Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το αθηναϊκό καλοκαίρι είχε και έχει τις ιδιαιτερότητές του. Η όμορφη πολιτεία και οι γειτονιές της γνώρισαν κατά καιρούς ποικίλες τοπικές χρήσεις διασκεδάσεως, με ιδιαίτερο χρώμα και χαρακτηριστικά. Θα ανατρέξουμε σε προπολεμικές θερινές διασκεδάσεις, έχοντας ως οδηγό μας τον Κλέωνα Παράσχο (1894-1964), ο οποίος κατέγραψε την εικόνα των λαϊκών συνοικιών των Αθηνών το καλοκαίρι του 1929. Όταν στις γειτονιές λειτουργούσαν κινηματογράφοι, καφενέδες, καφενεδάκια, θεατράκια, σινέ-μπαρ, ντάνσιγκ μπαρ. Λειτουργίες που εξαφανίσθηκαν με το πέρασμα του χρόνου και άλλες που επιβιώνουν, με σημαντικές αλλαγές μέχρι τις ημέρες μας. Εξάλλου, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος που διασκέδαζαν οι κάτοικοι πριν από εννέα δεκαετίες περίπου, η φυσιογνωμία κάθε γειτονιάς και η ανάπτυξη των τοπικών κέντρων.
Η λεωφόρος
Κατηφορίζουμε την οδό Αγίου Κωνσταντίνου για να φθάσουμε στην καμπή του τραμ. Εισερχόμαστε πλέον στην δικαιοδοσία του Μεταξουργείου, με την πλατεία να βρίσκεται λίγες δεκάδες μέτρα παρακάτω. Αναζητούμε τη νυκτερινή κίνηση των συνοικιών και συναντάμε τραπεζάκια τοποθετημένα με τάξη, καθαρά και ευπρεπισμένα να περιμένουν τους πελάτες τους. Κυριολεκτικώς ξεχύνοντο στους δρόμους οι Αθηναίοι για να βρουν λίγη δροσιά και να ξεφύγουν από τη λαύρα της ημέρας. Ήταν σαν να είχε δοθεί σύνθημα γενικής εξόδου. Από τις πολυπληθέστερες και λαϊκότερες συνοικίες ήταν βεβαίως το Μεταξουργείο.
Η λεωφόρος Θεοδώρου Δηλιγιάννη, η οποία καταλήγει στο Σταθμό Λαρίσης, ήταν πλήρης από κέντρα, κόσμο, φασαρία και πολύχρωμα φώτα. Ένας τοίχος ήταν γεμάτος διαφημίσεις: «Το Ματωμένο Βραχιόλι», «Έρωτες περιπέτειες, η ζωή στας μεγάλας ευρωπαικάς λουτροπόλεις, με τους διάσημους Αμερικανούς ηθοποιούς Τζέννη Χάμσουν και Τζων Χάμερτον». Ταξίδια ανά τον κόσμο με ένα τάλληρο στο κινηματοθέατρο «Περοκέ»! Τότε ήταν ακόμη μια περιτοιχισμένη μάντρα με πενήντα περίπου τραπεζάκια, τα οποία γέμιζαν με κόσμο. Θεωρείτο ο πιο αριστοκρατικός κινηματογράφος της γειτονιάς.
