Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Εκείνη η Κυριακή (27 Οκτωβρίου 1940) ήταν από τις φθινοπωριάτικες αττικές ημέρες που σχολίαζαν οι δημοσιογράφοι για τη γαλήνια μελαγχολικότητά τους. Ο Π. Παλαιολόγος δεν απέφυγε τον πειρασμό να της αφιερώσει ένα χρονογράφημα, σημειώνοντας πως την χάρηκαν τόσο εκείνοι που βρέθηκαν στην εξοχή, όσο κι εκείνοι που πέρασαν την ημέρα τους σε ένα ασήμαντο πάρκο ή ακόμη και στο μπαλκόνι του σπιτιού τους[1].
Έντονη η γοητεία του φθινοπώρου με τις γαζίες στην ακμή τους και τις προθήκες των ανθοπωλείων γεμάτες φλογάτες ντάλιες, χρυσαφένια και λευκά χρυσάνθεμα. Από το πρωί γεμάτα τα καφενεία, τα γήπεδα και οι κοινόχρηστοι χώροι. Από το απόγευμα μέχρι το βράδυ, όλο και κάπου φρόντιζαν να περνούν τις ώρες της σχόλης τους μικροί και μεγάλοι Αθηναίοι και Αθηναίες.
Ραδιόφωνα και ποδόσφαιρο
Όσα σπίτια διέθεταν ραδιόφωνο άκουγαν από τις 8 παρά τέταρτο τη Θεία Λειτουργία και από το απόγευμα μέχρι το βράδυ καντάδες, χαβάγιες αλλά και οπερέτες μέχρι τις τελευταίες ειδήσεις οι οποίες μεταδίδονταν στις 11:20 το βράδυ. Οι περισσότεροι από τους θαμώνες των εκατοντάδων κεντρικών και συνοικιακών καφενείων ρουφούσαν τις Κυριακάτικες εφημερίδες και συζητούσαν το επεισόδιο της Καπέστιτσας, μιας διάβασης κοντά στην Κορυτσά.
Οι Ιταλοί, προσπαθώντας να στήσουν επεισόδιο, έλεγαν ότι ένοπλη ελληνική συμμορία είχε επιτεθεί με πυροβολισμούς και χειροβομβίδες εναντίον αλβανικών φυλακίων. Η Αθήνα διέψευδε το γεγονός λέγοντας πως επί των ελληνοαλβανικών συνόρων δεν είχε συμβεί τίποτα. Ο Νάσος Μπότσης έγραφε ότι «η Ελλάς είναι ένας λαός σκυμμένος εις την τραχείαν δημιουργικήν του προσπάθειαν, διά τον οποίον η ειρήνη είναι ανάγκη πραγματική και βαθεία»[2].
Οι ποδοσφαιρόφιλοι κατέκλυζαν το γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας για να παρακολουθήσουν το ντέρμπι της ημέρας που ήταν η αναμέτρηση των μικτών ομάδων Αθηνών και Βόλου. Ο αγώνας διεξαγόταν στο πλαίσιο του Κυπέλλου Πόλεων 1940-41 και έληξε με το συντριπτικό 6-0 υπέρ της θριαμβεύτριας μικτής ομάδας των Αθηνών. Άλλοι πήγαν μέχρι το θέατρο «Ολύμπια» για να παρακολουθήσουν τους πυγμαχικούς αγώνες που είχε οργανώσει η Ομοσπονδία Πυγμαχίας. Ευτυχώς έληξαν χωρίς τις συνήθεις αψιμαχίες οι οποίες ήθελαν τους… φιλάθλους να ανταλλάσσουν περισσότερες γροθιές από εκείνες που έπεφταν στο καναβάτσο από τους αγωνιζόμενους. Αρκετοί ήταν κι εκείνοι που εκμεταλλεύτηκαν τον καιρό για να παρακολουθήσουν τις ιπποδρομίες στο Φάληρο ξοδεύοντας και την τελευταία δραχμή που είχαν στο παντελόνι τους.
