Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η Ιουλία (Ντιντή) Πηνελόπη Βλαστού-Σερπιέρη ήταν μια γυναίκα με έντονη προσωπικότητα, λεπτά χαρακτηριστικά, κομψή εμφάνιση και αριστοκρατικούς τρόπους. Γυναίκα Ολυμπιονίκης, γεννήθηκε στη Μασσαλία το έτος 1903 και είχε ακόμη έναν αδελφό, τον κατά τρία χρόνια μεγαλύτερο Παντελή (1900-1974). Πατέρας της ο ευπατρίδης Μιχαήλ Βλαστός (1874-1946) με το εθνικών διαστάσεων συλλεκτικό έργο του και μητέρα της η Ρεγγίνα, το γένος Λιδωρίκη. Αδελφός της τελευταίας ήταν ο θεατρικός συγγραφέας και πολιτικός Μιλτιάδης Λιδωρίκης (1871-1951), πατέρας του επίσης θεατρικού συγγραφέα Αλέκου Λιδωρίκη (1907-1988).
Ο χορός
Η Ντιντή από τα παιδικά της χρόνια αγάπησε τον χορό, διαμορφώνοντας ένα καλογυμνασμένο σώμα. Ο πατέρας της, διευθυντής του παραρτήματος του περίφημου Οίκου Ράλλη στη Μασσαλία, φρόντισε να τη μεγαλώσει σαν βασιλοπούλα. Η μητέρα της, όσο βρισκόταν ακόμη στην Ελλάδα, πρωταγωνιστούσε στις εκδηλώσεις του ανερχόμενου αστικού πληθυσμού και σύχναζε στο Λοόυν Τέννις Κλαμπ (Όμιλος Αντισφαιρίσεως Αθηνών), δίπλα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και απέναντι από το Ζάππειο. Φέροντας τη γαλλική υπηκοότητα, η νεαρή Ιουλία αγωνιζόταν στα courts, προκαλώντας θαυμασμό τόσο για την τεχνική, όσο και για την παρουσία της.
Η «μικρή θεά του τέννις», όπως την αποκαλούσαν, είχε την ευκαιρία στη Γαλλία να διακριθεί και να προοδεύσει. Εγγράφεται στον Όμιλο των Αθηνών, αλλά αγωνίζεται με τα Γαλλικά χρώματα, αφού ήταν πρώτα εγγεγραμμένη σε Γαλλικό club. Φάνταζε σαν όραμα που κατακτούσε τους θεατές με τον δυναμισμό και την αποφασιστικότητά της. Το 1924, όταν η Ντιντή ήταν 21 ετών, δίνει και μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις της, μιλώντας για το πάθος της στην άσκηση και τα όνειρά της. Αποκάλυψε ότι περισσότερο από την αντισφαίριση αγαπούσε τον ρυθμικό χορό, ο οποίος της είχε επιτρέψει να απελευθερώσει τα μέλη του σώματός της.
Ολυμπιονίκης
Κανείς, ωστόσο, δεν μπορούσε να φανταστεί τη λαμπρή πορεία που θα διέγραφε, αφήνοντας το όνομά της ανεξίτηλα γραμμένο στα παγκόσμια ολυμπιακά και αθλητικά δρώμενα. Κατακτά το ένα μετά το άλλο τα χρυσά μετάλλια, μέχρι που το 1924 ανεβαίνει στο βάθρο ως Ολυμπιονίκης (αργυρό μετάλλιο) των Ολυμπιακών Αγώνων που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι. Παρέλαβε το δίπλωμά της υπογεγραμμένο και από χέρια του Πιερ ντε Κουμπερτέν. Όλοι πλέον μιλάνε για την «όμορφη Ελληνίδα» που κατέκτησε την υφήλιο με τη χάρη της και έπαιξε με όλες τις μυθικές φυσιογνωμίες, άνδρες και γυναίκες, του τέννις.
Τον Φεβρουάριο 1927 νυμφεύθηκε τον γεωπόνο Ιωάννη Βαπτιστή Σερπιέρη. Ο γάμος πραγματοποιήθηκε στον ιστορικό Πύργο της Βασιλίσσης και θεωρήθηκε ως το γεγονός της χρονιάς. Τον Μάιο του ίδιου έτους μια παγκόσμια φυσιογνωμία του τέννις, η Έλεν Γουίλς, έγραφε σε περιοδικό του Λονδίνου ένα διθυραμβικό άρθρο για την αντίπαλό της στους αγώνες Ντιντή Σερπιέρη. «Όταν την παρατηρήσει κανείς από κοντά, ανακαλύπτει στα χαρακτηριστικά της έναν κλασικό τύπο. Η λεπτή μύτη, τα τοξωτά φρύδια και τα λεπτεπίλεπτα χείλη της, το γαλήνιο και χαριτωμένο πρόσωπό της μου θυμίζουν πάντοτε τα αγάλματα τα οποία είδα, τα έργα των φημισμένων καλλιτεχνών της αρχαίας Ελλάδος»[1], έγραφε η Γουίλς.