Το «Περοκέ»
Ευκαιρίας δοθείσης ιστορούμε και τα της… γεννήσεως του θεάτρου που επιβιώνει έως τις ημέρες μας. Γύρω στο 1910, στο σημείο όπου βρίσκεται το «Περοκέ», υπήρχε μια γραφική μάνδρα από την οποία η γειτονιά αγόραζε ξύλα, κάρβουνα και κρασί. Εκείνη η μάνδρα φιλοξένησε στην αρχή πρόχειρο θεατράκι με παντομίμες του Χριστόφορου Νέζερ, κωμικά σκέτς του Μπαλαφάρα και αργότερα παραστάσεις του καραγκιοζοπαίχτη Μανωλόπουλου. Στα τέλη της δεκαετίας 1920, την περίοδο που παρουσιάζουμε, λειτουργούσε ως κινηματογράφος, όπως προαναφέρθηκε. Είχε σιδερένια τραπεζάκια και οι θεατές απολάμβαναν τις πάστες τους. Περίπου δυο χρόνια αργότερα το 1931 μετατράπηκε σε «κανονικό» θέατρο με πλατεία και δυο εξώστες. Γνώρισε πολλές δόξες και περιπέτειες το Περοκέ. Πέντε χρόνια αργότερα (Ιούνιο 1936) στο «Περοκέ» θα ανεβάσει τη «Σβούρα» του ο Αλέκος Σακελλάριος. Επιθεώρηση με πολλά υπονοούμενα. Στο στόχαστρο ο υπουργός Εσωτερικών Θεόδωρος Σκυλακάκης, ο οποίος είχε εισηγηθεί αυστηρό νόμο για το ψωμί. Ουσιαστικώς και για λόγος οικονομίας απηγορεύθη η πώλησις φρέσκου άρτου και διετίθετο στο κοινό άρτος παρασκευασμένος από την προηγούμενη ημέρα. «Ήσουνα πρώτα γαλονάς/ γι’ αυτό συχνά μας κοπανάς / και θεωρίες τόσες ψέλνεις/ και στα νησιά φουρνιές μας στέλνεις. / Στα λέμε πέννα και χαρτί/ δεν εξηγείται το γιατί/ δίχως κανένα λόγο σοβαρό/ κάνεις τον αυστηρό».
Τους στίχους αυτούς τραγουδούσαν οι Σταύρος Ιατρίδης και Αριστείδης Χρυσοχόου πάνω στη μουσική του «όλο μου λες πια δε με αγαπάς, γιατί, γιατί, γιατί». Άλλο ένα νούμερο της «Σβούρας» που παρουσίαζαν η Νίνα Αφεντάκη και ο Αριστείδης Χρυσοχόου έλεγε «Υπάρχει μια βουλή/ που δε μας ωφελεί/ και είπαμε αντί να την γκρεμίσουμε/ εμπρός μια και καλή/ καλύτερα πολύ/ θα είναι αν τυχόν την ξεπουλήσουμε/ να την κρατήσουμ’ είναι ανοησία καιρός της να βγει στη δημοπρασία. Το θέατρο συνέχισε την πορεία του για να καταστραφεί από πυρκαγιά το 1974. Οι φωτεινές επιγραφές του άναψαν ξανά το 1990.
Το πατάρι και ο Καραγκιόζης
Πάντως, το πρόγραμμα στο «Περοκέ» το 1929 άλλαζε κάθε δύο ημέρες και οι θερινές ενδυμασίες είχαν την τιμητική τους. Κοπέλες με κομψές και αποκαλυπτικές τουαλέτες και κυρίες καλοντυμένες. Βεβαίως όλοι πλέον ήταν χωρίς καπέλο, οι κύριοι χωρίς κολάρα και σακάκια. Τα δενδράκια που ήταν φυτεμένα δεν μπορούσαν να προσφέρουν την απαιτούμενη δροσιά. Λίγο πιο πέρα ο «Κόκκινος Κρίνος». Περιώνυμο εστιατόριο μπαρ εκείνης της εποχής. Κατάμεστα από κόσμο τα τραπέζια του, κυρίως ζευγαράκια⋅ η Λόλα, η Φούλα, η Ρίτα. Παρακάτω, απέναντι από το ξενοδοχείο «Τουρίστ» άλλο μπαρ, με πατάρι και μουσική.
Το «πατάρι» ήταν η εξέδρα επί της οποίας βρισκόταν η ορχήστρα που παρουσίαζε τα κομμάτια εποχής. Ανοικτός ο χώρος, δροσούλα και άπλα. Καφές δεν προσφερόταν, αφού το κατάστημα ήταν «μπαρ»! Όποιος ήθελε να πιει καφεδάκι έπρεπε να προτιμήσει την παραγκούλα που βρισκόταν δίπλα στο «Τουρίστ». Αυτό ήταν παλιό και γνήσιο παραδοσιακό καφενείο, πίσω από το οποίο παρουσιαζόταν και καραγκιόζης. Η μπάντα έπαιζε, τα λουστράκια και οι γαβριάδες αλλά και τα παιδιά της συνοικίας εδήλωναν εκεί το θορυβώδες παρόν και παρακολουθούσαν την παράσταση «Ο Καπετάν Γκρής».