Αλάνες και θέατρα
Όσο για τους πιτσιρικάδες περνούσαν την ημέρα τους στις αλάνες των γειτονιών, ενώ τα πιο εύπορα παιδιά απολάμβαναν τις προβολές στο Σινεάκ της λεωφόρου Πανεπιστημίου. Παρακολουθούσαν τον θίασο του διαβολάκου Σπάνκυ αλλά και τα κινούμενα σχέδια του Ντίσνεϊ «Ο Μίκυ και ο Πλούτων αλπινισταί». Ευκαιρίας δοθείσης παρακολουθούσαν και μία παραγωγή της Μεταξικής Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας (ΕΟΝ) με θέμα «Θεσσαλονίκη, Η νύμφη του Θερμαϊκού». Πλούσια ήταν όμως τα θεάματα που μπορούσε, όποιος είχε τη δυνατότητα, να παρακολουθήσει στην Αθήνα, η οποία διέθετε πέντε θέατρα, δεκαπέντε κεντρικούς και δέκα συνοικιακούς κινηματογράφους.
Η Κρατική Λυρική Σκηνή παρουσίαζε την Όπερα του Πουτσίνι «Μαντάμ Μπατερφλάι» με πρωταγωνίστρια τη Ζωή Βλαχοπούλου και στο θέατρο «ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ» παιζόταν η παράσταση «Η Κυρία Μποβαρί». Είχε ανέβει την προηγουμένη, παρουσία του Ιωάννη Μεταξά. Το έργο είχε μεταφράσει ο Λέων Κουκούλας και είχε διασκευαστεί σε τρεις πράξεις, ενώ ο Γιώργος Ανεμογιάννης είχε δημιουργήσει είκοσι σκηνογραφικές εικόνες.
Την Έμα Μποβαρί ερμήνευε η απαράμιλλη Μαρίκα Κοτοπούλη, τον φαρμακοποιό υποκρινόταν ο Βασίλης Λογοθετίδης και τους δύο εραστές οι Γεώργιος Παππάς και Δημήτρης Μυράτ. Αυτά συνέβαιναν τη φθινοπωρινή Κυριακή 27 Οκτωβρίου 1940.
Η Δευτέρα που ξημέρωνε έμελλε να αφήσει βαθιά τα σημάδια της στην Ελλάδα.
Το δήθεν επεισόδιο
Ωστόσο οι «υποψιασμένοι» σίγουρα θα εντυπωσιάσθηκαν από το γεγονός ότι πέντε ειδήσεις και μόνον στις εφημερίδες αφορούσαν το επεισόδιο στα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Όπως προαναφέρθηκε επισήμως παρουσιαζόταν η είσοδος δήθεν ελληνικής ενόπλου συμμορίας, τα ξημερώματα της Παρασκευής, 25 Οκτωβρίου προς Σαββάτο, 26 Οκτωβρίου 1940, στο αλβανικό έδαφος και επιθέσεως με πυροβολισμούς και χειροβομβίδες εναντίον Αλβανικών φυλακίων κοντά στην Κορυτσά. Το σχετικό τηλεγράφημα από το Ιταλικό Πρακτορείο «Στέφανι» ανέφερε πως αντέδρασε άμεσα αλβανική περίπολος αποκρούοντας την εχθρική, εννοείται ελληνική, ομάδα που είχε εισχωρήσει στο Αλβανικό έδαφος. Προσέθετε ακόμη ότι έξι από τους επιτεθέντες Έλληνες συνελήφθησαν, ενώ υπήρχαν δύο Αλβανοί στρατιώτες νεκροί και τρεις τραυματίες.
Η απάντηση ήλθε τάχιστα από το Αθηναϊκό Πρακτορείο, το οποίο έστειλε προς τα τηλεγραφικά πρακτορεία όλου του κόσμου την ανακοίνωση ότι «ουδεμία ελληνική συμμορία εισήλθε δήθεν εις το Αλβανικό έδαφος» και πως ούτε είχε σχηματισθεί, ούτε μπορούσε να σχηματισθεί συμμορία εντός του Ελληνικού εδάφους «δεδομένου ότι αι Ελληνικαί στρατιωτικαί και πολιτικαί αρχαί εξασφαλίζουν αδιατάρακτον την τάξιν»[3]. Χαρακτήριζε δε παιδαριώδεις τους περαιτέρω ισχυρισμούς.
