Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ο ηθοποιός και τραγουδιστής Ζωρζ Γκεταρύ, ήταν γεννημένος το 1915 και το πραγματικό του όνομά του ήταν Γεώργιος Λάμπρου. Κυριάρχησε στα διεθνή καλλιτεχνικά δρώμενα τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Η οικογένειά του, ο παππούς και η γιαγιά του, ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Την εγκατέλειψαν όταν ξέσπασε ο ατυχής πόλεμος του 1897 και μετακινήθηκαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εκεί παντρεύτηκαν οι γονείς του και γεννήθηκε ο Γεώργιος. Ο τελευταίος εξελίχθηκε σε διεθνή προσωπικότητα του καλλιτεχνικού κόσμου, μοίραζε παντού τις μελωδίες του, συμμετείχε σε σημαντικές κινηματογραφικές παραγωγές, ενώ η βίλα του στις Κάννες ήταν το επίκεντρο της κοσμοπολίτικης ζωής.
Η ζωή του ήταν πραγματικό σενάριο ταινίας. Το έκτο παιδί μιας ελληνικής οικογένειας της Αλεξάνδρειας κατέκτησε τον κόσμο, χωρίς ποτέ να λησμονήσει την πατρίδα του.
Μικρός εγκατέλειψε το σχολείο και τριγυρνούσε στην ακροθαλασσιά παίζοντας κιθάρα. Ο θείος του Τάσος Γιαννόπουλος, ακομπανιατέρ του περίφημου βιολιστή Ζακ Τιμπό (Jacques Thibaud, 1880-1953), τον πήρε μαζί του στη Γαλλία. Ο ανήσυχος νεαρός δεν έχασε την ευκαιρία. Έμαθε στενογραφία και γραφομηχανή, χρημάτισε γραμματέας του Τιμπό και πήρε μαθήματα μουσικής από τη Γαλλίδα σοπράνο Νινόν Βαλέν (Eugenie “Ninon” Vallin, 1886-1961), και ηθοποιίας από τον περίφημο δάσκαλο υποκριτικής Ρενέ Σιμόν (Rene Simon, 1898-1971).
Κάποτε τραγούδησε σε παράγοντες του κέντρου Αλάμπρα. Εκεί, τον γνώρισε η περίφημη Γαλλίδα τραγουδίστρια Μινστεγκέτ (Jeanne – Marie Bourgeois, 1875-1956), η οποία τον πήρε κοντά της. Τότε εμφανίστηκε με έναν μικρό ρόλο στην επιθεώρηση «Αυτό είναι το Παρίσι».
Παίρνει 100 φράγκα την ημέρα και έχει τις προοπτικές για ένα λαμπρό μέλλον. Τα αδέλφια του περιφρονούν την καριέρα του «σαλτιμπάγκου», όπως τον αποκαλούσαν. Αλλά, εκτός από τον θείο Τάσο, μία μυστηριώδης κυρία προστάτευε τον νεαρό Γιώργο στα πρώτα του βήματά του. Ήταν η Ανριέτ, η δασκάλα που του μάθαινε γαλλικά. Έφτασε όμως το 1939, ο 24χρονος νεαρός και ο θείος του κατατάχθηκαν στον γαλλικό στρατό και παρέμειναν στο Σεν Ζαν ντε Λιζ μέχρι τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς.
Κατόπιν, ο Γ. Λάμπρου βρίσκεται στην Τουλούζη με μόνη περιουσία του 300 φράγκα. Εργάζεται ως σερβιτόρος και τα βράδια ακούει την ορχήστρα του συνθέτη, ακορντεονίστα και τραγουδιστή Φρέντο Γκαρντόνι (Fredo Gardoni, 1901-1976). Εκείνος ήταν που πρότεινε στον νεαρό Έλληνα να ασχοληθεί με το τραγούδι και να αλλάξει το όνομά του. «Ζαν Γκεταρύ» τον είπε με ενθουσιασμό, έχοντας υπόψη του το μικρότερο χωριό της βασκικής ακτής, μεταξύ Μπιαρίτζ και Σεν Ζαν ντε, με θέα στον ωκεανό και στις παραλίες. «Αφησέ μου τουλάχιστον το όνομα Γεώργιο» παρακάλεσε ο Λάμπρου, οπότε και προέκυψε το «Ζωρζ Γκεταρύ».
Η Κομαντατούρ, η φυλάκιση και ο γκάνγκστερ
Ντεμπούταρε λοιπόν ως τραγουδιστής στην Τουλούζη, συνεχίζοντας με περιοδεία στη Μασσαλία. Αλλά κινείτο ως ξένος και χωρίς άδεια της Κομαντατούρ.
Έτσι, συνελήφθη και φυλακίσθηκε. Φρόντισε, όμως, γι’ αυτόν ο Φρέντο Γκαρντόνι. Χρησιμοποίησε έναν γκάγκστερ για να δωροδοκήσει τους Γερμανούς με 100.000 φράγκα, οπότε και απελευθερώθηκε. Αλλά οι ταλαιπωρίες του δίδυμου Γκαρντόνι – Γκεταρύ δεν σταμάτησαν εκεί… Για να συντηρηθούν, επιδόθηκαν στη σύνταξη ενός «Οδηγού των Προσφύγων». Το γεγονός αυτό προκάλεσε νέους μπελάδες με την αστυνομία. Ο μεν Γκαρντόνι έφυγε για τη Νότια Αφρική, όπου έδινε παραστάσεις για τα συμμαχικά στρατεύματα, ενώ ο Γκεταρύ μετακινήθηκε στο Παρίσι για να γνωρίσει μόνο επιτυχίες. Έπαιζε και τραγουδούσε σε θέατρα, συμμετέχοντας και σε πολλά κινηματογραφικά έργα («Ο Μαύρος Καβαλάρης»,«Καζανόβα» κ.ά.). Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, γνώρισε μοναδικές δόξες σε Αγγλία, Γαλλία, Αμερική και Ελλάδα. Παντρεύτηκε την παραγωγό της γαλλικής τηλεόρασης Janine Guyon με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά.