«Ένας πολεμικός τοκετός έγεινε χθες εις τον «Ευαγγελισμόν». Ένας άνθρωπος δηλαδή ήλθεν εις τον κόσμον, συμφώνως προς τας περιστάσεις και κατά τρόπον εντελώς ηρωϊκόν, ανοίξας τον δρόμον του προς την ζωήν διά της μαχαίρας του χειρούργου. Και ομολογώ ότι η είσοδός του ήτο τόσον θριαμβευτική, ώστε να τον ζηλεύσωμεν όλοι ημείς, που εισήλθομεν εις τον κόσμον μ’ ένα τρόπον τόσον ειρηνικόν και ολίγον εξευτελιστικόν.
Πρόκειται, όπως θα ενοήσατε, περί εγχειρήσεως Καισαρικής τομής, την οποίαν εξετέλεσεν ο γυναικολόγος κ. Τσάκωνας, τρίτην αυτήν, αφού ηυτύχησε να εκτελέση και την πρώτην εις την Ελλάδα, η οποία του απέφερε δύο ωραία δίδυμα, σουλατσάροντα ήδη υπερηφάνως εις την Σπιανάδαν της Κερκύρας με την ευτυχισμένην τους μητέρα.
Την εγχείρησιν αυτήν, με ολίγην υπομονήν, θα την απολαύσουν και όλοι οι Αθηναίοι, διότι ο εν Αθήναις αντιπρόσωπος του Γκωμόν, επηρεασθείς ίσως από όσα τελευταίως έγραψεν η «Εστία» περί των νέων εφαρμογών του κινηματογράφου, εζήτησε και έλαβε την άδειαν να κινηματογραφήση την σπάνιαν εγχείρησιν απ’ αρχής μέχρι τέλους.
Είπα ότι οι Αθηναίοι θ’ απολαύσουν την εγχείρησιν. Προκειμένου περί οιασδήποτε άλλης εγχειρήσεως, το θέαμα δεν θα ημπορούσε βέβαια κατ’ ουδένα λόγον να ονομασθή απολαυστικόν δι’ ανθρώπους μη σχετιζομένους προς τα αίματα. Αλλά μία Καισαρική τομή είνε κάτι εντελώς διαφορετικόν από κάθε άλλην εγχείρησιν. Υπό το μαχαίρι ή, κυριολεκτικώτερον, υπό το ψαλλίδι του χειρούργου, δεν πρόκειται να εμφανισθή ένας ειδεχθής όγκος ή μία αποτρόπαια κύστις.
Εξ εναντίας εμφανίζεται μία δροσερά ζωή, διεκδικούσα με αξιολάτρευτον ανυπομονησίαν τα δικαιώματά της εις τον κόσμον αυτόν. Εγώ τουλάχιστον ομολογώ ότι, την στιγμήν που είδα μεταξύ αιμάτων και εργαλείων να προβάλλη από το άνοιγμα ενός σάκκου ένα χαριτωμένον αγοράκι, τινάζον τα χεράκια του εις τον αέρα και πλημμυρίζον την αυστηράν αίθουσαν του χειρουργείου με την ωραίαν αδιακρισίαν των πρώτων του κραυγών, εδοκίμασα την πλέον εξαιρετικήν απόλαυσιν από την πρωτοτυπίαν αυτήν.
Ο Ήφαιστος, σχίζων την κεφαλήν του Διός και βλέπων να προβάλλη από την διανοουμένην μήτραν του πατρός ανδρών τε θεών τε πανόπλον την Αθηνάν, θα εδοκίμασεν, υποθέτω, παρομοίαν απόλαυσιν και ανάλογον έκπληξιν.
Δεν ηξεύρω με ποίαν ταχύτητα και με ποίαν δεξιότητα ενήργησεν ο χωλός χειρούργου του Ολύμπου, ο εκτελών και τα σιδηρουργικά έργα του οίκου των θεών. Ομολογώ όμως ότι η ταχύτης –απαραίτητον στοιχείον διά την καλήν έκβασιν των εγχειρήσεων του είδους αυτού– με την οποίαν ενηργήθη χθες η Ηφαιστειακή αυτή επέμβασις, δεν θα είχε να ζηλεύση τίποτε από τον παριστάμενον κινηματογράφον.
Υπήρξεν εγχείρησις πραγματικώς κινηματογραφική και ταχυδακτυλουργική. Εις 8΄ λεπτά ηκούσθη η φωνή του απελευθερωθέντος δεσμώτου και εις 20΄ λεπτά ο μικρός Καίσαρ είχε πάρει το λουτρόν του, υπό τας φροντίδας της κυρίας Ράϊγχαρτ, ενώ η ευτυχισμένη λεχώ, η περιφρονήσασα την προπατορικήν κατάραν, ετοποθετείτο εις την κλίνην της. Ο αμφιδέξιος χειρουργός, που είνε ο κ. Τσάκωνας, έχει την τύχην να είνε διπλούς άνθρωπος, ενώ όλοι οι άλλοι είμεθα μισοί. Έτσι ο ίδιος βοηθεί τον εαυτόν του, ώστε η παρουσία των βοηθών του να φαίνεται σχεδόν περιττή. Ο χειρουργός του Ολύμπου υποθέτω, ότι θα είχε λάβει κι’ εκείνος παρά του Διός το εξαιρετικόν αυτό δώρον.
Όταν η κ. Ράϊγχαρτ, υπείκουσα εις παράκλησιν κινηματογραφικήν, ύψωσε τον αρειμάνιον δράκον ενώπιον του φακού, δεν ηξεύρω πως, ο αυθάδης αυτός κύριος μου εφάνη ως έχων περίεργον συναίσθησιν της πρωτοτυπίας, με την οποίαν ήλθεν εις τον κόσμον. Κάποιος θα του είχε ψιθυρίσει ότι ο υιός του Διός και της Σεμέλης, ο Ασκληπιός κατόπιν και ο Σκηπίων ο Αφρικανός αργότερα, δηλαδή προ εικοσιδύο αιώνων, είχον εισελάσει με τον αυτόν θριαμβευτικόν τρόπον εις την ζωήν. Θα του είχαν ψιθυρίσει ακόμη, ότι δικαιούται εις τον τίτλον του Καίσαρος, και επομένως εις κάθε υπερηφάνειαν.
Έτσι εξηγείται τουλάχιστον ο περιφρονητικός τρόπος, με τον οποίον μας εκύτταξεν όλους εις μίαν στιγμήν και με τον οποίον θα αντικρύση αύριον το αδιάκριτον κοινόν των κινηματογράφων, το αφιχθέν αδόξως εις τον κόσμον αυτόν διά της παλαιάς και τετριμμένης οδού».[1]