Το ληστρικόν πνεύμα δεν κατοικεί, ως φαίνεται, αποκλειστικώς στα ελληνικά βουνά. Κατοικεί και στον ελληνικόν κάμπον. Με την διαφοράν, ότι το καμπίσιο διαφέρει, κάπως, εις εμφάνισιν από το βουνίσιο, όπως διαφέρει και η πεδινή χλωρίς από την ορεινήν. Ιδού, τουλάχιστον, πως το συνήντησε, προ ολίγων ημερών, μία ομάς ηθοποιών, που είχε μεταβή, μαζή με τον ρεζισέρ και τον οπερατέρ γνωστής κινηματογραφικής εταιρείας, να «γυρίσουν» μερικάς σκηνάς ελληνικής ταινίας, σ’ ένα μικρό χωριουδάκι της Πελοποννήσου.
Αφού, δια την διαμονήν των εις δύο δωμάτια χωριάτικου σπιτιού, επί μίαν εβδομάδα, επλήρωσαν όσα θα επλήρωναν και εις ένα ξενοδοχείον πολυτελείας των Αθηνών, εκλήθησαν, κατά την αναχώρησίν των, να καταβάλουν και τέσσερες χιλιάδες δραχμές, ως… «πουρμπουάρ» των μελών της χωριάτικης οικογένειας, δια τας προσωπικάς των υπηρεσίας. Και μόλις κατώρθωσαν να συμβιβασθούν με τα μισά, απειλούμενοι, ότι θα πάθουν ό,τι παθαίνουν και οι αιχμάλωτοι των ληστών του βουνού, εν περιπτώσει καθυστερήσεως των λύτρων. Αλλά το μέρος αυτό της ληστείας, τέλος πάντων, δεν έχει καμμίαν εξαιρετικήν γραφικότητα. Η συνέχεια είνε απείρως γραφικωτέρα.
Εις κάποιαν ημιονικήν εκδρομήν της ομάδος, το σακκάκι ενός ηθοποιού, που το είχε ακουμπήσει στο σαμάρι του μουλαριού του –η ζέστη ήτο υπερβολική εκείνην την ημέραν και οι άνθρωποι είχαν βγάλει τα σακκάκια των –εξηφανίσθη καθ’ οδόν.
-Τι έγινε, ρε παιδιά, το σακκάκι; ερώτησεν ο κύριος του, στο τέρμα της πορείας. Μήπως το είδε κανένας σας;
-Δεν το είδαμε, αφεντικό… του απήντησαν οι χωρικοί. Θάπεσε στο δρόμο…
Και υπεσχέθησαν να ψάξουν, στην επιστροφήν. Έψαξαν, πράγματι, αλλά το σακκάκι δεν ευρέθη. Με την υπόνοιαν, ότι κάποιος το βρήκε και το πήρε στο σπίτι του, ανεζητήθη και στα δεκαπέντε, όλα – όλα, σπίτια του χωριού, ερωτήθησαν οι χωρικοί, αλλά κανείς δεν εγνώριζε τίποτε. Ανεσήκωναν όλοι τους ώμους και εσούφρωναν τα χείλη. «Τέτοιο πράμμα δεν είδαμε αφεντικό… Είχεν ανοίξει, τέλος πάντων, η γη και το είχε καταπιεί. Επί τέλους ο κύριος του σακκακιού προεκήρυξε γενναίαν αμοιβήν δια την ανεύρεσίν του. Όποιος το βρη και μου το φέρη, θα πάρη διακόσες δραχμές.
Το άλλο πρωϊ παρουσιάσθη ένας χωρικός.
-Το σακκάκι βρέθηκε, αφεντικό.
-Που είνε;
-Είνε σε άλλο χωριό. Μιάμιση ώρα δρόμο αποδώ…
-Και τώρα;
-Θα μου πληρώσης, αφεντικό, τον κόπο μου και τα αγωγιάτικα να πάω να σου το φέρω.
-Πόσα θέλεις δηλαδή;
-Διακόσιες για το ρεγάλο και πενήντα ο κόπος μου, διακόσες πενήντα…
-Να πάμε μαζή.
Ο χωρικός, αφού παρουσίασε του κόσμου τα εμπόδια, υπεχρεώθη με διαφόρους απειλάς, να υποδείξη το σπίτι, όπου ευρίσκετο το σακκάκι και το οποίον δεν απείχε παρά μόλις πέντε λεπτά. Ο κύριος του παρέλαβε και δύο άλλους συναδέλφους του, τους έντυσε, για να τρομοκρατήση τους χωρικούς, με της στρατιωτικές στολές, που είχαν μαζή των, για το γύρισμα της ταινίας και εξεστράτευσαν προς το υποδειχθέν σπίτι.
-Να μας δόσετε το σακκάκι, που βρήκατε.
Οι παμπόνηροι χωρικοί τα χρειάσθηκαν, αλλά δεν τα έχασαν καθόλου.
-Δεν τώχουμε, αφεντικό. Το πετάξαμε στη θάλασσα.
-Τι λέτε, χριστιανοί μου; Καινούργιο σακκάκι το πετάξατε στη θάλασσα;
-Είπαμε, βλέπεις, μήπως είνε από κανέναν παθιασμένο… Που ξέραμε; Για καλό και για κακό το πετάξαμε.
Οι χωρικοί υπεχρεώθησαν, υπό την απειλήν των δύο ψευτοστρατιωτικών, να υποδείξουν το μερός της ακτής, όπου είχε ριφθή δήθεν το σακκάκι.
-Ναρθήτε μαζή να πάμε να ψάξουμε.
Επήγαν, έψαξαν στην αμμουδιά, εκύτταξαν τον βυθόν, αλλά πουθενά σακκάκι.
-Που είνε, λοιπόν αφού τα πετάξατε εδώ;
-Θα το πήρε, φαίνεται, ο Τελώνης… είπεν ένας από τους χωρικούς.
-Ο Τελώνης; Ποιός Τελώνης; Κορροϊδεύετε; Που βρέθηκε Τελώνης εδωπέρα;
Ο χωρικός τα εμπάλλωσε.
-Είνε ένα παληόπαιδο, αφεντικό, που τριγυρνάει εδωπέρα και το λέμε Τελώνη.
Επί τέλους, μετά πολλάς αναζητήσεις, ανευρέθη και ο… Τελώνης.
-Βρε Τελώνη, εσύ πήρες το σακκάκι από τη θάλασσα;
-Ποιό σακκάκι; απήντησεν, απορών ειλικρινώς, ο Τελώνης. Η θάλασσα δεν κατεβάζει σακκάκια… Μακάρι να κατέβαζε…
Και η κωμωδία του σακκακιού έληξε, χωρίς να ευρεθούν τα ίχνη του, ενώ οι ληστευθένετες πολυτρόπως καλλιτέχναι, απελπισθένετες πλέον δια την ανεύρεσίν του και σκεπτόμενοι, ότι αν επέμεναν περισσότερον, εκινδύνευαν να χάσουν και τα παντελόνια των, έσπευσαν να απομακρυνθούν, μία ώρα αρχήτερα, από το φιλόξενον χωριό.