Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Σπάνια συναντάμε το όνομα Ακίνδυνος και ακόμη πιο σπάνια αναφερόμαστε στον γραφικό ναΐσκο των Αγίων Ακινδύνων που εορτάζει σήμερα. Κάποτε βρισκόταν στο ρείθρο του Κηφισού, ο οποίος με τη «διευθέτησή» του έχασε πολλές από τις ομορφιές που κοσμούσαν τις όχθες του.
Πρόκειται για ένα μονόκλιτο εκκλησάκι και ο αρχιτεκτονικός του ρυθμός είναι βασιλικού τύπου. Σήμερα βρίσκεται στη διοικητική περιφέρεια των Αγίων Αναργύρων, εντός κατοικημένης περιοχής, ανήκει στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και διασώζεται ως ιστορικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό μνημείο.
Χρονολογείται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μεταξύ του 17ου και 18ου αιώνα. Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που διασώζονται για το ευλογημένο αυτό εκκλησάκι, το οποίο πριν από τη σημερινή διαμόρφωση των διοικητικών ορίων των περιοχών ανήκε στην ευρύτερη περιοχή των Σεπολίων.
Συγκεκριμένα περιλαμβανόταν στην Κάτω Ανάκασα και ήταν χωμένο ανάμεσα σε αμπελοφυτείες και λαχανοφυτείες. Λίγο παραπάνω βρισκόταν ο περίφημος Μύλος Μπαρουξή, ο οποίος στα νεότερα χρόνια μετατράπηκε σε μαρμαροκοπείο. Μικρό το εκκλησάκι αλλά μεγάλη η περιοχή του, την οποία απώλεσε με το πέρασμα του χρόνου και την έλλειψη φροντίδας.
Ο ακάματος περιπατητής της Αττικής Δημήτριος Χατζόπουλος, ο οποίος το επισκέφθηκε στα τέλη του 1922, μας ενημερώνει ότι ήδη είχε ανοικοδομηθεί ανεπιτυχώς και είχε απολέσει τα αρχικά χαρακτηριστικά του[1].
Επτά ψηλά πεύκα το αγκάλιαζαν από τότε και σε ένα εξ αυτών ήταν κρεμασμένη η καμπάνα του. Με μικρό θολωτό νάρθηκα και επιστύλιο στη θύρα του.
Ενδιαφέρουσες όμως είναι και οι πληροφορίες για την ιδιοκτησία της περιοχής στην οποία ανήκε το μνημείο. Ολόκληρη η περιοχή ανήκε στη Μενιδιάτικη οικογένεια Παπασωτηρίου.
Στη συνέχεια αγόρασε το τμήμα των Αγίων Ακινδύνων η οικογένεια του μηχανικού και βιομήχανου Σκένδερ. Η τελευταία ακμή του κτήματος σημειώθηκε στα μέσα της δεκαετίας 1920 όταν νοικιάστηκε από τον σημαντικό γεωπόνο Άγγελο Αγαλιώτη, ο οποίος ανέπτυξε καλλιέργειες ανθέων, δένδρων και λαχανικών.
Ο τελευταίος διατηρούσε πωλητήριο στη συμβολή των οδών Σταδίου και Εδουάρδου Λω, όπου πωλούσε τα προϊόντα του. Αυτή είναι εν ολίγοις η σύγχρονη εικόνα της περιοχής και του ναϊδρίου των Αγίων Ακινδύνων.
Οπωσδήποτε προξενεί εντύπωση ο πληθυντικός που συνοδεύει το ναϊδριο: Άγιοι Ακίνδυνοι. Σωστά διότι δεν πρόκειται περί ενός αλλά περί πέντε συστεγαζόμενων Αγίων. Είναι οι Άγιοι Ακίνδυνος, Πηγάσιος, Αφθόνιος, Ελπιδοφόρος και Ανεμπόδιστος! Δεν έχει ακόμη απαντηθεί το ερώτημα γιατί ο Άγιος Ακινδυνος επισκίασε στη λαϊκή συνείδηση τους υπόλοιπους Αγίους και τους κάλυψε η γενίκευση του ονόματός του[2].
Πάντως η εκκλησία μας τους εορτάζει στις 2 Νοεμβρίου σε ανάμνηση του μαρτυρίου τους στα χρόνια του φοβερού Πέρση βασιλιά Σαπώρ Β’ (330 μ.Χ.). Βίαιος και βάρβαρος επέβαλε στην Περσία τον Ζωροαστρισμό και εκτέλεσε τους οπαδούς των άλλων θρησκειών, ιδιαιτέρως δε τους χριστιανούς, την εποχή που ο Μέγας Κωνσταντίνος ανακήρυσσε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Μαρτύρησαν πέντε επειδή δεν αλλαξοπίστησαν
Ο Σαπώρ Β’ ή Σαπώρης ήταν νόθος γιος του βασιλιά της Περσίας Ορμσίδα Β΄ και μιας ερωμένης του. Χρειάστηκε δεν να σκοτώσουν, να τυφλώσουν και να φυλακίσουν τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια του για να περιέλθει η εξουσία στη μητέρα του και ύστερα στον ίδιο. Οι πέντε Άγιοι ήταν αξιωματούχοι του. Αποκεφάλισε πρώτα τον Αφθόνιο και τον Ελπιδοφόρο και έριξε τους υπόλοιπους στην πυρά διότι δεν απαρνήθηκαν την πίστη τους[3].
Πέρα από τον Ναό, όπου διασώζονταν αγιογραφίες τους, ο Δ. Γρ. Καμπούρογλους απεκάλυψε ψηφιδωτά των Αγίων στη Μονή Δαφνίου, πλην του Αγίου Αφθονίου που είχε καταστραφεί. Χαρακτήρισε δε «θαύμα ψηφιακής τέχνης» την κεφαλή του Αγίου Ακινδύνου[4]. Η εκκλησία μας φρόντισε να ανεγείρει παραδίπλα μεγάλο ναό, διατηρώντας ευτυχώς και το εκκλησάκι που διατηρεί γύρω του μερικά από τα πεύκα του παρελθόντος.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 2 Νοεμβρίου 2021