Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Όλες οι πηγές συμφωνούν πως το όραμα για την ίδρυση της πρωτοποριακής «Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας» ανήκει στον Ιωάννη Π. Κοκκώνη. Είναι αρκετά πλούσια η βιβλιογραφία για τον σημαντικό αυτόν άνδρα της εκπαιδευτικής ιστορίας μας. Σπουδαίες φυσιογνωμίες, μεταξύ των οποίων η παιδαγωγός Μαρία Αμαριώτου (1896-1997), ερεύνησαν διεξοδικά τη ζωή του και συνέγραψαν μονογραφίες[1]. Ωστόσο, σπουδαία τεκμήρια περιμένουν την αποκάλυψή τους και επιφυλάσσουν εκπλήξεις. Κομίζοντας νέες πληροφορίες για τη ζωή του ανθρώπου που δικαιολογημένα θεωρείται ως θεμελιωτής της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως στην Ελλάδα, πράττουμε το ελάχιστο χρέος στη μνήμη του.
Νέες πληροφορίες μας παραδίδει απόφαση που εξέδωσε ο Δήμος Τανίας (1845), του οποίου δημότης ήταν ο Ι. Π. Κοκκώνης. Αναφέρει πως ήταν ένας από τους διακεκριμένους δημότες του, διέθετε σημαντική κτηματική περιουσία και ήταν εκ των μάλλον φορολογουμένων πολιτών, γεγονός που σήμαινε ότι είχε το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Είχε γεννηθεί στις 7 Απριλίου 1795 στη συνοικία Αγίου Νικολάου, στο σημερινό Καστρί του Δήμου Βόρειας Κυνουρίας. Ήταν γιος του αυτόχθονος Παναγιώτη Κοκκώνη και της Φωτεινής, θυγατέρας του Ιωάννη Κούκκελα. Βαπτίστηκε στην ιστορική Μονή του Τιμίου Προδρόμου, ανήμερα της εορτής του Αγίου και νονός του ήταν ο Ανδρέας Μαζαράκης[2].
Η οικογένειά του ακολούθησε τη συνήθεια τού τόπου και μετακινήθηκε στη Σμύρνη, όπου ο πατέρας επιδόθηκε στο εμπόριο αλεύρων και ο Ιωάννης φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή. Ωστόσο, σε ηλικία 18 ετών βρισκόταν ήδη στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί εξέδωσε μικρό αλφαβητάρι με τον τίτλο «Παιδαγωγός των νέων ή νέον αλφαβητάριον». Ήταν μπροστά από την εποχή του ο νεαρός παιδαγωγός, ο οποίος έμελλε να μεταλαμπαδεύσει υγιείς σκέψεις στους συναδέλφους του. Το ξέσπασμα της Εθνεγερσίας τον βρήκε εκτός συνόρων. Αλλά τόσο η φαμίλια τού πατέρα του όσο και της μητέρας του, οι Κοκκωνακαίοι και οι Κουκκελαίοι, αμφότερες ισχυρές φαμίλιες του τόπου, αγωνίστηκαν και διέθεσαν τα υπάρχοντά τους στον κοινό αγώνα.
Το 1824, ο Ι. Κοκκώνης βρίσκεται στο Παρίσι, συνοδεύοντας ως εκπαιδευτικός τα παιδιά του ομογενούς Απόστολου Παππά. Εν τω μεταξύ η κατάσταση στην Ελλάδα βράζει και η περιουσία του Απ. Παππά δημεύεται. Ο δάσκαλος αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες αλλά παραδίδει μαθήματα, συντηρώντας και τους δύο μαθητές του. Σπουδάζει παιδαγωγικά. To 1828-29 θα εκδώσει το θεμελιώδες δίτομο έργο του «Περί πολιτειών περί των εις σύνταξιν και συντήρησιν αυτών, και περί πολιτικής κυβερνήσεως / Σύνοψις συνταχθείσα υπό Ι. Π. Κοκκώνη Πελοποννησίου επ΄ αγαθώ της Ελλάδος». Είναι η δική του συμβολή στην αναγεννώμενη Ελλάδα και εκδίδει το έργο του με προτροπή του Αδαμάντιου Κοραή[3].
Ο Ι. Κοκκώνης επιστρέφει στην πατρίδα του το 1829 και βρίσκεται μεταξύ εκείνων που οδηγεί τις εκπαιδευτικές εξελίξεις. Ως μέλος της αρμόδιας επιτροπής, φροντίζει να εγκριθεί σαν καταλληλότερος διδακτικός οδηγός, το έργο του δασκάλου του Ch. Sarasin. Το μεταφράζει και φροντίζει για την έκδοσή του στην Αίγινα (Οδηγός της αλληλοδιδακτικής μεθόδου, 1830). Άγνωστο παραμένει το γεγονός ότι, αφού επέστρεψε ο Κοκκώνης στην πατρίδα, ενεπλάκη στα κοινά. Συμμετείχε στη Συνέλευση του Άργους και, όταν σχηματίστηκαν οι Δήμοι (1834), ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Επίσης, εκλέχθηκε πληρεξούσιος της Επαρχίας του στη Συνέλευση της Πρόνοιας (1832).
