Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Φέρνουμε στην επιφάνεια ένα πρωτοφανές για την πρωτεύουσα της Ελλάδος θέαμα το οποίο έλαβε χώρα πριν από ενενήντα χρόνια, το 1934. Η αφορμή μας δόθηκε από την εκτεταμένη προσπάθεια που καταβάλλεται να μετατραπεί η πόλη των Αθηνών σε ένα απέραντο διασκεδαστήριο. Παραδίδοντας ακόμη και μνημειακούς χώρους σε «τσιφτετελοκαταστάσεις». Δημιουργώντας ταυτοχρόνως συνθήκες λίαν αρνητικές για την κατοικία και τους κατοίκους. Ο λόγος αφορά στις καμηλομαχίες, τις οποίες στην αρχή προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Ευτυχώς όμως ευρέθη τότε ένας Ιωάννης Κετσέας, της Ολυμπιακής Επιτροπής, ο οποίος απέτρεψε την μέγιστη προσβολή για το Ολυμπιακό μνημείο. Εξάλλου το θέαμα της καμηλομαχίας είχε απαγορευθεί ακόμη και στην Τουρκία. Αλλά στην Ελλάδα οι διοργανωτές δεν εκάμφθησαν πιστεύοντας προφανώς ότι ο πολιτισμός μας δείκτης ήταν κατώτερος από εκείνον της γείτονος χώρας. Φαίνεται δε ότι δεν είχε πολύ άδικο. Παρότι αρχικά η Αστυνομία Αθηνών είχε απαγορεύσει αυτήν την παράσταση, μεσολάβησαν άλλες υπηρεσίες και έδωσαν την έγκριση!
Η άγρια πάλη
Ο κόσμος που συνέρρευσε για να απολαύσει το ιδιότυπο θέαμα που είχε τόσο διαφημισθεί ήταν αρκετός. Δεν φάνηκε ωστόσο καθόλου να συγκινείται όπως αναμενόταν. Για τις καμηλομαχίες χρησιμοποιήθηκαν δύο ζεύγη αρρένων, που διεκδικούσαν την προτίμηση μιας θηλυκής καμήλου. Ανάμεσά τους βρίσκονταν δύο Αραβες, οι οποίοι εξερέθιζαν τα άτυχα ζωντανά παίζοντας ταμπούρλο και κλαρίνο.
Από τις δύο αρσενικές καμήλες, η μία επέδειξε ανεξήγητη περιφρόνηση προς τη «μελλόνυμφη» και εγκατέλειψε τον στίβο πανικόβλητη, παρά τις προτροπές των καμηλιέρηδων. Κατόπιν τούτου οδηγήθηκε η επόμενη αρσενική καμήλα μπροστά της, που αμέσως έσπευσε να την πλησιάσει και να την περιβάλει με διάφορες φιλοφρονήσεις.
Η απρεπής αυτή συμπεριφορά του ερωτόληπτου καμήλου προκάλεσε την εξέγερση του άλλου, ο οποίος όρμησε ακάθεκτος κατά του αντιζήλου του. Με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε η πάλη μεταξύ των δύο ζώων με αφάνταστο πείσμα και αγριότητα εκατέρωθεν, ενώ το μήλον της Έριδος, η θήλυς, παρακολουθούσε ολίγα βήματα πιο μακριά ατάραχη, συνηθισμένη σε παρόμοιους διαπληκτισμούς προς χάριν της.
Το πόρισμα
Οι δύο αντίπαλοι αλληλοεπιτίθεντο και δαγκώνονταν για πολλή ώρα, κυλιόμενοι δε κατά γης καταντούσαν ένα σύμπλεγμα το οποίο διέλυαν με πολύ κόπο οι φύλακες. Η τέχνη τους ενέκειτο κυρίως στο χειρισμό της κεφαλής και του μακρότατου λαιμού, με τον οποίον χτυπούσαν ο ένας τα πόδια του άλλου και προσπαθούσαν να τον ανατρέψουν.
