Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ήταν 6 Νοεμβρίου 1844, όταν 141 άνθρωποι υπέγραφαν υπόμνημα προς το υπουργείο Εκκλησιαστικών ζητώντας να ανεγείρουν τον δικό τους ναό. Έγραφαν: «Οι υποφαινόμενοι κάτοικοι Νεαπόλεως Αθηνών, εξαιτούμεθα παρά του Σεβαστού τούτου Υπουργείου ίνα μας δοθή η άδεια να ανεγείρωμεν κατά την ενορίαν μας Ναόν ιδίοι αναλώμασιν, επ’ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ζωοδόχου Πηγής»[1]. Ήταν μια ρομαντική προσπάθεια αφού ακόμη και όσοι υπέγραφαν δεν μπορούσαν να προβλέψουν τις πάσης φύσεως δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν. Ωστόσο ήταν αποφασισμένοι όταν έγραφαν: «Οντες μεμακρυσμένοι πάντων των της πόλεως Ναών και υστερούμενοι καθεκάστην της εις τους χριστιανούς δεούσης εις κάθε περίπτωσιν εκκλησιαστικής συνδρομής, παρακαλούμεν θερμώς … ίνα μας δοθή η άδεια, όσον το δυνατόν ταχέως, δια να θεραπεύσωμεν την έλλειψιν ταύτην, ήτις μας είναι λίαν επαισθητή»[2]!
Οι προσπάθειές τους είχαν ξεκινήσει περίπου έναν χρόνο νωρίτερα (1843), ενώ είχαν φροντίσει να αγοράσουν και το απαραίτητο κομμάτι γης στην περιοχή της Αγίας Σιών. Ανάμεσά τους και ένας ιερέας, ο π. Ισίδωρος Καπούλης, πολλοί τεχνίτες και το σύνολο των οικογενειών που αποτέλεσαν τον πυρήνα των κατοίκων της νέας πόλης, της Νεάπολης των Αθηνών. Το υπόμνημά τους παρελήφθη από τον Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος ήταν πρωθυπουργός αλλά και υπουργός Εξωτερικών και Εκκλησιαστικών[3]. Εκείνος με εντυπωσιακή ταχύτητα, εντός τεσσάρων ημερών, το προώθησε προς κάθε κατεύθυνση ζητώντας να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες. Έπρεπε να γνωμοδοτήσει το δημοτικό συμβούλιο, αποδεχόμενο την ανάγκη ανέγερσης της εκκλησίας και να συναινέσει ο Επίσκοπος Αττικής.
Ενώ το σύνολο των εμπλεκομένων συνηγορούσε στην ανέγερση της εκκλησίας, φαίνεται πως προέκυψαν προβλήματα με τον Δήμο Αθηναίων, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την ανέγερση, διατήρηση και λειτουργία των ναών, Εξάλλου οι εκκλησίες αποτελούσαν δημοτική περιουσία. Το δημοτικό συμβούλιο απόφευγε να αναλάβει την ευθύνη για την εσωτερική διατήρηση και λειτουργία του ναού, ζητώντας να είναι υπεύθυνοι οι «φιλόχριστοι ενορίται» που ζητούσαν την ανέγερσή του[4]. Την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου υπέγραφαν, ο εκτελών χρέη δημάρχου πρώτος δημαρχιακός πάρεδρος (αντιδήμαρχος) Σπυρίδων Μπενιζέλος, ο οποίος αντικαθιστούσε τον Ανάργυρο Πετράκη που για μία ακόμη φορά είχε παυτεί από τα καθήκοντά του. Επίσης ο Πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου που δεν ήταν άλλος από τον Ιωάννη Μακρυγιάννη[5].