Όταν έφτασε ο βασιλιάς Όθων στην Ελλάδα, ψηφίστηκε από τους συντοπίτες του ως Επίτροπος για να τους εκπροσωπήσει, υποβάλλοντας σέβη και υποταγή στον νέο ανώτατο άρχοντα. Και ενώ ο ίδιος απουσίαζε στη νέα πρωτεύουσα, οι συμπατριώτες του τον έχρισαν υποψήφιο, όταν διεξήχθησαν οι πρώτες βουλευτικές εκλογές. Χωρίς να το ζητήσει ο ίδιος και χωρίς να εμφανιστεί κατά τη διάρκεια των εκλογών, έλαβε περισσότερες από 450 ψήφους, γεγονός που φανέρωνε την υπόληψη που απολάμβανε.
Είχε, όμως, επιλέξει άλλο πεδίο δράσης και συνέδεσε το όνομά του με την εξέλιξη της Παιδείας στην Ελλάδα, από τα χρόνια του Καποδίστρια έως και το τέλος της βασιλείας του Όθωνος. Διετέλεσε Έφορος Αρχαιοτήτων Κυκλάδων και κατά την παραμονή του στη Σύρο, νυμφεύτηκε την καταγόμενη από την Έφεσο της Μικράς Ασίας Θεοδώρα Περάνου (1814-1854), με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά. Διετέλεσε διευθυντής του Βασιλικού Διδασκαλείου και Επιθεωρητής των Δημοτικών Σχολείων από το 1836. Αντικατέστησε τον Βαυαρό Λουδοβίκο Κορκ και αποδύθηκε σε αγώνα για την εκπαίδευση και τη συγγραφή διδακτικών βιβλίων. Αλφαβητάρια, εγχειρίδια και τον οδηγό της αλληλοδιδακτικής, ο οποίος υπήρξε το άλφα και το ωμέγα της ελληνικής εκπαιδευτικής ζωής επί πολλές δεκαετίες.
Κορωνίδα της δράσης του Ι. Κοκκώνη θεωρείται η σύλληψη της ιδέας για την ίδρυση της «Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας» και η συμμετοχή του στην ανάπτυξή της από κοινού με άλλους φωτισμένους άνδρες της εποχής. Τη σφραγίδα του, εξάλλου, φέρουν όλοι οι τομείς της στοιχειώδους εκπαίδευσης, από τα κτίρια έως τη δημιουργία δικτύου και διδακτικού υλικού σε όλη την Ελλάδα. Όπως συμβαίνει με όλους όσοι πρωτοπορούν, γνώρισε δυσκολίες και γεύτηκε πίκρες και απογοητεύσεις[4].
Όταν εκδόθηκε το Ψήφισμα που απέκλειε τους αλλοδαπούς από τις δημόσιες υπηρεσίες[5], στον Κατάλογο, που δημοσιεύθηκε[6], συμπεριλήφθηκε και ο Ιωάννης Π. Κοκκώνης. Τότε (1845), οι συντοπίτες του εξέδωσαν ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Τανίας, με την οποία απέτρεψαν την αποπομπή του από το Δημόσιο. Λίγα χρόνια αργότερα (1852), ενώ διήγε το 59ο έτος της ηλικίας του και προσέφερε αδιάλειπτα επί 24 χρόνια στην εκπαίδευση, δέχθηκε ανοίκεια επίθεση από τον υπουργό Σταύρο Βλάχο και απομακρύνθηκε «λόγω γήρατος». Η αιτία βρισκόταν στην εμμονή του στην τήρηση των νόμων και στην αντίθεσή του στα φαινόμενα παραλυσίας και αταξίας που είχαν εμφανιστεί.
Η αντίδραση εκ μέρους του Ι. Κοκκώνη ήταν ιδιαιτέρως σκωπτική: «Ελυπήθην διότι απορρίπτομαι ως άχρηστον σκεύος αλλά παρηγορήθην συλλογιζόμενος ότι ελογίσθην ως τοιούτος υφ’ ενός βλάχου και αφού βλάχοι υπουργοί έρχονται κατ’ ανάγκην των περιστάσεων εις την διοίκησιν»![7] Σημειωτέον ότι ο Στ. Βλάχος ήταν γηγενής Αθηναίος. Εν τω μεταξύ, είχε απωλέσει τη σύντροφό του (1854), γεγονός που τον βύθισε σε θλίψη. Ο Ι. Κοκκώνης αποκαταστάθηκε διορισθείς σύμβουλος στο υπουργείο Παιδείας. Έφυγε από τη ζωή στις 14 Σεπτεμβρίου 1864, σε ηλικία 69 ετών.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 5 Απριλίου 2016.