Η πατρίδα
Το ζεύγος Σερπιέρη απέκτησε τρία παιδιά. Τον Φερνάνδο (Φρέντυ), τη Σαββίνα, αργότερα Λυκιαρδοπούλου, και την Πατρίτσια, αργότερα Παπαδημητρίου. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, η Ντιντή προσέφερε τις υπηρεσίες της ως αδελφή νοσοκόμα, ενώ ο σύζυγός της στρατεύθηκε και τέθηκε στις διαταγές του βασιλέως. Τόσο η πολεμική περίοδος όσο και η περίοδος της Κατοχής ανέδειξαν την άγνωστη πατριωτική πλευρά της. Οργανώθηκε η φυγή του ζεύγους Σερπιέρη και των παιδιών τους ταυτόχρονα με τη βασιλική οικογένεια, πρώτα στην Κρήτη και στη συνέχεια στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ύστερα από περιπέτειες, τις οποίες έχουμε παρουσιάσει, κατόρθωσε να φύγει μόνον ο Τζώνης Σερπιέρη και η Ντιντή με τα παιδιά της έμειναν στην Αθήνα.
Το γεγονός ότι ο σύζυγός της ήταν ακόλουθος του βασιλέως δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο τη διαβίωση της Ντιντής Σερπιέρη. Οι Γερμανοί επιτάξαν τον Πύργο της Βασιλίσσης, επιτρέποντας μόνον να συλλέγονται ορισμένα προϊόντα της γης (λαχανικά, σιτάρι), δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στην ίδια και τα παιδιά της να επιβιώνουν. Παρά ταύτα, η Ντιντή φιλοξενούσε πολλούς φίλους της οικογένειας, άκουγε ειδήσεις από το BBC και ενίσχυε παντοιοτρόπως τις προσπάθειες επιβίωσης αθηναϊκών οικογενειών που λιμοκτονούσαν. Άγνωστος παραμένει ο ρόλος της στον επισιτισμό που επιτεύχθηκε μέσω του Ερυθρού Σταυρού και της Σουηδίας.
Αναγνώριση
Συνδετικός κρίκος ο ηγέτης του Ερυθρού και Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού Εμίλ Σάνστρομ (1886-1962), ο πρωταγωνιστής μεταφοράς των τροφίμων στην Ελλάδα και της διάσωσης χιλιάδων ανθρώπων από τον λιμό. Η Ντιντή Σερπιέρη ήταν η γυναίκα που φρόντιζε για τη διαμονή, τη γραμματειακή υποστήριξη και τη συγκέντρωση πληροφοριών που χρειαζόταν ο Σουηδός ανθρωπιστής. Η πλευρά αυτή της προσφοράς της παραμένει άγνωστη στο ευρύ κοινό. Όπως και όσα υπέστη από τις δυνάμεις Κατοχής που αναζητούσαν διαρκώς τον σύζυγό της και την ανάγκαζαν να εξαφανίζεται. Το ζεύγος επανενώθηκε μετά το πέρας του πολέμου.
Η Ντιντή και ο σύζυγός της αφοσιώθηκαν στην αποκατάσταση του κτήματος, το οποίο είχε υποστεί μεγάλες βλάβες. Ταυτοχρόνως, αφιέρωνε πολύ χρόνο προκειμένου για να δημιουργήσει ένα μουσείο με αντικείμενα της Οθωνικής περιόδου∙ ενδυμασίες, έπιπλα, πορσελάνες, σπαθιά, μετάλλια, νομίσματα, σπάνιες εκδόσεις, νομίσματα και πίνακες ζωγραφικής. Το 1966 σε ειδική τελετή, η οποία οργανώθηκε στη Γαλλική Πρεσβεία, απονεμήθηκε στην Ιουλία Σερπιέρη το Παράσημο Ιππότου Λεγεώνος της Τιμής εις ανάμνηση της αναδείξεώς της τα έτη 1924-27 πρωταθλήτρια Γαλλίας και Ολυμπιονίκη. Η τελετή, που έγινε από τον πρέσβη της Γαλλίας Τζέιμς Μπάγιενς, συνοδεύτηκε από μήνυμα του προέδρου Σαρλ ντε Γκωλ και της συζύγου του Υβόν[2].
Αισθανόταν μέχρι το τέλος δεύτερη πατρίδα της τη Γαλλία. Απεβίωσε το έτος 1985 σε ηλικία 82 ετών. Τρία χρόνια αργότερα, στη μνήμη της, ο σύζυγός και τα παιδιά της δώρισαν τη σπουδαία «Συλλογή Βλαστού – Δωρεά Ιουλίας Σερπιέρη», δηλαδή τη συλλογή του πατέρα της, στο Αρχαιολογικό Μουσείο.
Τα μετάλλια και τα διπλώματά της, υπέροχοι πίνακές της, καθώς και μεγάλο μέρος του φωτογραφικού της αρχείου φυλάσσονται στο «Αθηναϊκό Μουσείο» του «Συλλόγου των Αθηναίων».
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό «ΕΣΤΙΑζω», τ.25