεροι αποχώρησαν και απόμειναν γύρω στους πενήντα. Εντυπωσιακός ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίσθηκαν τα πενήντα παιδιά των προσφύγων.
Το Αρσάκειο, το Αμαλιείο και εξωτερικές τροφοί, οι περίφημες βυζάχτρες, ανέλαβαν την περίθαλψη των κοριτσιών, ενώ τα αγόρια μοιράστηκαν στο Λύκειο Βάφα, το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα κ.α.! Μεταξύ άλλων τότε θα καθιερωθεί και ο όρος Βερουτιανός που έγινε συνώνυμο του πρόσφυγα. Οφειλόταν στην παρουσία στην Αθήνα προσφύγων από τη Βηρυτό.
Εντέλει η αρμόδια Επιτροπή, ολοκληρώνοντας τις εργασίες της το 1865, έγραφε πως «η Ελλάς εξεπλήρωσε, κατά το μέτρον των δυνάμεων αυτής, καθολοκληρίαν, το καθήκον της»[3] !