Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
«Κύριοι, γνωρίζετε τι συνέβη εις την Πατρίδα μας. Πιστεύω ότι ο καθείς θα πράξει το καθήκον του. Σας εύχομαι καλήν τύχην. Το μάθημα ετελείωσεν»! Έτσι αποχαιρετούσε τους φοιτητές του ο καθηγητής της Χειρουργικής Ξενοφών Κ. Κοντιάδης, έχοντας λάβει την απόφαση να δώσει εκείνος το παράδειγμα, πράττοντας στο ακέραιο το καθήκον του. Ως επιστήμονας και Έλληνας έδωσε στην πατρίδα ό,τι πολυτιμότερο είχε: τη ζωή του. Είναι εξ εκείνων οι οποίοι πρέπει να θεωρούνται εθνικά σύμβολα. Η προσφορά της ζωής τους στην πατρίδα ξεπερνά τα συνήθη και ανθρώπινα. Γι’ αυτό κατέλαβαν εξέχουσα θέση στο Πάνθεον των Ηρώων. Ο Ξεν. Κοντιάδης έπεσε την ώρα του καθήκοντος, ανήμερα το Πάσχα του 1941, με το νυστέρι στο χέρι.
Λαμπρές σπουδές
Θεωρήθηκε η σημαντικότερη επιστημονική απώλεια του πολέμου, λόγω της κραταιάς παρουσίας του στον κόσμο της Ιατρικής και της πλούσιας παραγωγής συγγραφικού έργου, παρά το γεγονός ότι ήταν μόλις 38 ετών. Γεννημένος στη Μασσαλία το 1903, καταγόταν από δύο κλάδους της Ηπείρου και της Πελοποννήσου, απόγονος της οικογένειας του εθνεγέρτη Παλαιών Πατρών Γερμανού. Οι γονείς του, ο Ιωάννης Ξ. Κοντιάδης και η Ελένη Κραβαριώτη, έγκριτοι και εύποροι Έλληνες που ζούσαν στη Μασσαλία, όχι μόνον είχαν διατηρήσει την ελληνική υπηκοότητα, αλλά είχαν μεταδώσει και τον πατριωτικό ενθουσιασμό στον υιό τους. Οι σπουδές του εξελίχθηκαν με θεαματικό τρόπο, προδιαθέτοντας για την εξέλιξη του νεαρού Ξενοφώντα, που ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Μασσαλία. Στη συνέχεια απέκτησε πτυχίο βιολογικών επιστημών. Συνέχισε με ιατρικές σπουδές σε Μασσαλία και Παρίσι, αριστεύοντας υπό τις οδηγίες μεγάλων φυσιογνωμιών της επιστήμης, όπως οι Paul Lecene, Henry Roger, Leon Binet, Charles Lenormant κ.ά. Αρίστευσε και εργάσθηκε στα σημαντικότερα νοσοκομειακά κέντρα της Γαλλίας, αναγορευόμενος διδάκτορας με θέμα της διατριβής του τις τραυματικές φλεβίτιδες και θρομβώσεις[1].
Ο γάμος
Ταυτοχρόνως, επιδόθηκε σε μακρά σειρά εργαστηριακών πειραματικών ερευνών βιολογικής χημείας, φυσιολογίας, ανατομοπαθολογίας και βιολογίας. Του απονεμήθηκαν έξι από τα σημαντικότερα επιστημονικά βραβεία και εκλέχθηκε μέλος των κυριότερων επιστημονικών εταιρειών της Γαλλίας. Η πρωτότυπη επιστημονική παραγωγή του υπήρξε πλούσια, δημοσιεύοντας πολλές δεκάδες εργασίες και μελέτες, καθώς και πραγματείες για όλα τα κεφάλαια της Χειρουργικής. Οι Γάλλοι καθηγητές εξήραν τη χειρουργική του δεινότητα και την ικανότητά του να προβαίνει σε βαθιές κρίσεις. Εξάλλου, θεωρείτο εξαιρετικώς σπάνιο για νέο επιστήμονα να παρουσιάζει επιστημονικές επιδόσεις τέτοιας έκτασης και ποιότητας. Ωστόσο, το βλέμμα του ήταν πάντα στραμμένο στην Ελλάδα και η ψυχή του αποφασισμένη να συνδέσει τη ζωή του με Ελληνίδα. Έτσι, βρίσκεται στην Αθήνα, στα τέλη 1935. Σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους γνωρίζει, αρραβωνιάζεται και παντρεύεται την Μαρίνα-Αικατερίνη (Μούκη) Λογοθετοπούλου (1914-1999). Ήταν κόρη του καθηγητή Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου, αργότερα Κατοχικού Πρωθυπουργού. Εξάλλου, στην κλινική του τελευταίου (Αρεταίειο), δεχόταν τους ασθενείς του[2].
Λαμπρή καριέρα
Η ανέλιξή του ήταν ταχεία και συνδυασμένη με τις επιστημονικές του προόδους. Τον Φεβρουάριο 1937 ονομάσθηκε υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και δύο χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο 1939, διορίσθηκε επίκουρος καθηγητής στην τακτική έδρα της Χειρουργικής Παθολογίας και Χειρουργικής Προπαιδευτικής Κλινικής. Το 1940 εκλέχθηκε παμψηφεί, από την Ιατρική Σχολή, τακτικός καθηγητής της Χειρουργικής σε αντικατάσταση του αποβιώσαντος καθηγητού Εμμανουήλ Κοντολέοντος. Ταυτοχρόνως, του είχε ανατεθεί η διεύθυνση της Χειρουργικής Κλινικής του Ζάννειου Νοσοκομείου Πειραιώς και στη συνέχεια της Πανεπιστημιακής Χειρουργικής Κλινικής του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου. Ως καθηγητής και δάσκαλος θεωρείτο από τους καλύτερους. Τα μαθήματά του, οι κλινικές του επιδείξεις διακρίνονταν για τη σαφήνεια και τη λεπτομερή διατύπωση, καθώς και για την κριτική συζήτηση των επιστημονικών ζητημάτων.
Η αποστολή
Τη ζωή που ανατράπηκε, τα όνειρα που χάθηκαν και τη συμφορά που χτύπησε έναν ολόκληρο λαό με το ξέσπασμα του πολέμου το 1940, παρακολουθούμε μέσω της καθημερινότητας ενός νέου καθηγητή Ιατρικής. Ο 37χρονος Ξενοφών Κοντιάδης είχε θέσει ως σκοπό της ζωής του, τη διαπαιδαγώγηση των φοιτητών του, την ίδρυση Χειρουργικής Σχολής και την επιστημονική έρευνα. Ο τότε υφηγητής και αργότερα καθηγητής Γεώργιος Μιχαηλίδης (1906-1974), έγραψε πως ο Κοντιάδης θα έφερνε σε πέρας την υψηλή αποστολή για την οποία ήταν πλασμένος. Λίγες ημέρες πριν ξεσπάσει ο πόλεμος αφηγείτο τις γενικές γραμμές του εναρκτήριου μαθήματος, το οποίο θα εκφωνούσε γύρω στα μέσα Νοεμβρίου 1940 στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήθελε να εκθέσει τις προσωπικές του αντιλήψεις για τη Χειρουργική και τις νέες τάσεις και κατευθύνσεις της.
