Ήλθε και η ιδική μου σειρά να διηγηθώ ποίον ήτο το φρικωδέστερον θέαμα από όσα είδα εις την ζωήν μου. Αι διηγήσεις των άλλων, ήσαν, κατά το πλείστον, πρόχειρα κατασκευάσματα της φαντασίας των. Η ιδική μου ήτο αληθινή· αλλά και μόνη η ανάμνησίς της, μου επανέφερε μέγα μέρος της φρίκης που είχα αισθανθή άλλοτε. Και εδήλωσα, ότι μόνον ωραία πράγματα μου αρέσει να ενθυμούμαι και προ πάντων να διηγούμαι.
Τώρα όμως, γνωστή αφορμή, μου επιβάλλει να ενθυμηθώ και να εξιστορήσω και, ει δυνατόν, να μεταδώσω την φρίκην, που ησθάνθην ένα θαυμάσιον εαρινόν απόγευμα, που επήγαμε δύο-τρεις συμμαθηταί εις το Τεπεντζίκι της Σμύρνης διά να ιδούμε «Ντεβέδες-πεχλιβάνισες», δηλαδή καμήλους παλαίστριες. Εγώ και οι δύο συμμαθηταί, ήμεθα «κατσαμακλήδες» εξ επαγγέλματος. «Κατσαμάκι» θα ειπή απουσία μαθητών κατά τας ώρας των παραδόσεων και μετάβασις εις εκδρομάς, περιπάτους ή ζαχαροπλαστεία, διασκεδαστικώτερα, βέβαια, από τα σχολεία.
Επήγαμε, λοιπόν, να απολαύσωμεν και των καμήλων την πάλην. Εκ πρώτης όψεως, το θέαμα δεν ήτο άσχημον· ημπορώ μάλιστα να είπω, ότι ήτο γραφικόν, συντελούσης και της θαυμασίας τοποθεσίας, του λόφου εκείνου με τα αραιά δένδρα, την Εκκλησίαν πλαγίως και τας εις απόστασιν σπίτια, των οποίων οι κτυπητοί χρωματισμοί, διεφήμιζαν αμαρτωλά περιεχόμενα.
Χειροκροτήματα και κραυγαί αναγγέλλουν την είσοδον εις τον στίβον των δύο πρώτων παλαιστριών καμήλων.
Εις το μέσον του υψώματος, εφαίνοντο διπλάσιαι εις το μέγεθος από τας συνήθεις φορτηγούς καμήλιυς. Ωραίον, στίλβον, σαν κτενισμένο το τρίχωμά των. Φορτωμένες κουδουνάκια, χάντρες, φιόγκους, κορδελλίτσες, εκαμάρωναν, καταλαμβάνουσαι πολύ καλά, ότι αυτάς μόνο έβλεπεν ο κόσμος. Τας έφεραν την μίαν πλησίον της άλλης, διά να αρπαχθούν· αλλά εις την αρχήν έδειξαν, ότι καμμίαν προς τούτο δεν είχαν διάθεσιν ή εχθροπάθειαν. Τας ενεθάρρυνε με κραυγάς ο Ντεβετζής. Τίποτα.
Αλλά έξαφνα, κάτι τας επείραξε δυνατώτερα: Κάποιος μου είπεν, ότι τους έρριψαν κάτι υγρόν καυστικόν, που τας ηρέθισεν, ή με χονδρήν βελόνη τας ετσίμπησαν εις τα μαλακά. Και ήρχισεν η πάλη. Πάλη αγρία, φρικτή. Εδαγκώνοντο, εξεσχίζοντο και τα πέριξ αντήχουν γοεράς κραυγάς μαινομένων. Συνέκρουον τας κεφαλάς και ηκούσαμεν τους κρότους των. Τα αποσπασθέντα χείλη της μιας εκόλλησαν και εκρέμοντο από το στόμα της άλλης. Από τον λαιμό της μιας, εκρέματο μια πλατειά λωρίδα δέρματος και κρέατος. Εκαβαλλικεύοντο, εκλωτσούσαν, ούρλιαζαν από πείσμα, από θυμόν, από τρέλλαν.
Δεν γνωρίζω διατί η μία ανεκηρύχθη νικήτρια· διότι και αι δύο οικτραί, καταματωμέναι, κραυγάζουσαι γοερώς από τους πόνους και εκβάλλουσαι αφρούς, εσύρθησαν από τους ντεβεντζήδες εις δύο αντιθέτους διευθύνσεις, εξακολουθούσαι να αλληλοκυττάζωνται με φλογισμένους οφθαλμούς και αφήκαν τον στίβον ελεύθερον διά την πάλην άλλου ζεύγους, η οποία επεριμένετο ως ωραιοτέρα!…
Να σας είπω ότι ημέρας πάλιν έκαμα να φάγω και νύχτας να κοιμηθώ; Να σας είπω, ότι δεν ημπορούσα ούτε να ατενίσω κρέας μαγειρευμένον επί καιρόν; Να σας είπω, ότι εκάλεσαν ιατρόν να με εξετάση τι έχω εις τον στόμαχον, ιδίως, ο οποίος, ασφαλώς, κάτι μου είχεν υποστή;
Λέγω ένα μόνον· ότι από τότε δεν έκαμα κατσαμάκια.