Το Αθηναϊκό Πρακτορείο κυριολεκτικώς βομβάρδισε με ανακοινώσεις τα υπόλοιπα διεθνή πρακτορεία φροντίζοντας να εξαφανίσει έστω και τον ελάχιστο δισταγμό που θα μπορούσε να προκύψει από τους Ιταλικούς ισχυρισμούς. Εξάλλου, το πρωτόκολλο που τηρούσαν οι Έλληνες αξιωματικοί στην παραμεθόριο είχε τηρηθεί απολύτως και δεν επέτρεπε παρερμηνείες
Η πραγματικότητα
Όπως αποδείχθηκε βεβαίως εκ των υστέρων και εξ επισήμων Ιταλικών εγγράφων ο Μουσολίνι είχε δώσει εντολή να δημιουργηθεί επεισόδιο, μία-δύο ημέρες πριν από την έναρξη της επιθέσεως. Θα είχε έτσι την δικαιολογία που επιθυμούσε για να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της ουδέτερης Ελλάδος. Αλλά γιατί δεν πρόσεξε το επεισόδιο η κυβέρνηση Ι. Μεταξά; Διότι ο ίδιος είχε σχηματίσει την πεποίθηση πως η ιταλική επίθεση θα γινόταν την άνοιξη.
Αυτό τουλάχιστον κατέθεσε σε τηλεγράφημά του προς το Φορέιν Όφφις ο Άγγλος πρεσβευτής στην Αθήνα σερ Τζόν Πάλερετ [4]. Ωστόσο όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία. Η Ελλάδα δεν αιφνιδιαζόταν και ο μηχανισμός αμύνης δεν χαλάρωνε. Όποτε και να ξετιναζόταν το αστροπελέκι του πολέμου θα έβρισκε έτοιμο το αλεξικέραυνο. Οπωσδήποτε, όμως, εκείνη την άτονη 27η Οκτωβρίου δεν ανησύχησε σχεδόν κανείς πραγματικά από το «επεισόδιο».
Ωστόσο η εφημερίδα «Εστία» αφιέρωνε το πρωτοσέλιδο άρθρο της για να στείλει το μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση πως η Ελλάδα επιθυμούσε να παραμείνει ουδέτερη. Γνωρίζοντας πόσο καλά παρακολουθούσε την αρθρογραφία η ιταλική πλευρά, διαχειρίστηκε το θέμα με ιδιαίτερα προσεκτικό τρόπο και εκφράζοντας ουσιαστικώς την επίσημη κυβερνητική γραμμή.
Εξέφραζε την πεποίθηση πως οι παρεξηγήσεις ή τυχόν αμφιβολίες που προέκυπταν εξ όσων μετέδιδε το Πρακτορείο «Στέφανι» «θα αρθούν με ευκολίαν» λόγω της αποφασιστικότητος της Ελληνικής Κυβερνήσεως, η οποία είχε φροντίσει τη διάταξη των παραμεθόριων φυλακίων με τέτοιο τρόπο ώστε ήταν αδύνατη η πρόκληση επεισοδίων. «Η Ελλάς ασκούσα οίαν πολιτική εχάραξε και απαρεγκλίτως τηρεί, δεν έχει καμμίαν ανάγκην συμμοριών διά να επιδιώξη οιονδήποτε σκοπόν» τόνιζε η εφημερίδα[5].
Την ίδια ημέρα, 27 Οκτωβρίου 1940, συνερχόταν το Συνέδριο Αναπήρων Πολέμων Ελλάδος στην αίθουσα Εμποροϋπαλλήλων, με τη συμμετοχή εκείνων που είχαν σακατευτεί την πολεμική δεκαετία 1912-1922. Διαπίστωναν δε ότι είχαν περάσει 18 ειρηνικά χρόνια και οι τάξεις τους είχαν αραιώσει λόγω φυσιολογικών θανάτων. Δεν μπορούσαν να φαντασθούν τι θα ξημέρωνε την επομένη και πως θα άρχιζε μια νέα δεκαετία πλήρης γεγονότων που θα πύκνωναν εκ νέου και ασφυκτικά τις τάξεις τους.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 27 Οκτωβρίου 2014