«Με την φιλοσοφικήν ηρεμίαν και την ειρωνικήν σχεδόν διάθεσιν, με την οποίαν ανέκαθεν αντιμετώπιζε την ζωήν και τα ταραχώδη προβλήματά της, εξέλιπε σήμερον απροόπτως ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής. Το άγγελμα του θανάτου του δεν ημπορεί ή να συγκινήση ειλικρινώς όχι μόνον τους πολυπληθείς του φίλους, αλλά και γενικώτερον όλους τους ανθρώπους της τάξεως και της νομιμοφροσύνης, οι οποίοι γνωρίζουν πόσον δύσκολον είνε να ευρεθούν, αυτήν την στιγμήν, εις την Ελλάδα πολιτικοί ακέραιοι, ακομμάτιστοι και ειλικρινείς ως ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής.
Ο εκλιπών πρωθυπουργός, γεννηθείς τω 1876 εν Αθήναις, δεν είχε συμπληρώσει ακόμη το 60όν της ηλικίας του. Προωρισμένος αρχήθεν δι’ ακαδημαϊκήν σταδιοδρομίαν και αναγορευθείς τω 1896 διδάκτωρ της Νομικής, συνεπλήρωσεν επί τετραετίαν τας σπουδάς του εις το Μόναχον και έγινεν αργότερα υφηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών. Δεν εδίδαξεν όμως παρά μόνον 2 έτη, διότι η προς τους «νέους άνδρας» πανελλήνιος κραυγή του 1910 παρέσυρε και αυτόν εις την πολιτικήν. Εκλεγείς βουλευτής και πληρεξούσιος, διεκρίθη διά τας νομικάς και οικονομικάς του γνώσεις, γενόμενος δε υπουργός των Ναυτικών τω 1913, παρητήθη μετά εν ακριβώς έτος, όταν διεφώνησε προς τον πανίσχυρον τότε πρωθυπουργόν επί του ζητήματος των ναυτικών προβιβασμών και γενικώτερον του ναυτικού προγράμματος. Η παραίτησις του Δεμερτζή, εμμείναντος μέχρι τέλους εις την ανάγκην της αποκαταστάσεως ομονοίας μεταξύ των αξιωματικών, απετέλεσε μίαν ηθικήν νίκην δι’ αυτόν, μέχρι του σημείου ώστε και η «Εστία», καίτοι ενθέρμως υποστηρίζουσα τότε τον Ελ. Βενιζέλον, να εξάρη το σπάνιον παράδειγμα του παραιτηθέντος υπουργού.
Αποσπασθείς έκτοτε του κόμματος των Φιλελευθέρων ο Δεμερτζής, μετέσχε τω 1917 της Κυβερνήσεως Ζαΐμη, κατώρθωσε δε καθ’ όλην την διάρκειαν της εποχής του μεγάλου εθνικού διχασμού να μείνη μακράν των δυο παρατάξεων. Το οξύ κριτικόν του πνεύμα ήτο φυσικόν ν’ αποκλείη την προσαρμογήν προς την εκατέρωθεν κομματικήν αδιαλλαξίαν της εποχής εκείνης, και ούτως εξηκολούθησε να πολιτεύεται ως ανεξάρτητος μονάς, χωρίς δι’ αυτό να χάση την φιλοπαίγμονα διάθεσιν και την φιλοσοφικήν αταραξίαν του. Με την ιδίαν αυτήν αταραξίαν αντιμετώπισε και την υφ΄όλων των κομμάτων ανακήρυξίν του ως υποψηφίου Προέδρου της Δημοκρατίας κατά την εποχήν της Παγκαλικής τυραννίδος και την ματαίωσιν της εκλογής του δια των πρωτοτύπων εκλογικών μεθόδων του καθεστώτος εκείνου. Και εξ ίσου ατάραχον τον εύρεν ο Βασιλεύς Γεώργιος, όταν προ τετραμήνου και πλέον, αφιχθείς εις την Ελλάδα, εζήτησε δια την υπηρεσιακήν Κυβέρνησιν ένα πολιτικόν, ο οποίος να μη προκαλλη το μίσος της μιάς ή της άλλης παρατάξεως και ο οποίος -προ πάντων- να μη λέγη ψεύματα και να του παριστά την κατάστασιν αναλόγως των κομματικών του συμφερόντων.
Από της στιγμής αυτής έτυχε συχνά, παρ’ όλην την προς αυτόν φιλίαν μας, να ψέξωμεν τον Κ. Δεμερτζήν, δια την αποφυγήν της αναλήψεως ωρισμένων πρωτοβουλιών, απαραιτήτων καθ’ ημάς προς ανόρθωσιν του καταρρέοντος Κράτους. Εξ άλλου όμως θα ήτο άδικον να μη τονισθούν και αι υπηρεσίαι, τας οποίας ο εκλιπών πρωθυπουργός παρέσχεν εις την Ελλάδα κατά το τελευταίον τετράμηνον, δια της αμεροληψίας και της ψυχράς και δικαίας κρίσεώς του. Ακέραιος τον χαρακτήρα και ευγενής την ψυχήν, ήτο αδύνατον να διαπράξη αδικίας εξ εκείνων, τας οποίας τόσον συχνά ανέχονται οι κομματικαί ηγέται, και αι προς τον ανώτατον άρχοντα εισηγήσεις του ήσαν πάντοτε απηλλαγμέναι οιουδήποτε μεροληπτικού ή συμφεροντολογικού χρωματισμού. Ευνόητον δε είνε πόσον πολύτιμος απέβαινεν, υπό τοιούτους όρους, η συνεργασία του δια τον Βασιλέα και την σημερινήν ανώμαλον πολιτικήν ζωήν της χώρας.
Εξ ίσου αισθητόν θα γίνη το κενόν που αφίνει ο θάνατος του πρωθυπουργού και εις το Πανεπιστήμιον -όπου ο Κ. Δεμερτζής ήτο από πενταετίας ήδη εκ των προσφιλεστέρων εις τους φοιτητάς καθηγητών- και εις την Αθηναϊκήν κοινωνίας εν γένει, της οποίας ο τόσον ευφυής φιλότεχνος και φιλόμουσος επιστήμων ήτο εκ των πλέον πολιτισμένων, αλλά και συμπαθεστέρων συνάμα μελών.
Η «Εστία», συμμετέχουσα ειλικρινώς εις το γενικόν πένθος επί τη απωλεία ενός πράγματι χρηστού και χρησίμου ανδρός, συλλυπείται θερμώς την βαρέως πληγείσαν οικογένειάν του».