Όταν μετά από πάλη ημίσειας ώρας η μία κάμηλος κατεβλήθη και έπεσε εξαντλημένη, η άλλη ήταν τόσο εξαγριωμένη, ώστε έπεσε να τη θανατώσει. Με πολλή δυσκολία όμως την απομάκρυναν και για να την καταπραϋνουν έθεσαν δίπλα στο πλευρό της το λάφυρο της νίκης, δηλαδή τη «νύφη». Έτσι έλαβε τέλος η πρώτη φάση του αγώνος, ο οποίος όμως επέπρωτο να μην έχει συνέχεια.
Διότι κατά το διάστημα εκείνο και πριν αρχίσει η νέα καμηλομαχία, ο αστυκτηνίατρος Αθανάσιος Παπαδήμας, συνοδευόμενος από αστυνομικούς, ζήτησε να εξετάσει τις καμήλες που συμμετείχαν στη μάχη. Ανακάλυψε λοιπόν τα στόματα και των δύο γεμάτα με αίμα, ιδίως λόγω των σχοινιών με τα οποία τα είχαν προσδέσει σφικτά οι φύλακες από φόβο μήπως αλληλοφονευθούν. Ο κτηνίατρος χαρακτήρισε την κατάσταση αυτή πολύ βάρβαρη και εν ονόματι του νόμου περί προστασίας των ζώων απαγόρευσε τη συνέχιση της καμηλομαχίας.[1]
Αντιδράσεις
Όπως ήταν φυσικό εκφράσθηκαν οξύτατες διαμαρτυρίες μέσω του Τύπου της εποχής. Το θέαμα χαρακτηριζόταν «αισχρότατο» και ο βασανισμός των ζώων ξεσήκωσε διαμαρτυρίες. Σε αυτές πρωτοστάτησε η εφημερίδα «Εστία», η οποία έγραφε πως ένας αστυκτηνίατρος επέδειξε περισσότερο πολιτισμό από όλο το κράτος και σταμάτησε στο μέσον τη βάρβαρη αυτή παράσταση.
Πίεζε δε την κυβέρνηση να αποδώσει ευθύνες στους αρμοδίους που έδωσαν την άδεια και να τους τιμωρήσει παραδειγματικώς. Όπως έγραφε, «αν λησμονήση το καθήκον της, την ειδοποιούμεν, ότι δεν θα παύσωμεν να της το υπενθυμίζουμε συνεχώς».[2] Την άποψη της «Εστίας» ενστερνίζονταν σθεναρώς μάλιστα και δύο συνεργάτες της, ο ψυχοφυσιολόγος Άγγελος Τανάγρας και ο λογοτέχνης Ιωάννης Δαμβέργης.
Ο πρώτος με επιστολή που δημοσίευσε στην εφημερίδα εξέφραζε την ανακούφισή του για τη γνώμη του εντύπου απέναντι στη βεβηλωτική για την ιστορία των Αθηνών είδηση των καμηλομαχιών.[3] Ο δεύτερος μετέφερε σε χρονογράφημά του, το οποίο δημοσιεύθηκε την 25η Φεβρουαρίου 1934 και αναδημοσιεύουμε, προσωπική του εμπειρία από παρόμοιο θέαμα. Εμπειρία η οποία προκαλεί ανατριχίλα στον σύγχρονο πολιτισμένο άνθρωπο αλλά την αναδημοσιεύουμε ως τεκμήριο παρουσιάζοντας και την άλλη, την αρνητική πλευρά των παρελθουσών εποχών.
Εξάλλου, εάν διαπιστώνουν πως το… πράγμα έχει πέραση δεν το έχουν σε τίποτε να επανέλθουν και στις ημέρες μας… Των φρονίμων ολίγα!
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 29 Ιανουαρίου 2024