Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στις θερινές περιπλανήσεις μας στα χρόνια του Μεσοπολέμου, επιλέγουμε να ταξιδέψουμε και στο νοτιότερο νησί των Κυκλάδων και μεγαλύτερο των Σποράδων, δηλαδή τη Σκύρο. Όσοι επέλεγαν το όμορφο αυτό νησί για τις διακοπές τους, έφταναν στη Λιναριά, στο λιμάνι του νησιού, για να αντικρίσουν λιγοστά μαγαζιά στην ακτή και τον ιερέα διδάσκαλο με την παπαδιά του να φροντίζουν το ξενοδοχείο τους. Αρκετοί ήταν εκείνοι που παραθέριζαν στη Λιναριά απολαμβάνοντας τους αστακούς της και περπατώντας στους λόφους, όπου και ο σταθμός του Ασυρμάτου. Βεβαίως οι περισσότεροι προτιμούσαν την πρωτεύουσα Σκύρο και τον Γιαλό της, ενώ οι ντόπιοι γύρευαν την ησυχία τους ψηλά στο Μάρμαρο με τα πολλά πεύκα και τα περίφημα λατομεία του.
Τη Σκύρο προτιμούσαν προπολεμικά για παραθερισμό και λόγω των φθηνών τιμών της. Εκεί τα τρόφιμα ήταν στο μισό των τιμών που είχε η Αθήνα. Το πρόβλημα ήταν η αραιή συγκοινωνία. Η προσωπικότητα που δέσποζε στο νησί, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ήταν ο πρόεδρος της Κοινότητας Σκύρου, φαρμακοποιός Σοφοκλής Στεφανίδης[1]. Γιος του υπήρξε ο γνωστός συγγραφέας, νομικός και πολιτικός Μιχάλης Στεφανίδης.
Γαϊδουράκια περίμεναν στη Λιναριά τους επισκέπτες για να τους μεταφέρουν στην πόλη της Σκύρου, ενώ από το 1931 δύο αυτοκίνητα έκαναν τη διαδρομή μέσω του νέου αμαξιτού δρόμου. Τα σπιτάκια του νησιού «κουκλίστικα»[2], όπως τα αποκαλούσε ο Δ. Χατζόπουλος, ο οποίος με το ψευδώνυμο «Αττικός» δεν άφησε τόπο που να μην περιγράψει. Με ιδιαίτερο διάκοσμο στους τοίχους, στα έπιπλα, παντού. Σκυριανά καρεκλάκια, κασέλες, πιάτα, κανάτια, γυαλικά, κεντήματα, χάλκινα σκεύη, σινιά.
Σώζονταν ακόμη πολλές μεσαιωνικές κασέλες, παλιά εργόχειρα κεντήματα και χρυσοκέντητες στολές. Εκεί ζούσε ο γνήσιος Σκυριανός τύπος των επίπλων, τον οποίο προσπαθούσαν πότε επιτυχώς και πότε όχι να αντιγράψουν στην Αθήνα. Στη συνοικία Γιαλός ήταν τα μαγαζιά, αλλά και η πανέμορφη αμμουδιά. Τόπος στον οποίο τα ψάρια ήταν άφθονα και πάμφθηνα. Εάν δεν είχε μελτέμι όλοι μπορούσαν να γευθούν εκλεκτά μπαρμπούνια, λιθρίνια και φαγκριά, συνοδευμένα από ντόπιο ούζο. Οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, με πολλά γίδια και λιγότερα πρόβατα τα οποία εξάγονταν.
Τραχύ νησί, εξ ου και το όνομά του, βουνώδες με λίγα στενά πεδινά μέρη. Από το περίφημο χόρτο του τρέφονταν τα ποίμνια. Μπορεί να μην είχε πολλά νερά το νησί, αλλά δεν του έλειπε τίποτε, εκτός από τα φρούτα αφού αγρότες και κτηνοτρόφοι παραμελούσαν τη δενδροκομία. Υπήρχαν ωστόσο άφθονα συκοστάφυλα. Παντού υπήρχαν αγροικίες και πρόχειρα μαντριά, ενώ τα ψηλά βουνά ήταν γυμνά και δροσερά. Στο Μάρμαρο και την περιοχή του αφθονούσαν οι πευκώνες και η παραγωγή ρετσινιού και νεφτιού.
Μπροστά στη Σκύρο το περίφημο νησί του Δεσπότη, το Σαρακίνικο ή Σαρακηνό, το οποίο με έκταση 3,4 τετραγωνικά χιλιόμετρα θεωρείται το 122ο μεγαλύτερο ελληνικό νησί, με το υψηλότερο σημείο του στα 131 μέτρα. Είχε καλή χορτονομή και απέδιδε έσοδα στην Κοινότητα. Επίσης, η μεγάλη Μάλαξα και σε απόσταση 7 μιλίων από τη Σκύρο, το νησάκι Ρήνεια, το οποίο εκείνη την εποχή ανήκε στον συμβολαιογράφο Βόλου Αυλωνίτη. Είχε φτιάξει λιμανάκι και έπαυλη, παραθερίζοντας ηγεμονικά και κυνηγώντας λαγούς, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Δ. Χατζόπουλος[3]. Δύο μίλια πιο πέρα, η ορεινότερη Σκυροπούλα, η οποία με έκταση 3,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα είναι το 119ο μεγαλύτερο ελληνικό νησί!