Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Οι μητέρες των μεγάλων ανδρών υπήρξαν κατά κανόνα μεγάλες γυναίκες, έγραψε κάποτε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, με αφορμή τη βιογραφία της μητέρας του σπουδαίου λογοτέχνη και δοκιμιογράφου Εμμανουήλ Ροΐδη. Θυελλώδης και δραματική ήταν η ζωή της, που μοιάζει με μυθιστόρημα. Η αρχοντοπούλα Κορνηλία, κόρη του πλούσιου Χιώτη Ροδοκανάκη, υπέστη τα πάνδεινα όταν εξερράγη η Επανάσταση του 1821. Το νησί της καταστράφηκε, ο πατέρας της συνελήφθη όμηρος και η γυναίκα του, έγκυος και με πέντε παιδιά οδηγήθηκε στο Κάστρο. Τα παιδιά, μεταξύ των οποίων και η Κορνηλία, είδαν τον πατέρα τους κρεμασμένο σε δένδρο!
Η Κορνηλία πουλήθηκε ως δούλη και ένας πλούσιος Τούρκος της Σμύρνης την προόριζε για το χαρέμι του. Την έστειλε σε ένα κτήμα του στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, σε ένα ανδρόγυνο άτεκνων Τούρκων χωρικών. Εκεί έζησε ως χωρική μέχρι τα δώδεκα χρόνια της, με το όνομα Αϊσέ. Ξέχασε γλώσσα, θρησκεία και συγγενείς. Θα κατέληγε στο χαρέμι του Τούρκου, αν δεν την ανακάλυπτε τυχαία ένας παλιός υπηρέτης της οικογένειας των Ροδοκανάκηδων, που έκανε πλέον τον μεταπράτη. Ειδοποίησε τους συγγενείς της μικρής σκλάβας και άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την εξαγορά της. Εν τέλει, το 1826 η Κορνηλία εξαγοράσθηκε αντί 6.000 ταλίρων και Γάλλος πλοίαρχος τη μετέφερε στο Λιβόρνο, όπου ήταν αποκατεστημένοι οι συγγενείς της. «Για μια τέτοια Τουρκοπούλα πήγαμε να δώσωμε έξι χιλιάδες τάλιρα;», είπε ένας θείος της μόλις την αντίκρισε.
Αλλά η «Τουρκοπούλα», με τα χωρικά ήθη και την ακατάληπτη γλώσσα ήταν η Ελληνοπούλα αριστοκράτισσα. Γρήγορα μεταμορφώθηκε, ως εκ θαύματος. Με το πνεύμα και την ομορφιά της διέπρεπε στην ελληνική παροικία του Λιβόρνο, όπου παρέμεινε μέχρι το 1834. Τότε εστάλη στη Σύρο, όπου την περίμενε ο επίσης Χιώτης Δημήτριος Ροΐδης, ο γαμπρός που είχαν επιλέξει. Οι προξενητές της εποχής δεν απέβλεπαν μόνον στη σύζευξη περιουσιών, αλλά λάμβαναν υπόψη τους τις ειδικότερες συνθήκες και τους χαρακτήρες των ζευγαριών. Έτσι, υπήρξε ευτυχής ο γάμος, από τον οποίο γεννήθηκε στη Σύρο το 1842, ο περιώνυμος συγγραφέας της «Πάπισας Ιωάννας», των «Ειδώλων» και των «Συριανών Διηγημάτων».
Η οικογένεια μετακινήθηκε στη Γένοβα και τίποτε δεν απέμεινε από την μικρή Αϊσέ. Η Κορνηλία Ροΐδη, φορώντας την κυανόλευκη ενδυμασία της, χόρευε με πρίγκιπες και βασιλιάδες, ταξίδευε και διέπρεπε στις διασκεδάσεις. Η οικογένεια μετακινήθηκε στο Ιάσιο, ύστερα στην Αίγυπτο και εν τέλει στην Αθήνα, το 1862. Τις περιπλανήσεις τους ανιχνεύουμε διάσπαρτες στα έργα του Εμμ. Ροΐδη, όπως η «Κυανομαχία», που ήταν εμπνευσμένη από τη Γένοβα, το «Πανδαμάτωρ και Πανδαμάτειρα» και το «Ορέστης και Πυλάδης» από το Κάιρο. Από την πλευρά του πατέρα του, ήταν αθηναϊκής καταγωγής. Η οικογένεια διέθετε και εκκλησία στην Αθήνα, την Παναγία Χρυσοροΐδενα, μεταξύ των οδών Αδριανού και Αγίου Ανδρέου. Ήταν από τα αθηναϊκά ναΐδρια που επιβίωσαν επί Τουρκοκρατίας για να πωληθούν ως οικόπεδα μετά την Απελευθέρωση!
Όταν κατεδαφίστηκε το εκκλησάκι, χάθηκε κάθε ίχνος της οικογένειας αυτής στην Αθήνα. Τι απέγινε όμως η Κορνηλία Ροΐδη, η μάνα του συγγραφέα; Έζησε στην Αθήνα επί περίπου μισό αιώνα, από το 1862 έως τον Φεβρουάριο 1907 που έφυγε από τη ζωή. Το τέλος της, όμως, ήταν το ίδιο πικρό με την αρχή της ζωής της… Η γυναίκα που είχε ζήσει στη χλιδή έμελλε να γνωρίσει ημέρες δεινής οικονομικής καταστροφής και να τις υπομείνει με θαυμαστή καρτερία. Αλλά εκεί που υπέκυψε ήταν όταν προηγήθηκε στον τάφο ο μόνος γιος που της είχε απομείνει… Ως γνωστόν, ο Εμμ. Ροΐδης έφυγε από τη ζωή τον Ιανουάριο 1904. Ο χαλύβδινος χαρακτήρας της κάμφθηκε και ο βιογράφος της την άκουσε να λέει με δάκρυα: «Αχ, γιατί δεν έμεινα σκλάβα»!