Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η σύγχρονη ιστοριογραφία, προφανώς ελλείψει τεκμηρίων, παραβλέπει τις προσπάθειες που κατεβλήθησαν για την εφαρμογή αμπελοοινικής πολιτικής στα χρόνια του Όθωνα. Ο ελληνικός αμπελώνας μπορεί πράγματι να έμεινε ακλάδευτος και να επηρεάστηκε καθοριστικά από τις γενικότερες εθνικές, πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, αλλά σημειώθηκαν και σπουδαίες πρωτοβουλίες για την αξιοποίησή του. Μία εξ αυτών θα σημειωθεί το 1849, όταν υπουργός Εσωτερικών ήταν ο Αναστάσιος Λόντος (1791-1856). Γόνος πανίσχυρης οικογένειας προυχόντων του Αιγίου και γνώστης των συνθηκών της ελληνικής υπαίθρου, διέκοψε τις σπουδές του, για να συμμετάσχει στην ελληνική επανάσταση. Εκλέχθηκε πρώτος δήμαρχος Αιγίου και εισήλθε στην κονίστρα της πολιτικής ζωής του τόπου, στην οποία πρωταγωνίστησε επί μία τριακονταετία, διαθέτοντας την οικογενειακή του περιουσία στα κοινά.
Τα αποκαΐδια της Επανάστασης
Ο άνθρωπος αυτός ήταν και ο πρώτος εισηγητής για την ίδρυση ενός βιομηχανικού καταστήματος οινοποιίας το 1849. Η κατάσταση που διαμορφωνόταν στην ελληνική επαρχία ήταν αρνητική. Η βαριά φορολογία κυρίως δεν επέτρεπε την ανάπτυξη των αμπελώνων που είχαν καεί, καταστραφεί και ερημώσει στα χρόνια της Εθνεγερσίας. Εξάλλου, έλειπαν τα τεχνικά μέσα που θα βοηθούσαν προς αυτή την κατεύθυνση. Ίσως παρουσιαζόταν μία αύξηση στην έκταση των καλλιεργούμενων γαιών, αλλά οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι καλλιεργητές δεν αντάμειβαν τους κόπους και τις δαπάνες τους.
Οι ελάχιστες προσπάθειες που είχαν γίνει είχαν κάπως αυξήσει τις τιμές των προϊόντων, αλλά κάθε προσπάθεια εξαγωγής προσέκρουε στην κακή ποιότητά τους. Οι ευρωπαϊκές αγορές ήταν στην πραγματικότητα κλειστές για την ελληνική παραγωγή. Εν τω μεταξύ, πέραν των άλλων, στο δεύτερο μισό της τέταρτης δεκαετίας του 19ου αιώνα, προέκυψε και εντυπωσιακή αφορία για πολλά προϊόντα, γεγονός που έφερε σε αμηχανία τους κατοίκους. Το ανοργάνωτο ακόμη ελληνικό κράτος παρακολουθούσε αμήχανα τις εξελίξεις. Ο Αν. Λόντος ήταν εκείνος που πρωταγωνίστησε στις προσπάθειες που καταβλήθηκαν προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα της παραγωγής και να τελειοποιηθούν όσο ήταν δυνατόν τα προϊόντα, ώστε να καταστούν ευπώλητα.
Κρασί και λάδι
Εμφανίσθηκε λοιπόν στη Βουλή των Ελλήνων, ζητώντας να εγκριθεί η ίδρυση δύο εργοστασίων, ένα για το κρασί και ένα για το λάδι, δηλαδή τα σημαντικότερα προϊόντα ελληνικής παραγωγής. Ο εύστροφος Αν. Λόντος λάμβανε υπόψη του την κατάσταση που επικρατούσε στην Ευρώπη εκείνη την εποχή και ήθελε τις ελιές και τα αμπέλια να είναι παραμελημένα και το κόστος παραγωγής του υπερτιμημένο σε σχέση με την Ελλάδα. Η διαφορά στο κόστος παραγωγής έδινε ελπίδες πως η χώρα μας μπορούσε να αποκτήσει πρόσβαση στις ξένες αγορές, εάν προσέφερε χαμηλές τιμές και υψηλή ποιότητα. Την ποιότητα αυτή επιδίωκε να εξασφαλίσει μέσω των εργοστασίων επεξεργασίας που πρότεινε στη Βουλή το 1849. Το κράτος δεν επρόκειτο να δαπανήσει ποσά πέραν όσων απαιτούνταν ώστε να διδαχθεί στο ευρύ κοινό η οργάνωση της παραγωγής.
Αμ έπος, αμ έργον. Προσλήφθηκαν αρχιτεχνίτες, αγοράστηκαν τα απαραίτητα εργαλεία και ενοικιάστηκαν τα «Καταστήματα», όπως αποκαλούντο στις αποφάσεις. Σημειωτέον ότι, για να επιτευχθεί ο σκοπός, μεταφερόταν περιοδικώς η έδρα τους σε διαφορετικούς τόπους, ώστε να ενημερωθούν όσοι περισσότεροι παραγωγοί ήταν δυνατόν, για να βελτιώσουν τις μεθόδους παραγωγής τους. Ήταν μία από τις σπάνιες πρωτοβουλίες του ελληνικού κράτους, η οποία μάλλον στέφθηκε με επιτυχία, αν κρίνουμε από την εξάπλωση στις μεθόδους παραγωγής που εφαρμόζοντο ήδη τη δεκαετία 1850[1].
Τα επόμενα βήματα ήταν αφενός η συμμετοχή της Ελλάδος στην Έκθεση των Παρισίων (1855), καθώς και η αποστολή δύο νέων στη Μασσαλία, για να εκπαιδευθούν στην τέχνη της παρασκευής οίνων. Ήταν ο καταγόμενος από την Θήρα Νικόλαος Δ. Γαβαλάς και ο καταγόμενος από την Τρίπολη Θεόδωρος Ι. Σιναδινόπουλος. Αμφότεροι, επιστρέφοντας, δημιούργησαν δύο σημαντικές μονάδες, οι οποίες συνέβαλαν τα μέγιστα στην εξάπλωση της οινοποιητικής τέχνης. Πράγματι, αναπτύχθηκαν σε πολλές περιοχές της χώρας μικρές επιχειρήσεις παραγωγής οίνων, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις δημιουργίας μικρών βιομηχανιών που διεκδικούσαν τον δικό τους χώρο στις ευρωπαϊκές αγορές.
Ζητιάνος βιομήχανος!
Ωστόσο, από σύστασης του ελληνικού βασιλείου τα ειρηνικά έργα και οι προσπάθειες ανάπτυξης προσέκρουαν στις εθνικές περιπέτειες αλλά και στην πολλές φορές αδικαιολόγητη εσωτερική αστάθεια. Μία τέτοια περίπτωση, ασχολίαστη έως σήμερα, είναι ενός από τους πλέον φιλόδοξους επιχειρηματίες που εμφανίσθηκαν στα τέλη της βασιλείας του Όθωνα. Ονομαζόταν Νικόλαος Βασιλείου, και διαθέτοντας ίδιους πόρους, είχε ιδρύσει ένα πρωτοποριακό εργοστάσιο Οινοποιίας έξω από το Ναύπλιο. Διαθέτοντας ευρωπαϊκές μηχανές, πρωταγωνιστούσε στην τοπική οικονομία, αφού όχι μόνον κατασκεύαζε εκλεκτούς οίνους αλλά και μεταποιούσε σε οινόπνευμα τις κατεστραμμένες σταφίδες και τα ακατάλληλα σταφύλια.
Η παρουσία του, όπως ήταν φυσικό, ήταν ευεργετική για την τοπική οικονομία και τους κατοίκους, ενώ οι ολοένα αυξανόμενες εξαγωγές ενίσχυαν και την εθνική οικονομία. Είχε κατορθώσει να δημιουργήσει διαύλους εξαγωγής οίνων στη Ρωσία και αλλού. Μάλιστα στη Βουλή των Ελλήνων συζητήθηκε το 1861[2] η περίπτωσή του και εγκρίθηκε δάνειο, ώστε να τελειοποιήσει ακόμη περισσότερο το εργοστάσιο και την παραγωγή του. Ούτε μπορούσε να φαντασθεί, όμως, το τέλος που περίμενε τον ίδιο και την επιχείρησή του. Όταν εξερράγη στο Ναύπλιο η στάση εναντίον του Όθωνα, το εργοστάσιό του κατελήφθη από τους στασιαστές. Τα βαρέλια του χρησίμευσαν στα οχυρώματα, τους οίνους και τα οινοπνεύματα ήπιαν ή έχυσαν οι ξεσηκωμένοι και οι μηχανές του καταστράφηκαν ή αρπάχτηκαν. Ο δυστυχής Βασιλείου όχι μόνον πτώχευσε αλλά έφθασε στο σημείο να μην μπορεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Κατάντησε, τον Νοέμβριο 1863, να τριγυρνά στους δρόμους των Αθηνών, ζητιανεύοντας και καταδιωκόμενος από τους δανειστές του!