Ο «Υμνούμενος»
Υπήρχαν και άλλα καφενεία και μπαρ στην περιοχή, όπου βεβαίως και ο απαραίτητος γκρινιάρης φωνογράφος που έπαιζε το περίφημο λαϊκό άσμα «Υμνούμενος» του Πέτρου Κυριακού. Είχε παρουσιασθεί εκείνη τη χρονιά (1929) με ιδιαίτερη επιτυχία. Εν είδει εκκλησιαστικού τροπαρίου, «εξάψαλμο» όπως τον αποκαλεί, αποδίδοντας με δύο λέξεις τον τόπο καταγωγής και τα χαρακτηριστικά των Ελλήνων. Στη χαριτωμένη αυτή δημιουργία συμπεριέλαβε σαράντα τύπους – τόπους. «Αθηναίος γκάγκαρος, Πειραιώτης μουνιέρης, Αιγενίτης κανατάς, Ναυπλιώτης ντιστεγκές, Τριπολιτσιώτης μπεκρής, Μανιάτης κουμπουράς, Λειβαδίτης μπαμπακάς, Δημητσανίτης μπαρουτάς…».
Εκείνο το καλοκαίρι ο Κυριακός είχε σφοδρή διαμάχη με τον θεατρικό επιχειρηματία Μακέδο, διότι τον εγκατέλειψε στα… κρύα του λουτρού για να μεταβεί στην Αμερική. Η γραπτή συμφωνία προέβλεπε εκείνη τη σαιζόν ο Π. Κυριακός να παρουσιαστεί στο θέατρο του Μακέδου, το «Μοντιάλ». Η υπόθεση απέκτησε ενδιαφέρον αφού ο επιχειρηματίας κινήθηκε δικαστικά εναντίον του καλλιτέχνη για την αθέτηση της συμφωνίας. Για να τον εκδικηθεί ο Π. Κυριακός, λίγο πριν φύγει για την Αμερική, φρόντισε να εμφανισθεί στο «αντίπαλο» επιθεωρησιακό συγκρότημα που λειτουργούσε στο «Ιντεάλ». Εκεί παρουσίασε και τον «Υμνούμενον…» στο κοινό.
Και «Αλκαζάρ»…
Συνεχίζοντας όμως την βόλτα μας φθάνουμε στο «Αλκαζάρ». Το όνομα αυτό έφερε πρώτος ένας «μαντρο-κινηματογράφος» της περιοχής. Η είσοδος κόστιζε ένα τάλληρο και παρουσίαζε ταινίες με δράματα, φόνους και αστέρες πρώτου μεγέθους. Εξέφραζε τη γνήσια λαϊκή μορφή της συνοικίας. Εκεί η κυρά Φρόσω της γειτονιάς προσπαθούσε να εξοικονομήσει τον όγκο της επί δυστυχούς καρέκλας που στέναζε από το βάρος της. Κι ο κυρ Χαράλαμπος, απαλλαγμένος από το μάταιο βάρος του σακακιού του και το σφίξιμο του κολλάρου, ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς, έκλεινε τα μάτια του απολαμβάνοντας τα περιπαθή μέρη της ταινίας.
Ο πιτσιρίκος ακουμπισμένος στα γόνατα της μητέρας του επιδιδόταν στην υψηλή ασχολία του πασατέμπου. Το Λενάκι της κυρά Γιώργαινας εστίαζε λιγωμένο στον Μιστόκλη, ενώ στην ατμόσφαιρα είχαν απλωθεί όλα τα αρώματα της Αραβίας, όπως μας βεβαιώνει ο Κλ. Παράσχος. Ο οποίος με τα κείμενά του φρόντισε να παραδώσει άφθονες και ζωντανές εικόνες από την Αθήνα που δεν διασώθηκε στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων. Μια άλλη μορφή της ελληνικής πρωτεύουσας, όπως ήταν στα χρόνια του Μεσοπολέμου.