Βλέποντας ο Επίσκοπος Αθηνών Νεόφυτος πως το ζήτημα έπαιρνε τροπή διένεξης παρενέβη γράφοντας πως οι κάτοικοι είχαν τη δυνατότητα ανέγερσης και λειτουργίας του Ναού και συνηγορούσε ανεπιφύλακτα υπέρ της δημιουργίας του. Ο δημαρχεύων Σπ. Μπενιζέλος συντάχθηκε πλήρως με τις απόψεις των κατοίκων, του Επισκόπου και της διοίκησης. Εν τω μεταξύ επανήλθαν με νεότερο υπόμνημά τους οι κάτοικοι (1 Νοεμβρίου 1845) επισημαίνοντας πως είχε ήδη περάσει ένας ολόκληρος χρόνος και δεν είχαν καταφέρει να πάρουν την άδεια για να ανεγείρουν τον ναό τους. Εκλιπαρούσαν να εκδοθεί η άδεια και έγραφαν: «Υπόσχόμεθα να αναδεχθώμεν όλα τα έξοδα της οικοδομής, του εσωτερικού καλλωπισμού και της διατηρήσεως του Ναού»[6]!
Άστραψε και βρόντηξε ο Ι. Κωλέττης. Πρώτα κατηγόρησε τη δημοτική αρχή των Αθηνών διότι καθυστερούσε να λάβει τις απαραίτητες αποφάσεις. Στη συνέχεια επέπληξε γραπτώς τον διοικητή (νομάρχη) Αθηνών διότι ήταν πολύ ανεκτικός απέναντι στις καθυστερήσεις του δήμου. Τον κάλεσε να προσέχει ώστε ο δήμος να φροντίσει αφενός για την ευρυθμία και τη στερεότητα της οικοδομής και αφετέρου για την εσωτερική διακόσμηση και τη φωταγώγησή της. Ο επίλογος γράφτηκε στις 27 Νοεμβρίου 1845 όταν ο Ι. Κωλέττης υπέγραφε υπουργική απόφαση με την οποία εγκρινόταν να ανεγερθεί «εκ βάθρων εις την Νεάπολιν Αθηνών Ιερός Ναός κατά τον ευσεβή πόθον των εκεί κατοικούντων δημοτών»[7].
Πράγματι ανεγέρθηκε η τρίκλιτη βασιλική εκκλησία σχεδιασμένη από τον αρχιτέκτονα Δημήτριο Ζέζο σε οικόπεδο που δώρισε ο Διδάσκαλος του Γένους Γεώργιος Γεννάδιος. Η ανέγερση ξεκίνησε το 1846 στην απόμακρη και σχεδόν εκτός πόλης περιοχή, από Επιτροπή την οποία αποτελούσαν οι Γ. Καρατζάς, Γ. Γεννάδιος, Κ. Σχινάς, Γ. Σκούφος και ο Δεκόζη Βούρος. Στις συνεισφορές συμμετείχαν όλοι, από τον πρώτο έως τον τελευταίο πολίτη. Έτσι, δίπλα στον βασιλιά Όθωνα (2.000 δραχμές) και τη βασίλισσα Αμαλία (500 δραχμές) βρίσκουμε τον επίσκοπο Μισαήλ Αποστολίδη (100 δραχμές) αλλά και τον Π. Μπαλασάκη (2 δραχμές)[8]!
«Οι κάτοικοι του προαστείου Αθηνών η Νεάπολις», όπως υπέγραφαν στις επιστολές τους, συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανέγερση του ναού, ο οποίος έξι χρόνια μετά την ανέγερσή του (1858) ήταν και επίσημα ένας από τους είκοσι συνολικά ενοριακούς ναούς της ελληνικής πρωτεύουσας. Γύρω στο 1900 υψώθηκε το κωδωνοστάσιο, το 1935 το «οικονομάτο» και το 1950 με σχέδια του αρχιτέκτονα Β. Κασσάνδρα προστέθηκε ένα κλίτος στη νότια πλευρά[9]. Το 1972 ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής χαρακτηρίσθηκε ιστορικό και καλλιτεχνικό οικοδόμημα[10].
Η εσωτερική διακόσμηση της Ζωοδόχου Πηγής περιλαμβάνει αγιογραφίες αναγεννησιακού ρυθμού, έργα του ζωγράφου Λουκίδη (από το 1920). Μικρότερα θέματα και τις εικόνες του τέμπλου φιλοτέχνησε ο Π. Γεραλής[11]. Προ ετών εντοιχίστηκε αναμνηστική πλάκα για τον Γ. Γεννάδιο και ο πρωτοπρεσβύτερος Σπυρίδων Ν. Λόντος δημοσίευσε ιστορική μονογραφία για τον ναό (2012)[12].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», Παρασκευή 17 Απριλίου 2015.