Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ζούμε για μία ακόμη φορά τις συμφορές των πυρκαγιών στην Αττική με τις υψηλές θερμοκρασίες και τους ισχυρούς ανέμους να δημιουργούν πρόσφορο έδαφος. Οι αρνητικές επιπτώσεις είναι γνωστές, ενώ ανάλογες οικολογικές καταστροφές συναντάμε στο βάθος των αιώνων αλλά και στα νεότερα χρόνια. Μία εξ αυτών συνέβη στις αρχές του 20ού αιώνα, αρχές Αυγούστου 1903. Τότε το δάσος της Ελευσίνας άρχισε να κατακαίγεται από την πύρινη λαίλαπα. Ήταν ένα από τα πλέον πευκόφυτα και ωραιότερα δάση της Αττικής, σε απόσταση μισή σχεδόν ώρα από την πόλη της Ελευσίνας και άρχιζε εκεί που τέλειωνε ο μεγάλος Ελαιώνας.
Η φωτιά εξερράγη στο βορειότερο σημείο του δάσους, στη θέση Λυκόρεμμα. Μόλις την αντιλήφθηκαν οι χωρικοί, έτρεξαν ειδοποιώντας ταυτόχρονα τον αστυνόμο και δασάρχη της Ελευσίνας. Η πυρκαγιά όμως πρόσλαβε διαστάσεις. Οι φλόγες έφτασαν στην κορυφή Μάλια-Πλιάκου-Πάλλη και στις θέσεις Άγιος Γεώργιος, Δραμπάλιτσα και Κοκκιναριά. Ο καπνός φαινόταν από τη σιδηροδρομική γραμμής Αθήνας-Ελευσίνας σε απόσταση πέντε ωρών.
Η φορά άλλαξε και η πυρκαγιά κινήθηκε προς τα Μέγαρα και την περιφέρεια των Παλαιοκούντουρων, ανάμεσα στο Παλαιοχώρι και τον Άγιο Σωτήρα. Παρόλες όμως τις προσπάθειες των χωρικών η φωτιά λυμαινόταν ένα από τα ωραιότερα δάση της Ελλάδας. Καταβλήθηκε μάλιστα προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα σύστημα «αντεμπρησμού». Χωρικοί και στρατιώτες, έβαλαν φωτιά σε ατραπό η οποία εν είδει προχώματος χώριζε το καιόμενο δάσος από εκείνο που εκτεινόταν μέχρι τα Μέγαρα.
Πίστευαν ότι σχηματίζοντας αντιπυρική ζώνη θα σταματούσε η φωτιά. Επικίνδυνη εργασία με τον καπνό και την τέφρα των φύλλων να προκαλούν δυσφορία. Για καλή τύχη όμως όλων είχε μείνει ένα άνοιγμα, από το οποίο κατόρθωσαν να διαφύγουν. Αναγκάστηκαν να περπατήσουν περίπου μία ώρα εξαιτίας της πυκνότητας των καπνών, που καθιστούσαν το μέρος αδιάβατο. Πάντως, όλη η προσπάθεια αυτή θα απέβαινε μάταιη εάν ο βορειοδυτικός άνεμος δεν μεταβαλλόταν σε νότιο.
Η ορμή της φωτιάς ήταν τέτοια ώστε θα ήταν αδύνατον να μη μεταδοθεί πέραν της ατραπού. Έτσι οι φλόγες κατέπαυσαν, διευθυνόμενες πλέον προς το αποτεφρωθέν μέρος του Λυκορρέματος, απ’ όπου ξεκίνησε η φωτιά. Η καταστροφή όμως υπήρξε τεράστια. Άλλωστε επρόκειτο για ένα δάσος στο οποίο δεν είχε συμβεί ποτέ κάτι παρόμοιο. Μόνο κατά το έτος έξωσης του βασιλιά Όθωνα πυρκαγιά είχε αποψιλώσει την κορυφή του Αγίου Γεωργίου.
Η καμένη έκταση ανερχόταν σε 35 χιλιάδες στρέμματα. Εάν μάλιστα κανείς υπολόγιζε κατά μέσο όρο τα πεύκα ανά στρέμμα, αυτό σήμαινε πως κάηκαν πάνω από δέκα εκατομμύρια πευκόδεντρα. Οι ανακρίσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πρόκληση της φωτιάς ήταν τυχαία, καθώς σε εκείνα τα μέρη δεν υπήρχαν ποιμένες που θα είχαν συμφέρον από την πυρπόληση του δάσους.
Μεγάλο ενδιαφέρον για την πυρκαγιά που κατέστρεψε τόσο μεγάλη κατάφυτη έκταση επέδειξε η πριγκίπισσα Σοφία. Αφού εξέφρασε τη λύπη της, υπέδειξε την ανάγκη στο μέλλον, κατά τη φύτευση του νέου δάσους, να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα. Επιβαλλόταν πρωτίστως η αραιά φύτευση των δένδρων και ο καθαρισμός αυτών, με τρόπο ώστε σε μια καινούργια έκρηξη πυρκαγιάς να μπορεί εύκολα να απομονωθεί το καιόμενο μέρος.
Έτσι η «Φιλοδασική Ένωσις» απέστειλε στους χωρικούς της Ελευσίνας σπόρους ακακιών για να τους φυτεύσουν κατά διαστήματα εντός του αποτεφρωμένου δάσους. Η ακακία, εξαιτίας του αειθαλούς χαρακτήρος της, είχε το πλεονέκτημα ότι σταματούσε την επέκταση του πυρός, διότι δεν αναφλεγόταν τόσο όπως τα πεύκα. Εάν μάλιστα φυτευόταν κατά ζώνες μεταξύ των συστάδων των πεύκων ήταν απολύτως αδύνατη η υπερπήδηση των φλογών πάνω από αυτά και η μετάδοση της φωτιάς στα πέραν της ζώνης πεύκα.