Καλλιτέχνης χειρουργός
Έγραφε ο Γ. Μιχαηλίδης ότι «ακούοντες το υπέροχον μάθημα -το κύκνειόν του άσμα- (σ.σ. της 28ης Οκτωβρίου 1940) δεν ηδυνήθημεν να συγκρατήσωμεν τον θαυμασμόν μας διά την ευρύτητα του πνεύματος, την βαθείαν επιστημονικήν κρίσιν και την τεραστίαν μόρφωσιν του νέου καθηγητού»[3]. Αν και το πνεύμα του φερόταν πάντα προς τις θετικές επιστήμες, ενθουσιαζόταν από τα φιλοσοφικά συστήματα και τα μεγάλα ιδεολογικά ρεύματα. Αλλά εκείνοι που τον γνώρισαν, τόνιζαν πως είχε υπόψη του την πραγματικότητα και γνώριζε να ελέγχει τις θεωρίες με τα γεγονότα και τα πράγματα. Τον θετικισμό του εκδήλωνε και στην εκτέλεση του επαγγέλματός του. Ο έλεγχος και η διηνεκής αναζήτηση της αληθείας καθοδηγούσαν την σκέψη του. Ήταν έκδηλος ο πραγματισμός και η διακαής επιθυμία του για γόνιμη δράση, απόκτηση θετικών αποτελεσμάτων και εμφανών θεραπευτικών επιτυχιών. Εξάλλου, αυτοί ήταν και οι λόγοι για τους οποίους ο Ξ. Κοντιάδης επιδόθηκε στη Χειρουργική. Καταγράφεται ως καλλιτέχνης στην ψυχή, που εκτιμούσε όλες τις εκδηλώσεις της Τέχνης. Καλλιτεχνία θεωρούσε και την χειρουργική, επιδεικνύοντας ψυχραιμία και βαθύτατη κατανόηση του ανθρωπίνου σώματος και του ζώντος οργανισμού.
Τμήμα για παγόπληκτους
Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, ο Ξ. Κοντιάδης κλήθηκε να καταταχθεί ως έφεδρος πλωτάρχης ιατρός του Βασιλικού Ναυτικού. Τοποθετήθηκε στο Ναυτικό Νοσοκομείο Πατρών. Μόνη επιθυμία του, να θέσει την επιστήμη και τη ζωή του στην υπηρεσία των πασχόντων και των τραυματισμένων. Τον Νοέμβριο 1940 μετατέθηκε στη διεύθυνση του Ναυτικού Νοσοκομείου Ναυστάθμου Σαλαμίνας. Τέλη Δεκεμβρίου 1940 ανέλαβε εκ νέου καθήκοντα διευθυντή στο Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιώς. Με δική του αίτηση και επίμονες πιέσεις μετατέθηκε στο μέτωπο. Τοποθετήθηκε διευθυντής στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, το οποίο στεγάσθηκε στο Μέγαρο της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Εκεί διοργάνωσε ειδικό τμήμα Χειρουργικής για τους παγόπληκτους. Έχουμε ήδη αναφερθεί στον βομβαρδισμό του νοσοκομείου, παρά το γεγονός ότι έφερε εμφανή όλα τα χαρακτηριστικά του Ερυθρού Σταυρού.
Τιμημένη θυσία
Ήταν 20 Απριλίου 1941, ανήμερα του Πάσχα και ο Ξ. Κοντιάδης βρισκόταν στο χειρουργικό τραπέζι. Εκεί τον βρήκε η δολοφονική βόμβα των ναζιστικών στρατευμάτων, που συνέχισαν την πρακτική των Ιταλών και βομβάρδιζαν νοσοκομεία του Ερυθρού Σταυρού. Ήταν ένα πολεμικό έγκλημα για το οποίο δεν δικάσθηκαν. Μετά τον ηρωικό θάνατό του, ο Ξ. Κοντιάδης τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Τάγματος Γεωργίου Α΄ μετά ξιφών. Επίσης μετά θάνατον τιμήθηκε και με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος μετά ξιφών. Ο Ξ. Κοντιάδης επέλεξε να βρεθεί στην πρώτη γραμμή θυσιάζοντας τη ζωή του για την πατρίδα. Η οικογένειά του, η σύζυγος και τα δύο παιδιά του, ο διδάκτορας της Νομικής Ιωάννης Παύλος (1938-1970) και ο Ξενοφών Κωνσταντίνος (γεν. 1941), συνέχισαν στα πρότυπά του, παραδίδοντας στην πατρίδα σημαντικούς επιστήμονες και συνεχίζοντας την ακμαία πορεία της οικογένειας στον χρόνο[4].